EXILES LETTER
From the Chinese of Rihaku ( Li Po ), usually
considered as the
greatest poet of China: written by him while in exile
about
760 A.D., to the Hereditary War – Councillor of Sho, “
recollecting former companionship”.
TO So-Kiu of Rakuyo, ancient friend, Chancellor Gen.
Now I remember that you built me a special tavern By
the south
side of the bridge at Ten-shin.
With yellow gold and white jewels, we paid for songs
and laughter
And we were drunk for month on month, forgetting the
kings and
princes.
Intelligent men came drifting in from the sea and from
the west
border, And with them, and with you especially There
was nothing
at cross purpose, And they made nothing of
sea-crossing or of
mountain-crossing, If only they could be of that
fellowship, And
we all spoke out our hearts and minds, and without
regret.
And then I was sent off to South Wai, smothered in
laurel groves,
And you to the north of Raku-hoku, Till we had nothing
but
thoughts and memories in common.
And then, when separation had come to its worst, We
met, and
travelled into Sen-jo, Through all the thirty-six
folds of the turning
and twisting waters, Into a valley of the thousand
bright flowers,
That was the first valley; And into ten thousand
valleys full of
voices and pine-winds.
And with silver harness and reins of gold,
prostrating themselves on the ground,
Out came the
East of Kan foreman and his company.
And there came also the “True man” of Shi-yo to meet
me, Playing
on a jewelled mouth-organ.
In the storied houses of San-ka they gave us more
Sennin music,
Many instruments, like the sound of young phoenix
broods.
The foreman of Kan-chu, drunk, danced because his long
sleeves
wouldn’t keep still With that music playing, And I,
wrapped in
brocade, went to sleep with my head on his lap, And my
spirit so
high it was all over the heavens, And before the end
of the day we
were scattered like stars, or rain.
I had to be off to So, far away over the waters, You
back to your
river-bridge.
And your father, who was brave as a leopard, With
governor in
Hei Shu, and put down the barbarian rabble.
And one May he had you send for me, despite the long
distance.3
And what with broken wheels and so on, I won’t say it
wasn’t hard
going, Over roads twisted like sheep’s guts.
And I was still going, late in the year, in the
cutting wind from the
North, And thinking how little you cared for the cost,
and you
caring enough to pay it.
And what a reception: Red jade cups, food well set on
a blue
jewelled table, And I was drunk, and had no thought of
returning.
And you would walk out with me to the western corner
of the
castle, To the dynastic temple, with water about it
clear as blue
jade, With boats floating, and the sound of
mouth-organs and
drums, With ripples like dragon-scales, going grass
green on the
water, Pleasure lasting, with courtezans, going and
coming
without hindrance, With the willow flakes falling like
snow, And
the vermilioned girls getting drunk about sunset, And
the water, a
hundred feet deep, reflecting green eyebrows -Eyebrows
painted
green are a fine sight in young moonlight, Gracefully
painted And
the girls singing back at each other, Dancing in
transparent
brocade, Ant the wind lifting the song, and
interrupting it, Tossing
it up under the clouds.
And all this comes to an end.
And is not again to be met with.
I went up to the court for examination, Tried Yo Yu’s
luck, offered
the Choyo song, And got no promotion, and went back to
the East
Mountains White-headed.
And once again, later, we met at the South bridgehead.
And then the crowd broke up, you went north to San
palace, And
if you ask how I regret that parting: It is like the
flowers falling at
Spring’s end Confused, whirled in a tangle.
What is the use of talking, and there is no end of
talking, There is
no end of things in the heart.
I call in the boy, Have him sit on his knees here To
seal this, And
send it a thousand miles, thinking.
THE END
(Translated by Ezra Pound from the notes of
the late Ernest Fenollosa, and the decipherings of the Professors Mori and
Araga.)
|
|
Γράμμα της εξορίας
Από τα
κινέζικα του Ριχάκου, ( Λι Πο ), που θεωρείται ο μέγιστος ποιητής της Κίνας:
γραμμένο απ΄αυτόν στην εξορία γύρω στο 760 μ.χ., για τον Κληρονομικό
πρωθυπουργό Πολέμου του Σιο, « ενθυμούμενος τη παλιά συντροφικότητα»
SO-KIN του Rakuho, παλιε μου φίλε,
Τώρα θυμάμαι
που έκτισες για μένα ταβέρνα διαλεχτή
στη Νότια
πλευρά της γέφυρας στην Ten-shin.
Με κίτρινο
χρυσάφι και λευκά κοσμήματα, πληρώναμε
για γέλιο και τραγούδια .
Κι ήμασταν
μεθυσμένοι μήνα με το μήνα, ξεχνώντας βασιλιάδες , πρίγκιπες .
Άνδρες ανώτεροι
ήρθαν φερμένοι από το κύμα κι απ τα δυτικά σύνορα,
Και μαζί
τους, και μαζί με σένα ειδικά
δεν είχαμε
διχόνοια καμμία
Και δεν ήρθανε, γιατ ΄ήθελαν να διασχίσουνε τη θάλασσα ή
ν ΄ ανεβούνε
τα βουνά,
Μόνο για την
αγάπη της συντροφιάς και τίποτ ΄ άλλο.
Κι όλοι μιλούσαμε έξω απ΄την καρδιά και το μυαλό , και
τύψεις δεν είχαμε γι αυτό.
Κι ύστερα μ
΄ έστειλαν στο Νότιο Wai, πνιγμένο στις φυτείες από δάφνες
Κ ΄ εσύ στο
βορρά του Raku-hoku,
Μέχρι που
τίποτα δεν είχαμ΄ άλλο εκτός από τις
σκέψεις και τις μνήμες τις κοινές.
Και τότε,
όταν ο χωρισμός έφτασε στο χειρότερο σημείο,
Συναντηθήκαμε,
και ταξιδέψαμε μέσα στο Sen-jo,
Ανάμεσα σ
΄ όλες τις τριάντα – έξη δίπλες των
νερών που γύριζαν και στριφογύριζαν ΄
Μέσα σε μια
κοιλάδα από χίλια λαμπερά λουλούδια,
΄Ηταν η
πρώτη κοιλάδα εκείνη ΄
Και μέσα σε
δέκα χιλιάδες κοιλάδες γεμάτες φωνές και ανέμους των πεύκων.
Και με
ασημένια χάμουρα και χρυσά γκέμια,
Σκύβοντας
βαθειά το κεφάλι στη γη με υπόκλιση
Βγήκαν
μπροστά μας ο επιστάτης ανατολικά της Kan κι η συντροφιά του.
Και ήρθε επίσης
ο « Αληθινός άνθρωπος» του Shi-yo να με
συναντήσει,
Παίζοντας σε
πλουμιστό ακριβό αυλό.
Στα ξακουστά
σπίτια του San-ka μας πρόσφεραν κι άλλη μουσική των Sennin,
Με όργανα πολλά , όπως τον ήχο που κάνει το
σμάρι των πουλιών οι φοίνικες.
Ο επιστάτης
του Kan-chu, μέθυσε και χόρεψε αφού τα μακρυά μανίκια του δεν έμεναν
σε μια θέση,
μ ΄ αυτή τη
μουσική που έπαιζε,
Κι εγώ τυλιγμένος
το μπροκάρ, πήγα να κοιμηθώ με το κεφάλι
μου γερμένο στην ποδιά του,
Και τη ψυχή
μου να πετά ψηλά μέχρι τα ουράνια,
Και πριν το
τέλος της ημέρας σκορπιστήκαμε σαν τ ΄ άστρα ή σαν βροχή.
΄Επρεπε να
φύγω για το So, πολύ μακριά πάνω απ ΄ τα νερά,
Εσύ πίσω στη
γέφυρα του ποταμού.
Κι ο
πατέρας σου, που ήταν τολμηρός σαν λεόπαρδος
,
Με τον
κυβερνήτη στο Hei Shu, να πολεμά το
βάρβαρο το πλήθος.
Και ένα Μάη
σ ΄ έστειλε για να με πάρεις,
κι ας ήταν
τόσο μακριά.
Σπασμένοι τροχοί
της άμαξας, δεν θάλεγα πως ήταν εύκολο
ταξίδι,
πάνω σε
δρόμους που έστριβαν σαν έντερο προβάτου.
Κι έτσι
πηγαίναμε, τέλος του χρόνου,
μέσα στον
παγωμένο άνεμο απ ΄ τον Βορρά,
να σκέφτομαι
το κόστος πόσο λίγο σ ΄ ένοιαζε ,
και να πληρώνεις με φροντίδα περισσή.
Και τι υποδοχή:
Φλυντζάνια από
νεφρίτη κόκκινα, εδέσματα επάνω σε γαλάζιο στολισμένο με κοσμήματα
τραπέζι΄
Και μέθυσα,
και δεν είχα πια καμμιά σκέψη πίσω να πάω ΄
Και συ
περπάτησες έξω μαζί μου στη δυτική γωνιά του κάστρου,
Στο ναό της δυναστείας,
με νερά γύρω καθάρια σαν γαλάζιος νεφρίτης,
Με βάρκες να
πλέουν, και ήχους από μουσική αυλού και ντραμς,
Με
ρυτιδώσεις του νερού σαν λέπια δράκου που γίνονταν
το πράσινο
των φύλλων ,
Ηδονή που
δεν τελειώνει, με κορτιζάνες που πηγαίνουν
κι έρχονται ανάλαφρα,
Με τις νιφάδες της ιτιάς να πέφτουν σαν χιόνι,
Και γύρω στη δύση τα κορίτσια τα βαμμένα με βερμιγιόν να μεθάνε ,
Και στα νερά
βαθειά εκατό πόδια, ανταύγειες
πράσινων φρυδιών.
Α, τι
ωραίο θέαμα στο φρέσκο σεληνόφως, φρύδια
πράσινα ,
Βαμμένα όμορφα
– και τα κορίτσια να τραγουδάνε πίσω στ
΄ άλλα κορίτσια,
Χορεύοντας
σε διάφανα μπροκάρ,
Κι ο άνεμος ψηλά
σηκώνει
το τραγούδι, το σταματά,
και το πετά κάτω απ ΄ τα σύννεφα.
Κι ΄ ολ ΄ αυτά τελειώνουν,
Κι ούτε που πρόκειται
ξανά να ιδωθούμε.
Πήγα επάνω
στον αυλάρχη, για εξέταση,
Δοκίμασα την
τύχη του Layu, πρόσφερα το τραγούδι του Choyu,
Και προαγωγή δεν πήρα,
Και πήγα
πίσω στ Ανατολικά Βουνά ασπρομάλλης.
Κι ακόμα μια
φορά συναντηθήκαμε, ξανά , στην κορυφή
της Νότιας
Γέφυρας.
Κι ύστερα το πλήθος έσπασε –πήγες βόρεια στο παλάτι του San.
Και αν ρωτάς
πόσο το μετάνοιωσα για κείνο τον χωρισμό;
Είναι σαν τα
λουλούδια που πέφτουνε στο τέλος της
άνοιξης,
ανακατεμένα,
μπλεγμένα στο σωρό.
Τι σημασία
έχει που μιλάμε! Και δεν τελειώνουνε τα λόγια-
Δεν έχουν
τέλος της καρδιάς τα πράγματα
Φωνάζω το
παιδί μέσα,
Το βάζω να καθήσει στα γόνατα κι αφού το
σφραγίσει ,
Το στέλνω
χιλιάδες μίλια μακρυά κι αναθυμούμαι.
Μετάφραση από τ΄αγγλικά ( Εσρα Πάουντ ), Νεοκλής Κυριάκου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου