ΠΑΛΑΙΟ
Τον μαγνήτιζαν τα φώτα αντανακλώμενα στη
θάλασσα εκεί στο τέλος του μώλου, τότε, γιατί τώρα δεν μπορεί να ξαναβρεί τα
ίχνη των χαμένων αναμνήσεων.μα, γιατί, αναρωτιέται τόση επιμονή να βρει τα
ίχνη, εκείνης της ζωής, να τα ξαναφέρει στη μνήμη του ο διανυθείς χρόνος είναι
τόσο μακρύς. Εκείνη η παχουλή μανάβαινα με τα ξαναμένα μάγουλα, κάτω απ΄το ψηλό
σπίτι που ενοικίαζαν ένα δωμάτιο ή δύο, δεν θυμάται πια.με τα δυο παιδιά της
που κάποτε συναντήθηκαν και πήγαν σπίτι τους. Το κόκκινο των φώτων της τροχαίας,το
άγνωστο, το σκοτάδι μέσα στη συνείδηση ενός παιδιού στην πόλη απ΄το μικρό
χωριουδάκι.ήθελαν λέει,να φάνε πατάτες τηγανιτές, αλλά σε πολύ μικρά κομματάκια
κομμένες.κι όλα ετούτα του φαίνονταν παράξενα και πρωτόγνωρα.ήταν παχουλά κι
εκείνα τα παιδιά, ξανθά, καλομαθημένα.ύστερα ο αδελφός του ήθελε να ψαρέψει ένα
μήλο από ψηλά.και το κατάφερε.κι ο χάροντας ύστερα τον ψάρεψε κι αυτόνε νωρίς,
κι εκείνος με την αόρατη ψιλή αλλά παντοδύναμη μισίνα...
Μια φορά μονάχα ψάρεψε, κι έπιασε καμπόσα με
τον αδελφό της havva, που τον έντυνε η τουρκάλα μάνα του με
πεντακάθαρο άσπρο πουκάμισο να ξεχωρίζει.τους χάρισε όλα τα ψάρια.
Το κοριτσάκι όμως, το
απέθαντο; Το λιγνό του σωματάκι, μέσα στα βράχια,στο παλιό λιμάνι;ο έρωτας των
ματιών, ο καταλύτης; Εκείνος κι αν ήταν έρωτας.από απόσταση και να μένει εκείνη
η σκηνή αξεδιάλυτη,φυλαγμένη πάντα στο ημίφως άφθαρτη απ΄τη ροή του χρόνου...κάποτε
θα του δείξει τα όρια εκεί που τέλειωνε ο μώλος κι ήτανε το καφενείο που το
μπουφε του κτυπούσε το κύμα, όπως ειναι τώρα το σύγχρονο καφέ του εναέριου...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου