Αθήνα , 442. Οι Τριακονταετείς Σπονδές με τους Πελοποννησίους, 446/445, αναγνωρίζουν και επικυρώνουν την επικράτηση των Αθηναίων. Το 450 ο Φειδίας στήνει επάνω στην Ακρόπολη το τεράστιο μπρούντζινο άγαλμα της Αθηνάς, που φαινόταν, λένε, απ’ το Σούνιο. Η οικοδόμηση του Παρθενώνος αρχίζει το 447, τελειώνει το 438. Το Ωδείο του Περικλέους οικοδομείται το 443. Τα Μακρά Τείχη, τελειωμένα το 456, ανακατασκευάζονται εν μέρει το 445. Ο Ηρόδοτος έχει ήδη επισκεφθεί την Αθήνα, όπου πιθανότατα εδιάβασε, δημόσια, μέρη της Ιστορίας, και ο Σοφοκλής θα γράψει γι’αυτόν ένα ποίημα το 441. Ανάμεσα στους άλλους μεγάλους, που επισκέπτονται την Αθήνα ή μένουν εκεί, πρέπει να αναφερθεί ο Πρωταγόρας – ο Πρωταγόρας του πάντων χρημάτων μέτρον άνθρωπος, ο Πρωταγόρας τπου είχε ασφαλώς ο ίδιος εκθέσει μιαν ανθρωπογονία, την οποία νομίζω ότι περίπου πιστά αποδίδει ο Πλάτων στον ομώνυμο διάλογο και όπου περιέγραφε και τη διαδοχική επινόηση απ’ τους ανθρώπους των τεχνών και των γνώσεων και την ίση κατανομή ανάμεσα τους της πολιτικής φρόνησης, που στηρίζει τη δημοκρατία. Το 444/443 οι Αθηναίοι, κινούμενοι ασφαλώς από τας αστυνόμους οργάς ( Αντιγόνη 354-355), αποφασίζουν να ιδρύσουν μια πανελληνική αποικία στους Θούριους, στην Ιταλία, στη θέση της Συβάρεως. Ως νομοθέτη της διαλέγουν τον, μη Αθηναίο, Αβδηρίτη Πρωταγόρα. Ο Αισχύλος έχει πεθάνει στη Σικελία, ο Σοφοκλής (γεννημένος το 496 στον Κολωνό) τον είχε νικήσει στα Διονύσια του 468. Το 443/42, εποχή που γράφει ή τελειώνει την Αντιγόνη ( 53 χρόνων), έχει εκλεγεί απ’ τους Αθηναίους Ελληνοταμίας. Ο Ευριπίδης λαμβάνει μέρος στους τραγικούς αγώνες ήδη από το 455 και θα νικήσει για πρώτη φορά το 441.
Αυτός είναι ο λαός για τον οποίο ο Περικλής θα πει, δώδεκα χρόνια αργότερα: πάσαν γην και πάσαν θάλασσαν εσβατόν τη ημετέρα τόλμη καταναγκάσαντες. Αυτός είναι ο δημιουργικός κοινωνικο-ιστορικός χώρος, που μέσα του αναδύεται το πολλά τα δεινά κουδέν ανθρώπου δεινότερον πέλει.
Ενώ ο Αισχύλος, είκοσι, είκοσι πέντε χρόνια, εκθέτει μια ανθρωπογονία, όχι σαν μία βαθμιαία διαδικασία, αλλά περιγράφοντας ένα εξαίφνης πέρασμα απ’ το πριν στο μετά ως αποτέλεσμα της απόφασης και της πράξης ενός επαναστατημένου Τιτάνος, σαν απόσπαση, οιονή κλοπή, από μία υπεράνθρωπη δύναμη ικανοτήτων και δυνατοτήτων που ανήκουν στις υπεράνθρωπες δυνάμεις ( και συνεπώς υπήρχαν ήδη), ο Σοφοκλής εκθέτει μία ανθρωπολογία που δεν προϋποθέτει τίποτα και όπου οι ικανότητες και δυνατότητες αυτές δημιουργούνται απ’ τους ανθρώπους. Θέτει απλά, καθαρά και με έμφαση την ανθρωπότητα ως αυτοδημιουργία. Οι άνθρωποι δεν πήραν τίποτε απ’ τους θεούς, και κανένας θεός δεν τους έδωσε τίποτε. Αυτό είναι το πνεύμα του 5ου αιώνος κι αυτή είναι η τραγωδία που εβράβευσαν οι Αθηναίοι.
Το στάσιμο (332-375) πρέπει να ερμηνευθεί σε συνάρτηση με τη θέση του μέσα στη συνολική οικονομία του έργου. ΄Ερχεται αμέσως μετά απ’ τις καινούργιες απειλές του Κρέοντος, που έμαθε τη δεύτερη απόπειρα ταφής ( συμβολικής) του Πολυνείκους, και αμέσως πριν απ’την ανακάλυψη και τη σύλληψη του ενόχου – της Αντιγόνης. Το νόημα του –στην ουσία, το νόημα όλης της Αντιγόνης- βρίσκεται στη κατάληξη του (364-375), που το συνδέει άμεσα με τις ύψιστες σημασίες που διακυβεύονται μέσα σ’αυτή την τραγωδία. Ο άνθρωπος, που περιγράφεται και υμνείται στο προηγούμενο και μεγαλύτερο μέρος του χορικού (332-363), συνδέει τη δημιουργική του δεινότητα με έναν ανυπέρβλητο διχασμό της φύσης του. Τέχνας υπέρ ελπίδ’ έχων , τοτέ μεν κακόν, άλλοτ’ επ’εσθλόν έρπει (365-366). Η σοφία και η τέχνη του ξεπερνάνε κάθε αναμονή – αλλά η πραγματικότητά του, η διπλή, τον κάνει να βαδίζει άλλοτε προς το καλό κι άλλοτε προς το κακό. Αυτό το κακό και το καλό ο ποιητής δεν τα προσδιορίζει ηθικολογώντας, αλλά πολιτικά. Ο άνθρωπος βαδίζει προς το καλό, όταν κατορθώνει να συνυφάνει ( παρείρων) τους νόμους της πόλης του ( νόμους χθονός.χθων εδώ δεν είναι η γη με τη κοσμική έννοια, είναι η πάτριος γη, η πόλις, η πολιτική κοινότητα) με την θεών ένορκον δίκαν, τη δίκη/δικαιοσύνη των θεών, την κατοχυρωμένη απ’ τους όρκους. Σ’ αυτή την περίπτωση ο άνθρωπος γίνεται ο υψίπολις – λέξη που η πολυσημία της κάνει τη μετάφρασή της αδύνατη. Υψίπολις – υψηλός μέσα στην πόλη του, αλλά κυρίως υψηλός ( subline. Πρβλ. Περί ύψους ) ως μέλος μιας πόλης, μιας πολιτικής, δηλαδή ανθρώπινης, κοινότητος. Αμέσως αντιτίθεται στον υψίπολιν ο άπολις, ο άνθρωπος που τόλμας χάριν, εξαιτίας της υπερβολικής τόλμης, της αυθάδειας, του θράσους –της ύβρεως επιτέλους, για να χρησιμοποιήσουμε τον πρέποντα όρο- αφήνει το μη καλόν να τον κατοικήσει. Αυτός που κατέχετα απ’ την ύβρη γίνεται άπολις, βγαίνει απ’ την πολιτική κοινωνία των ανθρώπων ( και το συγκεκριμένο αποτέλεσμα δεν μπορεί να είναι παρά ο θάνατος, η φυγή ή η εξορία). Γίνεται, όπως λένε οι Γάλλοι, sans foi ni loi, και sans feu ni lieu. Και ο Χορός τελειώνει λέγοντας: αυτόν τον άπολιν δεν τον θέλω ως παρέστιον, μέσα ή κοντά στην εστία μου, ούτε ως ίσον φρονούντα, προικισμένο με την ίδια –ίση, κοινή των πολιτών – φρόνηση και δικαιούμενο να θεωρεί τον εαυτό του ίσο με τους άλλους πολίτες.
Είμαι αναγκασμένος να δώσω εδώ πολύ συνοπτικά μια συνολική ερμηνεία της τραγωδίας. Το θέμα της τραγωδίας δεν είναι η αθωότητα του θύματος Αντιγόνη που μάχεται τον τύραννο Κρέοντα, ούτε η αντίφαση ανάμεσα στην ηθική και στην raison d’ Etat, ούτε το άτομο εναντίον του κράτους (μοντέρνες ερμηνείες), ούτε η οικογένεια στην αντίθεσή της με τον Νόμο και την Πολιτεία (εγελιανή εκδοχή). Το θέμα της τραγωδίας είναι, πέρα απ’ όλα αυτά, η ύβρις – η πράξη τόλμας χάριν.Ασφαλώς η Αντιγόνη και ο Κρέων εκπροσωπούν δύο αντιμαχόμενες αρχές. Αυτές τις αρχές όμως – τους νόμους χθονός και την θεών ένορκον δίκαν - ο ποιητής δεν τις θεωρεί απόλυτα ασυμβίβαστες, μια και ο άνθρωπος μπορεί να γίνει υψίπολις συνυφαίνοντάς τες (παρείρων). Και η Αντιγόνη και ο Κρέων είναι ανίκανοι να τις συνυφάνουν.και οι δύο τους, με την τυφλή και απόλυτη υπεράσπιση μιας από τις δυο αρχές, γίνονται υβριστές και απόλιδες. Υπέρτατο παράδοξο: ξεπερνώντας τα όρια του φρονείν, καθηλωμένος στο μόνος φρονείν, ο υπέρμαχος των νόμων της πόλης Κρέων γίνεται άπολις. Αλλά είναι επίσης προφανες ότι η ίδια η Αντιγόνη είναι εξίσου άπολις. Αμέσως κατόπιν απ’ το χορικό που εξετάζουμε, όταν ο Φύλαξ προσάγει την Αντιγόνη, που την συνέλαβε να προσπαθεί – για Τρίτη φορά – να ρίξει χώμα πάνω στο πτώμα του Πολυνείκους, ο Χορός, εκφράζοντας την καταθλιπτική λύπη του, δεν απευθύνεται στην Αντιγόνη ως πρόμαχο της ευσέβειας και του σεβασμού των θείων νόμων.τη χαρακτηρίζει ως τρελή ( εν αφροσύνη καθελόντες 383). Η αφροσύνη της Αντιγόνης έγκειται στο ότι κι αυτή, όχι μόνο είναι ανίκανη να συνυφάνει τις δύο αρχές, αλλά τόλμας χάριν υπερβαίνει τα όρια. Πόλις χωρίς νόμους χθονός δεν μπορεί να υπάρξει και , παραβιάζοντας τους νόμους αυτούς, και η Αντιγόνη γίνεται άπολις και βγαίνει από το ίσον φρονείν.
Ο ποιητής λέει στον δήμο των Αθηναίων: ακόμα και όταν έχουμε δίκιο, μπορεί να έχουμε άδικο, δεν υπάρχει πάντοτε έσχατος λογικός λόγος. Τω όντι, οι επιχειρηματολογίες του Κρέοντος και της Αντιγόνης, θεωρημένες καθ’ εαυτές, είναι στεγανές και χωρίς δυνατή λογική αναίρεση. Αυτό εκφράζει καθαρά ο Αίμων, λέγοντας στον πατέρα του :ούτε θέλω ούτε μπορώ να πω ότι έχεις άδικο ( ούτ’ αν δυναίμην, μήτ’ επισταίμην λέγων, 686), έχεις όμως άδικο για άλλους λόγους – διότι επιμένεις να έχεις δίκιο μόνος σου ή μόνος εσύ. Επιβάλλεται να παρατεθούν εδώ οι καταπληκτικοί στίχοι 707-709.
όστις γαρ αυτός ή φρονείν μόνος δοκεί,
ή γλώσσαν, ην ουκ άλλος, η ψυχήν έχειν,
ούτοι διαπτυχθέντες ώφθησαν κενοί.
Ο Κρέων έχει άδικο, παρ’ όλο ότι έχει δίκιο, γιατί επιμένει στον μόνος φρονείν – δεν βρίσκεται μέσα στο ίσον φρονείν, δεν θέλει και δεν είναι ικανός να ακούσει τον λόγο και τους λόγους του άλλου και των άλλων. Είναι μέσα στην ύβρη, δεν κατορθώνει να συνυφάνει.
Η Αντιγόνη είναι – όπως και ο Επιτάφιος – μια κορυφή της δημοκρατικής πολιτικής σκέψης και στάσης, που αποκλείει και καταδικάζει το μόνος φρονείν, που αναγνωρίζει την έμφυτη ύβρη των ανθρώπων και απαντά σ’ αυτήν με τη φρόνηση, και που αντιμετωπίζει το έσχατο πρόβλημα του αυτόνομου ανθρώπου – και του ατόμου και της πολιτικής κοινότητας – το πρόβλημα του αυτοπεριορισμού.
Ο αυτοπεριορισμός είναι απαραίτητος, ακριβώς γιατί ο άνθρωπος είναι δεινός και γιατί τη δεινότητα αυτή τίποτε εξωτερικό δεν μπορεί να την περιορίσει ουσιαστικά. Ούτε βέβαια η θεών ένορκος δίκα. Αυτή είναι μία από τις αρχές που διέπουν τη ζωή των ανθρώπων - αλλά με κανέναν τρόπο δεν φτάνει. Αν έφτανε, δεν θα υπήρχε ούτε Αντιγόνη ούτε τραγωδία. ΄Όπως και δεν υπάρχει και δεν μπορεί να υπάρξει τραγωδία εκει που μία έσχατη αρχή δίνει απαντήσεις σ’ όλα τα ερωτήματα: στον κόσμο τον πλατωνικό, όπως και στον κόσμο τον χριστιανικό.
Η τραγωδία, και ειδικά η Αντιγόνη, προϋποθέτει ακριβώς τη δεινότητα του ανθρώπου, που κορυφώνεται και αυτοκαταστρέφεται με την ύβρη, αλλά που μπορεί επίσης, όταν είναι συνυφασμένη με το ίσον φρονείν, να φτάσει στο ύψος του υψιπόλιδος,. Εξ ου και η εσωτερική ανάγκη να περιγραφεί και να υμνηθεί αυτή η δεινότητα – πράγμα που κάνει ο Χορός στο μεγαλύτερο μέρος του στασίμου )334-3630.
Το κεντρικό νόημα του χορικού προεξαγγέλλεται στους δύο πρώτους στίχους – πολλά τα δεινά κουδέν ανθρώπου δεινότερον πέλει – που μας βάζουν αμέσως σε ερωτήματα.
Η καίρια λέξη των στίχων είναι φυσικά το δεινός – αμετάφραστη κι αυτή. ( Ο Heidegger τη μεταφράζει με το ανεπαρκέστατο das Unheimlich , που ξεχνάει κεντρικές σημασίες της λέξης. Ο Γάλλος μεταφραστής του αυξάνει ακόμα την απόσταση, αποδίδοντας το Unheimlich με το inquietant, ανησυχητικός.) Συνοψίζοντας σε μια φράση τα συμπεράσματα μιας άλλης, αδημοσέυτης ακόμα, μελέτης μου, θα πω ότι ο Σοφοκλής – κι αυτό είναι ένα ουσιώδες χαρακτηριστικό της αρχαίας ελληνικής ποίησης – όχι μόνο δεν είναι πάντα υποχρεωμένος να διαλέξει ανάμεσα σε διάφορες σημασίες της λέξης, αλλά εμφανέστατα πολλές φορές δεν διαλέγει, μπορεί και θέλει να τις δώσει όλες μαζί. Δεινός: που προκαλεί, δικαιολογημένα, δέος, φόβο και τρόμο – φοβερός, τρομερός.επικίνδυνος. Από εδώ πηγαίνουμε, με μια απ’τις ωραιότερες σημασιακές παραγωγές στα αρχαία ελληνικά, στο: καταπληκτικά δυνατός, ισχυρός, θαυμάσιος και αξιοθαύμαστος γιατί; Διότι υπερ-ικανός, επιδέξιος, σοφός, αριστοτέχνης, που βρίσκει λύση πάντα, που δεν είναι ποτέ χωρίς μέσα, πολυμήχανος και πολύτροπος θα έλεγε ο ΄Ομηρος – και το λέει ο Σοφοκλής στο τέλος του χωρίου που συζητάμε: άπορος επ’ουδέν έρχεται το μέλλον (360-361). Ανάμεσα σ’αυτές τις σημασίες οι λεξικογράφοι και οι μεταφραστές είναι υποχρεωμένοι να διαλέξουν. Ο Σοφοκλής, κι όσοι έχουμε την τύχη να καταλαβαίνουμε λίγο τα ελληνικά, όχι.
Το σημασιακό σύμπλεγμα της λέξης φωτίζεται και πλουτίζεται απ’ τη συνέχεια του κειμένου. Δεινός σημαίνει, απ’ την Αντιγόνη και μετά, όλα όσα ο Σοφοκλής θα αποδώσει στον άνθρωπο ως δεινόν. Κι ο πρώτος φωτισμός μας δίνεται απ’ την επανάληψη της λέξης στη συνέχεια της φράσης, σ’ έναν οιονεί υπερθετικό βαθμό, κατασκευασμένο με την άρνηση του συγκριτικού: ουδέν ανθρώπου δεινότερον. Το δεινός προσδιορίζει τον άνθρωπο και προσδιορίζεται απ’ τον άνθρωπο: είναι ο χαρακτήρας εκείνος, που κανένα όν δεν τον παρουσιάζει στον ίδιο βαθμό με τον άνθρωπο
Ουδεν ανθρώπου δεινότερον. Τίποτα δεν είναι πιο τρομερό, θαυμασιο, ικανό-πραγματοποιητικό, απ’ τον άνθρωπο. Ακόμα μια φορά ερωτώ: τολμάμε να πάρουμε τον ποιητή στα σοβαρά; Θα υποθέσουμε ότι ο ποιητής χρησιμοποιεί λέξεις εική και ως έτυχε; Ο Σοφοκλής, μάστορας της κυριολεξίας και της καιριολεξίας, λέει καθαρά και δυνατά: Ουδέν: ούτε η θάλασσα, ούτε ο χειμώνας, ούτε τα άγρια θηρία – τίποτα. Τίποτα απ’ τη φύση. Αλλά ο Σοφοκλής δεν περιορίζει το ουδέν στη φύση. Λέει, απολύτως: Ουδεν: ούτε λοιπόν και οι θεοί.
Αυτό φωτίζει πάλι το δεινός, ενώ φαίνεται ταυτοχρόνως να το συσκοτίζει. Με ποια έννοια μπορεί ο άνθρωπος να είναι δεινότερος απ’ τη φύση – κι απ’ τους θεούς; Η απάντηση είναι εντούτοις προφανής – και εκτίθεται, σχεδόν άμεσα, στη συνέχεια του χορικού. Ο πολιός πόντος κι ο χειμέριος νότος είναι ασφαλώς δυνατότερα απ’ τον άνθρωπο – όπως και τα θηρών αγρίων έθνη, και τόσα άλλα όντα. Αλλά τα όντα αυτά είναι, και είναι ό,τι, είναι από τη φύση τους. Σε οποιοδήποτε χρόνο έκαναν, κάνουν και θα κάνουν τα ίδια πράγματα. Και τις δυνάμεις που έχουν, τις έχουν διότι τους έχουν δοθεί μια για πάντα, χωρίς να μπορούν να τις αλλάξουν. Το τι εστίν τους, όπως θα έλεγε ο Αριστοτέλης, που τα καθορίζει και που αναπτύσσεται στα διάφορα κατηγορήματά τους, δεν προέρχεται από αυτά τα ίδια.
Το ίδιο ακριβώς ισχύει και για τους θεούς. Συντριπτικά πιο δυνατοί απ’ τον άνθρωπο, προικισμένοι με αναρίθμητες δυνατότητες και ικανότητες – όχι όμως αιώνιοι ή άχρονοι- οι θεοί είναι αυτό που είναι απ’ τη «φύση» τους και χωρίς να έχουν κάνει τίποτα γι’ αυτό. Κι έτσι, π.χ., απ’ τη μια μεριά δεν έχουν ανάγκη να καταφύγουν στην τέχνη- να ναυπηγήσουν καράβια για μετακινηθούν, ή να γράψουν κάτι για να το θυμηθούν.απ’την άλλη μεριά, η τέχνη του Ηφαίστου είναι βέβαια ασυγκρίτως ανώτερη απ’ την ανθρώπινη, αλλά την τέχνη αυτή δεν την επινόηση ο ΄Ηφαιστος, του είναι έμφυτη, ο ΄Ηφαιστος είναι η τέχνη, όπως ο ΄Αρης είναι ο πόλεμος κι η Αθηνά είναι η σοφία.
Ο άνθρωπος είναι το όν, του οποίου ουδέν δεινότερον πέλει, κι αυτό γιατί τίποτε απ’ όσα κάνει – και που περιγράφονται, ενδεικτικά και αποσπασματικά κατ’ ανάγκην, στους στίχους 334-351 – δεν μπορεί να αποδοθεί σ’έναν «φυσικό» προικισμό του. Το τι εστιν του ανθρώπου, που εκφράζεται και αναπτύσσεται με τα διάφορα κατηγορήματά του, είναι έργο του ίδιου του ανθρώπου. Σε φιλοσοφική ορολογία: ο άνθρωπος θέτει τον εαυτό του ως άνθρωπο, η ουσία του ανθρώπου είναι αυτοδημιουργία, κι αυτή η φράση νοείται με τις δύο έννοιες: ο άνθρωπος δημιουργεί τον εαυτό του ως δημιουργό, μέσα σ’ έναν κύκλο, του οποίου η φαινομενική λογική φαυλότητα αποκαλύπτει το οντολογικά πρωταρχικό.
Το ότι αυτή είναι η σύλληψη του Σοφοκλέους γίνεται φανερό πέρα από κάθε αμφιβολία με μία λέξη, που – μαζί με το παντοπόρος.άπορος επ’ ουδεν έρχεται το μέλλον και το ουδέν ανθρώπου δεινότερον – είναι ο τρίτος στυλοβάτης αυτού του μέρους του χορικού: εδιδάξατο (354). Η μέση φωνή δηλώνει, όπως ξέρουμε, την επιστροφή της ενέργειας πάνω στο υποκείμενο που ενεργεί. Τον άνθρωπο δεν τον εδίδαξε κανείς ( π.χ. ο Προμηθεύς).εδίδαξε τον εαυτό του. ΄Όταν με διδάσκουν, κάποιος που ήδη κατέχει μία γνώση, μου τη δίνει, μου την προσφέρει, μου τη μεταβιβάζει. ΄Όταν διδάσκομαι ( μέση φωνή), δίνω στον εαυτό μου κάτι που εαυτός μου δεν έχει (αλλοιώς, γιατί να του το δώσω; ) και που έχει ( αλλιώς, ποιος το δίνει;) Ο φαινομενικός παραλογισμός αίρεται άμα καταλάβουμε ότι η αυτοενέργεια του αυτοδιδασκόμενου ανθρώπου δημιουργεί ( φέρνει σε ύπαρξη) και το «περιεχόμενο» και το «υποκείμενό» της, που αλληλοπροσδιορίζονται και αλληλο-υπάρχουν.
Ο τρίτος αυτός στυλοβάτης είναι, ίσως, ο σημαντικότερος, γιατί το εδιδάξατο αυτό αναπροσδιορίζει και ανατοποθετεί όλα όσα ελέχθησαν προηγουμένως: όλα τα έργα και δημιουργήματα του ανθρώπου, που σχετίζονται με συγκεκριμένες τέχνες ( ναυσιπλοϊα, γεωργία, θήρα κ.λπ.). Γιατί όλες αυτές οι τέχνες προϋποθέτουν αποφασιστικά αυτά που ο άνθρωπος εδιδάξατο:
Και φθέγμα και ανεμόεν
φρόνημα και αστυνόμους
οργάς εδιδάξατο…
Ο Αριστοτέλης, έναν αιώνα μετά, θα καθορίζει τον άνθρωπο ως ζώον λόγον έχον και ζώον πολιτικόν. Τολμώ να πω ότι ο ποιητής εδώ είναι βαθύτερος, διότι ριζικότερος, απ’ τον βαθύτατο φιλόσοφο. Ο άνθρωπος δεν «έχει» τον λόγο ως «φυσική» ιδιότητα ή προίκιση – ούτε η πολιτικότητά του του είναι απλώς δοσμένη και δεδομένη. Ο άνθρωπος εδίδαξε τον εαυτό του – εδημιούργησε- τη γλώσσα ( φθέγμα ), τη σκέψη ( φρόνημα ) και τις αστυνόμους οργάς, που ο Χάϊντεγκερ μεταφράζει, καθαρά ναζιστικά πλέον, den Mut der Herrschaft uber die Stadte, το πάθος της κυριαρχίας πάνω στις πόλεις. Μετάφραση επιπλέον άφρων.για να υπάρχει κυριαρχία πάνω στις πόλεις, πρέπει πρώτα να υπάρχουν πόλεις. Ο Σοφοκλής δεν μιλάει για κυριαρχία πάνω σε δήθεν υπάρχουσες πόλεις, τοποθετείται στη «στιγμή» ( στο οντολογικό στρώμα) όταν ο άνθρωπος δημιουργεί τη γλώσσα και τη σκέψη – και τις αστυνόμους οργάς, τα πάθη, τις διαθέσεις, τις ορμές που δίνουν νόμους στα άστεα – που θεσμίζουν τις πόλεις. Τα θεσμίζοντα πάθη είναι ίσως η καλύτερη απόδοση της εκπληκτικής – σκεφτόμαστε συνήθως τον νόμο και τον θεσμό ως τα απολύτως αντίθετα με τις οργές, με τα πάθη – και βαθιά αληθινής – στη ρίζα του πρωταρχικού θεσμού υπάρχει μία προ-λογική «βούληση» και πρόθεση, και οι θεσμοί δεν μπορούν να διατηρηθούν χωρίς πάθος – ιδέας του Σοφοκλέους.
Η δεινότητα του ανθρώπου συνοψίζεται με τη φράση που κλείνει αυτό το μέρος του στασίμου:
Παντοπόρος.άπορος
επ’ουδεν έρχεται
το μέλλον…..
που για τον ΄Ελληνα αναγνώστη δεν χρειάζεται μετάφραση και σχετικά με την οποία θα σημειώσω μόνο ξανά το παντοπόρος, που παραπέμπει όχι μόνο στην πολυμηχανία αλλά και στην καθολικότητα της ανθρώπινης αυτοδημιουργίας.
Της δεινότητας αυτής ο ποιητής γνωρίζει ένα και μόνον ένα απόλυτο όριο, τον θάνατο:
…΄Αιδα μόνον
φεύξιν ουκ επάξεται.
Ο ΄Αδης ο τελειωτικός – σύμφωνα με την προκλασική και κλασική ελληνική αντίληψη ως το τέλος του του 5ου αιώνα, που δεν καταδέχεται να αυτοπαρηγορηθεί με αθανασίες και φρούδες ελπίδες για μετά θάνατον ζωή – έρχεται εδώ μόνο σαν υπόμνηση της έσχατης αλήθειας, αλλά και για να υπογραμμίσει τη δεινότητα του όντος αυτού, που γνωρίζοντας τη θνητότητά του, δεν παύει εντούτοις να χωρεί, να αποτρύεται, να άγει, να κρατεί και να διδάσκεται.
Το δεύτερο όριο, το εσωτερικό, αν μπορώ να πω, και εγγενές στον άνθρωπο, είναι η διφυϊα του, που τον κάνει να βαδίζει άλλοτε προς το κακόν κι άλλοτε προς το εσθλόν. ΄Οριο, γιατί ο Σοφοκλής – όπως και Θουκυδίδης είκοσι ή τριάντα χρόνια αργότερα -, ενώ περιγράφει μία τιτανική διαδικασία δημιουργίας και πρόσκτησης δύναμης και δυνάμεων του ανθρώπου, δεν βλέπει, δικαιότατα, καμία «ηθική πρόοδο» να επιτελείται μέσω αυτής της διαδικασίας. Το κακόν και το εσθλόν πάντα συνόδευαν και θα συνοδεύουν τον άνθρωπο, πάντα θα είναι οι δύο πόλοι που εναλλασσόμενοι κατευθύνουν τα βήματά του. Ο αναγνώστης του 20ου αιώνα θα επικυρώσει χωρίς δυσκολία την αντίληψη του ποιητή με την εμπειρία είκοσι πέντε αιώνων μεγαλουργημάτων και τερατωδών κακουργημάτων, τα χειρότερα απ’ τα οποία έγιναν με την επίκληση του εσθλού και της εγκόσμιας ή εξωκοσμικής σωτηρίας του ανθρώπου.
Την διφυϊα όμως αυτήν ο ποιητής δεν τη βλέπει μοιρολατρικά. Γνωρίζει ότι ο άνθρωπος μπορεί να γίνει υψίπολις και να κατορθώνει να συνυφαίνει τους νόμους χθονός με την θεών ένορκον δίκαν. Η δίκη αυτή εμφανίζεται, έτσι, σαν ένα τρίτο, σχετικό, όριο της ανθρώπινης πράξης/ποίησης. Ο άνθρωπος διδάσκεται τους νόμους του, τους θέτει και τους θεσμίζει. Πλάϊ όμως σ’ αυτούς τους νόμους υπάρχει η δίκη των θεών, που δεν φτάνει κατά κανέναν τρόπο – αλλοιώς δεν θα χρειάζονταν και δεν θα υπήρχαν καν νόμοι χθονός – αλλά και που δεν μπορεί να παραγνωρισθεί.
Στην Αντιγόνη η δίκη των θεών έχει ένα συγκεκριμένο περιεχόμενο, αφορά τα καθιερωμένα έθιμα ταφής. ΄Ηδη στην Αντιγόνη όμως κι αυτή η δίκη συναντά τα όριά της. Λατρεία θεών χωρίς πόλη, χωρίς έννομη ανθρώπινη κοινότητα, δεν είναι νοητή. Πόλη που να μην προστατεύει τον εαυτό της από την προδοσία, τη συνεργασία με τους εχθρούς, με μόνο κίνητρο τη δίψα της προσωπικής εξουσίας ( Πολυνείκης) επίσης δεν είναι νοητή. Η μη κύρωση της διαγωγής του Πολυνείκους θα καθιστούσε , στις οριακές της συνέπειες, αδύνατη τη λατρεία των θεών. Η κύρωσή της με τον τρόπο που αποφάσισε ο Κρέων – την απαγόρευση ταφής – προσβάλλει επίσης τους θεούς. Η δίκη των θεών δεν είναι μονοσήμαντη – κι αυτό το γνωρίζουμε άφθονα κι απ’ τον ΄Ομηρο κι από πολλές τραγωδίες. Οι ίδιοι οι θεοί είναι σε πόλεμο μεταξύ τους.οι ίδιοι δεν έχουν νόμους, οι σχέσεις τους ρυθμίζονται από τη δύναμη, όχι από τον νόμο. Ο Ορέστης του Αισχύλου είναι ένα απ’ τα τόσα θύματα της διαμάχης των θεών. Οι επιταγές των θεών είναι σκοτεινές και πολυσήμαντες και μπορούν να οδηγήσουν στην καταστροφή – όπως πράγματι οδηγούν στην καταστροφή την Αντιγόνη.
Το πώς σκέπτεται τους θεούς ο Σοφοκλής δεν το ξέρουμε, κι είναι πολύ δύσκολο να το συμπεράνουμε. Ξέρουμε ότι ανήκε στον κύκλο του Περικλέους – όπως και ο Πρωταγόρας ( Περί μεν θεών ουκ έχω ειδέναι, ούθ’ ως εισίν ούθ’ ως ουκ εισίν ούθ’ οποίοι τινές ιδέαν , Diels-Kranz, B, 4). Τούτο τουλάχιστον μας επιτρέπει η Αντιγόνη να πούμε αδίστακτα: όπως η δίκη των θεών αρκεί, το ίδιο δεν αρκούν οι νόμοι χθονός. Υπακούοντας σ’ αυτούς ο άθνρωπος πρέπει να ξέρει ότι δεν καθορίζουν αποκλειστικά το θεμιτό, ούτε εξαντλούν το απαγορευμένο. Κάποιο άλλο στοιχείο, πλάϊ στον εκάστοτε θεσμισμένο – θετικό και, όπως και να ‘ ναι, χωροχρονικά τοπικό, άρα σχετικό – νόμο, πρέπει να υπάρχει, που, χωρίς να τον αναιρεί ή να τον υπαγορεύει, χρειάζεται να συνυφανθεί μαζί του. Αυτό το στοιχείο ο ποιητής, με τη γλώσσα κα τις παραστάσεις της πόλης του και της εποχής του, το ονομάζει θεών ένορκον δίκαν.
Τελειώνοντας, άς συνοψίσουμε συγκριτικά την ανθρωπολογία των δύο ποιητών. Το κοινό τους σημείο είναι, φυσικά, η καθοριστική σημασία της σκέψης και της τέχνης. Πέρα απ’ αυτό, οι διαφορές είναι τεράστιες. Ο Αισχύλος μιλάει διεξοδικά για τη μαντική, ο Σοφοκλής δεν ενδιαφέρεται γι αυτήν. Ο Αισχύλος δεν αναφέρει καθόλου την ίδρυση και τη θέσμιση της πολιτικής κοινωνίας, ο Σοφοκλής οδηγεί όλο το χορικό προς τις αστυνόμους οργάς, τον υψίπολιν και τον άπολιν.
Ο Αισχύλος ξεκινάει από μία ονειρική, εφιαλτική προ-ανθρώπινη κατάσταση και παρουσιάζει τη διάβαση προς την ανθρώπινη κατάσταση ως δώρο, απόφαση και πράξη ενός υπεράνθρωπου όντος. Τίποτε το ανάλογο στον Σοφοκλή, για τον οποίο δεν υπάρχει προ-ανθρώπινη κατάσταση του ανθρώπου, αλλά, απ’ τη στιγμή που υπάρχει άνθρωπος, ορίζεται με τη δημιουργική και αυτοδημιουργική του πράξη/ποίηση, με την αυτοδιδαχή του. Τον άνθρωπο του Αισχύλου ο Προμηθέας τον εδίδαξε ότι είναι θνητός, αντισταθμίζοντας ταυτοχρόνως το αβάστακτο βάρος αυτής της γνώσης με τυφλές ελπίδες. Ο άνθρωπος του Σοφοκλή ξέρει ότι είναι θνητός κι ότι ο βασικός αυτός καθορισμός του είναι ανυπέρβλητος. Φυσικά, μέσα στο θέμα και το πλαίσιο του Προμηθέως δεν υπάρχει λόγος, τρόπος και τόπος να αναφερθούν τα προβλήματα που αντιμετωπίζει ο άνθρωπος. Αυτά τα προβλήματα ο Σοφοκλής τα συλλαμβάνει κατά ριζικό τρόπο, ως ομοούσια με τη διφυϊα του ανθρώπου, την έμφυτη ύβρη του ( τόλμας χάριν ) και την τάση του να φρονεί μόνος.
Μέσα σ’ ένα τέταρτο αιώνος η ελληνική αυτογνωσία περνάει απ’ την ιδέα μιας θεϊκής ανθρωπογονίας στην ιδέα της αυτοδημουργίας του ανθρώπου. Το στάσιμο της Αντιγόνης, και ο ομοούσιός της και ανυπέρβλητος Επιτάφιος του Θουκυδίδη, που θα ακολουθήσει σε δώδεκα χρόνια, δίνουν σ’ αυτή την αυτογνωσία τις λαμπρότερες μορφές της.
Παρίσι, Απρίλιος-Ιούνιος 1988
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου