Lo steddazzu
Luomo solo si leva che il mare e ancor buio
e le stelle vacillano. Un tepore di fiato
sale su dalla riva, dov'è il letto del mare,
e addolcisce il respiro. Quest'è l'ora in cui nulla
può accadere. Perfino la pipa tra i denti
pende spenta. Notturno è il sommesso sciacquio.
L'uomo solo ha già acceso un gran fuoco di rami
e lo guarda arrossare il terreno. Anche il mare
tra non molto sarà come il fuoco, avvampante.
Non c'è cosa più amara che l'alba di un giorno
in cui nulla accadrà. Non c'è cosa più amara
che l'inutilità. Pende stanca nel cielo
una stella verdognola, sorpresa dall'alba.
Vede il mare ancor buio e la macchia di fuoco
a cui l'uomo, per fare qualcosa, si scalda;
vede, e cade dal sonno tra le fosche montagne
dov'è un letto di neve. La lentezza dell'ora
e spietata, per chi non aspetta più nulla.
Val la pena che il sole si levi dal mare
e la lunga giornata cominci? Domani
tornerà l'alba tiepida con la diafana luce
e sarà come ieri e mai nulla accadrà.
L'uomo solo vorrebbe soltanto dormire.
Quando l'ultima stella si spegne nel cielo,
l'uomo adagio prepara la pipa e l'accende.
Ένα ποίημα του Cesare Pavese γραμμένο στη εξορία ( ποινή που του επεβλήθη απ΄το φασιστικό καθεστώς για τις ιδέες του), το χειμώνα του 1935 στο Brancaleone της Καλάβριας πρώην ελληνικής αποικίας, όπου το Ιόνιο δεν διέφερε και πολύ για τον ποιητή από τες άλλες ιταλικές θάλασσες όπως γράφει σ ΄ ένα γράμμα του.
ΕΣΠΕΡΟΣ
Ο μοναχός ο άνθρωπος στέκεται μπροστά στη σκοτεινή
ακόμα θάλασσα καθώς τ ΄ αστέρια τρεμοσβήνουν.
Ένα χλιαρό φύσημα ανεβαίνει απ ΄ τ ΄ ακρογιάλι
οπού ναι ο βυθός της θάλασσας, και γλυκαίνει την
αναπνοή. Αυτή ΄ ναι η ώρα που τίποτα δεν πρόκειται
να συμβεί. Ακόμα κι η πίπα κρέμεται απ ΄ τα δόντια του σβησμένη.
Νυχτερινό είναι το σιγαλό φλοίσβισμα των κυμάτων
Ο μοναχός ο άνθρωπος ήδη άναψε φωτιά με τα κλαδιά
κυττάζει καθώς το χώμα γίνεται κόκκινο.
Σε λίγο κι η θάλασσα σαν τη φωτιά, θ ΄ ανάψει.
Δεν υπάρχει τίποτα πιο πικρό απ ΄ την αυγή μιας μέρας
που τίποτα δεν θα συμβεί. Δεν υπάρχει τίποτα πιο πικρό
από την εγκατάλειψη. Κρέμεται κουρασμένο απ ΄ τον ουρανό
ένα πράσινο αστέρι, ξαφνιασμένο απ ΄ την αυγή.
Κοιτάζει τη θάλασσα ακόμα σκοτεινή και το σημάδι της φωτιάς
που ο άνθρωπος για να κάνει κάτι, ζεσταίνεται.
Βλέπει, και πέφτει απ ΄ τον ύπνο ανάμεσα στα σκοτεινά βουνά
όπου ναι ένα κρεβάτι από χιόνι. Αλύπητα αργή η ώρα
για όποιον δεν έχει τίποτα να κάνει. Αξίζει άραγε να βγαίνει
ο ήλιος απ ΄ τη θάλασσα και μια μεγάλη μέρα να ξεκινά ;
Ο μοναχός ο άνθρωπος να κοιμηθεί μονάχα θέλει .
Όταν το τελευταίο αστέρι, σβήνει στον ουρανό
ο άνθρωπος σιγά -σιγά βάζει καπνό στην πίπα και την ανάβει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου