Δημοφιλείς αναρτήσεις

Προς Αναγνώστη Καλωσόρισμα και μια εξήγηση

Αγαπητέ αναγνώστη, καλώς όρισες στα μέρη μας, μπορείς να ξεκουραστείς λίγο εδώ, δεν έχουμε θέματα που λειτουργούν σαν ενοχλητικές μυίγες, εδώ θα βρεις κάποια κείμενα ποίησης ή πεζά, κείμενα φιλοσοφίας, αρχαίου ελληνικού λόγου, κείμενα γραμμένα στις πιο γνωστές ευρωπαϊκές γλώσσες, (μια καλή μετάφραση εκ μέρους σου θα ήταν ευπρόσδεκτη) που μου έκαναν εντύπωση, αν κι εσύ βρεις κάτι, πολύ ευχαρίστως θα το δημοσιεύσω αν είναι κοντά σ'αυτά που αποτελούν την περιρρέουσα ατμόσφαιρα αυτού του μπλόγκ. Επίσης η Τέχνη αποτελεί κεντρική θέση όσον αφορά στις δημοσιεύσεις αυτού του ιστότοπου, αφού η πρωταρχική μου ενασχόληση από εκεί ξεκινά κι' εκεί καταλήγει. Φανατικά πράγματα μην φέρεις εδώ, δεν είναι αυτός ο τόπος, φτηνές δημαγωγίες επίσης εξαιρούνται, σκέψεις δικές σου, γνήσιες, προβληματισμούς δικούς σου, πολύ ευχαρίστως, ανακύκλωση εκείνου του χαώδους, όπου σεύρω κι όπου μεύρεις, δεν το θέλω. Οι καλές εξηγήσεις κάνουν τους καλούς φίλους. Εύχομαι καλή ανάγνωση.

σημ: κάθε κείμενο μπορεί να αναδημοσιευτεί ελεύθερα φτάνει να αναφέρεται οπωσδήποτε
η πηγή του, δηλ, η ονομασία του μπλόγκ μου.
Σας ευχαριστώ για την κατανόηση!







Κυριακή 5 Οκτωβρίου 2014

Τετάρτη 1 Οκτωβρίου 2014

Μικρές αναμνήσεις απ΄το χωριό

περπατώντας μου έρχονται πράματα στο μυαλό. Καλύτερα να πω ποδηλατώντας βέβαια για να ακριβολογώ. Όμως και στα καλά καθούμενα γίνεται το ίδιο. Όταν λέω πράματα, στην προκειμένη περίπτωση, θέλω να πω τις λέξεις τις παλιές, της παιδικής ηλικίας, στο χωριό, στο παλιό μας πατρικό σπίτι, το μακρυνάρι της ψυχής μου, εκεί εννοώ, με επίκεντρο τη μάννα μου, που ήταν ο ζωοδότης της γλώσσας που άκουα. Σίγουρα, ήταν η γλώσσα όλου του χωριού, αλλά αφού στον καφενέ δεν πηγαίναμε συχνά, χαρτιά δεν παίζαμε, περισσότερο ακούγαμε σπίτι τις ομιλίες των ανθρώπων, αλλά και γύρω μας, στη γειτονιά, τα παιδιά μεταξύ μας. Και στην πόλη βέβαια που πηγαίναμε σχολείο, και στην εκκλησία. Αν και μου έχουν έρθει πολλές φορές, σήμερα αποφάσισα πως πια δεν γίνεται πρέπει να δίνω αναφορά στον εαυτό μου, να τις γράφω κάτω, κι ό,τι θέλει ας γίνει. Όχι γιατί πρόκειται για σπάνιες, δυσκολοεύρετες λέξεις, απλώς για μένα έχουν την προσωπική σημασία, όπως κάποια πράγματα του σπιτιού, κάποια ενθύμια που τ΄αγγίζεις και σε παίρνουν πίσω στο παρελθόν σου. Το παρελθόν σου είναι η ζωή σου. Το παρόν σου είναι το άθροισμα όλων εκείνων των βιωμάτων  και αναμνήσεων που επέζησαν συν την εμπειρία  της  στιγμής, που μέχρι να γίνει μνήμη, χρειάζεται κι αυτή  τον καιρό  της και το χρόνο της ζύμωσής  της, το σμίξιμό της με όλες τις άλλες, εκεί βέβαια που ταιριάζει, που αρμόζει, κι έτσι κτίζεται η όλη μας  μνήμη, η ζωή μας, που τί  άλλο είναι εξόν από μνήμες και αρώματα που τις  ξυπνούν, γεύσεις που φέρνουν πίσω, ανακαλούν εικόνες που έφυγαν και τις ξαναζωντανεύει και   τις ξαναζυμώνει με το παρόν και πάει λέγοντας και τελειωμό δεν έχει....Όταν σου έρχονται αυτές οι λέξεις της παιδικής ηλικίας, οι κυπριακές, που σήμερα πάνε να εκλείψουν, είναι τόσο φορτισμένες με συγκίνηση γιατί μεταφέρουν όλο εκείνο τον κόσμο έστω και αποσπασματικά, μέσα τους, αλλά που στο σημερινό  γλωσσικό περιβάλλον φαίνονται τόσο ξένες, σαν ξένα πουλιά που ήρθαν ξαφνικά και κάθησαν κοντά στα άλλα που βόσκουν αμέριμνα και δικαιωματικά και θέλουν κι αυτά να τσιμπήσουν σποράκια, να αναμειχθούν, αλλά μάταια, ξέκοψαν και δεν ταιριάζουν πουθενά. Μου κάνουν τόση  εντύπωση, διότι αν τις πω μόνες τους, δεν κολλάνε πουθενά, αν τις απομονώσω σχεδόν ξεχνώ  τί σημαίνουν, είναι όμως σαν ήχοι δυνατοί, ατράντακτοι που απαιτούν με την παρουσία τους να σου πάρουν λίγο χρόνο και να ζήσουν έστω για κάποια λεπτά.... Ίσως είναι επισκέψεις νεκρών αγαπημένων, ποιος ξέρει, κι έρχονται μ΄αυτό τον τρόπο να μας ταράξουν τον ύπνο, και τον  λήθαργο που το όλο σύστημα προσπαθεί να μας ρίξει. Όχι βέβαια εμάς, εμείς πλέον δυναμώσαμε, και στεκόμαστε αταρακούνητοι στις σπρωξιές και τους βάρβαρους προπηλακισμούς, δεν μας κουνά πλέον  καμμία δύναμη, έχουμε ρίζες πολύ βαθειές. Σε μας είναι όπως τον αέρα, που ας  φυσά, και ας μανιάζει, τόσο το καλύτερο, ό,τι αδύνατο, ό,τι ξερό, κόβεται και φεύγει και παίρνουμε νέα δύναμη απ΄το  ταρακούνημα, και ριζώνουμε πιο βαθειά.΄Ηρθαν λοιπόν  σήμερα, οι λέξεις, βραμός, βραχτή, ο φράκτης δηλαδή, και η αυλή η περιφραγμένη.. 
Η βραχτή μας, ήταν μεγάλη. Χωρούσε τον κόσμον όλο. Για μας ήταν ο κόσμος όλος. Δεν ήταν βέβαια μεγάλη σε έκταση. Στο βορεινό μέρος ήταν ο τοίχος τους σπιτιού της θείας μας της Αθηνάς, που συνεχίζονταν σε χαμηλό φράκτη πετρόκιστο. Στο τέλος του πριν την γωνιά, είχαμε το κοτέτσι, που μια φορά, ήρθε μια αλεπού και μας έπνιξε  τις κότες. Εκεί, δίπλα θυμάμαι είχαμε και τη γουρουνίτσα και μεγάλωνε μέσα στη λάσπη της, για  τα Χριστούγεννα. Φράκτη εκεί αποτελούσε μια παπουτσοσυκιά( φραγκοσυκιά), που κάποτε η μάνα  μου είπε στο θείο μου το Μαθαίο και την κλάδεψε, την κατακρεούργησε δηλαδή, αλλά εμείς μικρά παιδάκια, δεν είχαμε καμιά δύναμη ούτε να αντισταθούμε ούτε να δείξουμε την διαφωνία μας. ΄Υστερα κάθετα ο φράκτης, που είτανε όλο παπούτσες πήγαινε προς  δυσμάς, και κάτω, σε ύψος δύο μέτρων ήταν το χωράφι της γειτόνισσας, θεός σχωρέσει την, ούτε τόνομά της πια δεν θυμάμαι. Το μόνο, ότι ύστερα ανήκε στον Φρίξο της Μερπούς που παντρεύτηκε την κόρη της. Εκεί, από κάτω  ψηλά, σκάψαμε ένα λαγούμι και καταφύγαμε, εγώ, η μάνα μου, και η   ανεψιά μου η Ελλάδα, όταν έγινε η  εισβολή και οι Τούρκοι για να μας τρομάξουν έρριχναν βόμβες μέσα στη λαγκαδιά κι αντιβούϊζε ο ποταμός και κλείναμε τ΄αυτιά μας να μην   κουφαθούμε...
Στο τέλος του φραμού  εκείνου, ξάνοιγε η θέα και αφού διένυε τις λεύκες  κάτω χαμηλά στο ποτάμι, κοντά στα σπίτια του τατά μου του Νεόφυτου, στην άλλη πλευρά του φαραγγιού, έφευγε και κατέληγε στον μαγικό κόλπο της Μας, στον κόλπο των κοραλλίων όπως τον λένε...
Εκεί ο φραμός έκανε  γωνία κάθετη και προχωρούσε προς νότο, χωρίζοντας την αυλή μας απ΄την αυλή της Ζωηρούς, που ήτανε πιο χαμηλά, πάλι με παπουτσοσυκιές. Ο μισός ήτανε παπουτσοσυκιές, κι ο  υπόλοιπος ήτανε ο  τοίχος του σπιτιού της Ζωηρούς, που νομίζω είχε μόνο μια  μικρή τρύπα, για  τον αέρα, ίσως και το φως, διότι ήτο ο πισινός τοίχος του σπιτιού που έβλεπε στην αυλή μας καθώς πλησιάζαμε στο δρόμο. Εκεί στο δρόμο, όταν γέρασε η Ζωηρού, και είχε πεθάνει πια ο Συμεός ο άντρας της, αν και όχι πολύ γριά, καθότανε και μοιρολογούσε, κι όταν πλησίαζε κάποιος στο δρόμο αυτή μεγάλωνε το μοιρολόϊ, και ήθελε παρέα και συντροφιά. Διότι ο Συμεός, ήτανε μεγάλος γητευτής  της γειτονιάς, και όλες οι γειτόνισσες, μαζεύονταν κάτω απ΄τον τρέμιχο ( μεγάλη τριμυθιά ) της Ζωηρούς  και τον ακουγανε που εξιστορούσε  ποιος ξέρει τι  ιστορίες που τις μάγευαν. Έφθινε σιγά σιγά, διότι μόνη   της πια δεν ήτανε τίποτα... Δεν θυμάμαι πότε πέθανε η αδελφή της η Μυριάνθη, που έμενε απέναντι απ΄το σπίτι  μας και την έσαζε η Ζωηρού, και ήτανε ας πούμε ένα ποσκόλιο. Η κόρη της η Ελένη είχε  φύγει από καιρό και ζούσε στην πόλη, και ο γιος της ο ΄Ομηρος κι εκείνος ήτανε   φευγάτος από χρόνια. ΄Ελεγαν πως αυτός κληρονόμησε το σπίτι ύστερα, που φρόντισε βέβαια και το πούλησε αμέσως σε κάποιους γερμανούς και έτσι πλέον άρχισε η αποξένωση σε κείνο το σημείο του χωριού που δεν ήτανε  και το μόνο.