Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΕΝΟΣ ΠΑΙΔΙΟΥ
«Κόντευαν
Χριστούγεννα, τέσσερις μήνες από τότε που ήρθαν τα τανκς κι έζωσαν το χωριό.
Έμεινε ο στρατός και περιπολούσαν στους δρόμους, νωρίς το απόγευμα
κλειδωνόμασταν στα σπίτια. Δεν μπορούσες να πας πουθενά κι ήμασταν με την ψυχή
στο στόμα, ο φόβος μην έρθουν και πάρουν τα κορίτσια. Έτσι ζούσαμε, χωρίς να
ξέρουμε πώς θα ξημέρωνε η άλλη μέρα».
Η φωνή της έχει έναν πένθιμο
τόνο, αφηγείται περιστατικά που τη βασανίζουν χρόνια τώρα. Έρχονται στον ύπνο
της εφιάλτες όσα πέρασε και ζει σε μιαν άχρονη πραγματικότητα, χωρίς αρχή και
τέλος. Στο πρόσωπο οι ρυτίδες, σαν χαραγμένες απ’ αδέξιο χέρι, περιβάλλουν τα
δυο της μάτια. Ακούγονται έξω στην αυλή τα πουλιά, περιστέρια βολτάρουν γύρω
απ’ το παλαιικό σπίτι με τις καμάρες και δυο μπαίνουν στον ηλιακό.
«Ντύναμε
τις κόρες μ’ αντρικά ρούχα κι όταν πηγαίναμε στον καφενέ να πάρουμε τα τρόφιμα
που μας έφερνε ο Ερυθρός Σταυρός, τις κρύβαμε στο πατάρι. Και μας κοιτούσαν οι
στρατιώτες καχύποπτα, τι παίρναμε και τι βάζαμε στα καλάθια και φεύγαμε. Σε
ποιον να πεις αυτό το μαράζι που σου τρώει την ψυχή, σε κάθε σου βήμα να
νιώθεις ένα βάρος ασήκωτο, πότε να φτάσεις σπίτι και να βρεις τα παιδιά εκεί
που τα ‘κρυψες κι αυτά να μην τολμούν να βγάλουν άχνα. Τι ζωή κι αυτή, να ‘σαι
ξένη στον τόπο σου, με ξένους στρατιώτες να κάνουν κουμάντο.
»Να μην ξέρεις τι μιλούν, γιατί θυμώνουν και σε βρίζουν. Να μην έχεις
νέα για τους δικούς σου, πώς έγιναν όλ’ αυτά και μας βρήκε η συμφορά, να μην
κλείνεις μάτι όλο το βράδυ.
»Αυτήν τη σκλαβιά μέσα μας, στον τόπο μας, πώς να την αντέξεις χωρίς
πληρωμή, που σε σακατεύει μέρα τη μέρα σαν γάγγραινα».
Είναι ένας μονόλογος κοφτός, τα
λόγια βγαίνουν από μόνα τους, η ανάγκη να μιλήσεις με λέξεις, όσες αρκούν να
δώσουν το ελάχιστο απ’ το μεδούλι της ψυχής. Η κυρία Μαρούλλα αεικίνητη ψήνει
καφέ. Σιάχνει το μαντήλι στο κεφάλι της, μοιράζει τους καφέδες και συνεχίζει
την αφήγηση.
«Φέρανε
απ’ τα βάθη της Τουρκιάς τους έρημους αυτούς ανθρώπους, μπήκαν στα λίγα άδεια
σπίτια και ρήμαξαν τα έπιπλα κι ό,τι άλλο βρήκαν. Τους έδωσαν γη κι αγελάδες,
και τα παιδάκια τους τρέχουν ξυπόλυτα και νηστικά. Καμιά φορά τους δίνουμε να
φάνε, είναι κρίμα να τ’ αφήσεις σ’ αυτή την άδικη κατάρα. Θα κλείσουν και το
Γυμνάσιο όπου να ‘ναι για να πάρουμε σιγά σιγά των ομματιών μας όλοι και να
φύγουμε απ’ το χωριό».
Έχουν βουρκώσει τα μάτια της,
μαζεύει τα φλιτζανάκια του καφέ. Είναι ώρα να φεύγουμε. Ένα αυτοκίνητο
σταματάει στον δρόμο, ακούγονται βήματα έξω και δυο ένστολοι κάνουν την
εμφάνισή τους, ο ένας με σπασμένα ελληνικά μάς χαιρετάει: «Είμαστε καθήκον, πώς
περνάτε;» Δεν κάθονται, φεύγουν. Αυτό μόνο, σαν να σου λένε είμαστε εδώ.
«Έτσι
έρχονται να δουν, όταν έχουμε ξένους» – λέει
ο κύριος Συνέσης, ο άντρας της.
«Τις προάλλες είχαν βάλει δυο έποικοι την ελληνική σημαία στο Δημοτικό Σχολείο
κι έγινε του χαμού. Μας μάζεψαν καμιά εικοσαριά άτομα και τρεις μέρες μάς
παίδευαν στο κρατητήριο. Ήταν ένας αξιωματικός του στρατού, μας καλόπιανε ποιος
το ‘κανε, να μαρτυρήσουμε και να τελειώσουν τα βάσανά μας.
»Ώσπου ο Ορχάν, απ’ το Μπιτλίς της Ανατολίας, μας λυπήθηκε. Ήξερε ποιοι
το ‘καναν, πήγε και τους είπε πως είναι κρίμα τέτοια αδικία. Δεν τη δέχεται ο
Αλλάχ, και μαρτύρησε ποιοι ήταν οι αίτιοι. Είχαν βρει τη σημαία σ’ ένα σπίτι,
μόλις πριν λίγες μέρες είχε πεθάνει ο κύριος Ιωσήφ κι έκαναν πλιάτσικο στα
πράγματά του. Ο Ορχάν είναι ήσυχος άνθρωπος, έχει μάθει και λίγα ελληνικά,
καμιά φορά μας λέει “τόπος σας εν’ όμορφο”».
Η στυφή γεύση της Ιστορίας.
Σταυρώνεις τα χέρια, μια ακινησία στη σκέψη, στο σώμα, σαν να περνάει μέσα στο
πούσι ένα παιδί. Και με σπασμένη φυσαρμόνικα παίζει το εμβατήριο της θλίψης,
καθώς διασχίζει τον δρόμο με το πέτρινο σπίτι και τα περιστέρια στο γείσο. Μέσα
στην ομίχλη διαγράφεται αυτό το πέτρινο σπίτι με τα παράθυρα χωρίς πλαίσιο, σ’
έναν θρυμματισμένο κόσμο, κοιτώντας το μετέωρο βήμα της Ιστορίας σε μια πατρίδα
ανάπηρη στις γάζες.
«Είναι
δύσκολο να ζεις έτσι» –συνεχίζει η κυρία
Μαρούλλα– «να πνίγεσαι στη μοναξιά και να μην ορίζεις τίποτε. Στον ύπνο σου
να φτερουγίζουν νυχτερίδες σε μια κατάξερη γη και στη μνήμη σου μια ξηρασία πια
λαξεμένη.
»Τον Σεπτέμβριο έφυγε το παιδί μου ο Γιάννης. Έκλαιγε, πονούσε το
στομάχι του.
»“Μάνα”, όλο φώναζε και μου ‘δειχνε το σημείο όπου πονούσε.
»Ήταν τρεις το πρωί, του ‘λεγα να κάνει υπομονή, ήταν δεν ήταν τεσσάρων
χρόνων. Δεν σταματούσε το κλάμα. Ήρθε κι ο Συνέσης, και με το παιδί ανεβήκαμε
στο τρακτέρ και πήγαμε στην πλατεία όπου βρισκόταν το τουρκικό φυλάκιο. Ήταν
ένας στρατιώτης, κράνος, εξάρτυση και εφ’ όπλου λόγχη. Άρχισε να φωνάζει, δεν
καταλαβαίναμε γρυ, το παιδί έκλαιγε, έσφιγγε την κοιλιά του με το ‘να χέρι κι
όλο έκλαιγε το καημένο. Ύστερα ήρθε κάποιος ανώτερος, μιλούσε λίγα ελληνικά και
μας είπε να φύγουμε, τέτοιαν ώρα απαγορεύεται. Του ‘πα, το παιδί μου πεθαίνει,
κι άρχισε να φωνάζει. Βγήκαν κι άλλοι έξω, μας ‘σπρώχναν να φύγουμε.
»Ανεβήκαμε στο τρακτέρ, ο Γιάννης μου έκλαιγε. Φτάσαμε στο σπίτι, ήθελα
να πεθάνω, το παιδί δεν μπορούσε απ’ τους πόνους κι όλο μου ‘δειχνε το ίδιο
σημείο. Απελπίστηκα. Να ’χε πηγάδι, θα ’πεφτα μέσα, να μη βλέπω και να μην
ακούω.
»Γύρω στις έξι η ώρα πήγαμε ξανά στην πλατεία. Το λεωφορείο για τη
Γιαλούσα ήταν εκεί. Ήρθε ο ανώτερος και μας είπε μόνο εγώ να πάω με το παιδί,
δεν επιτρέπεται κι οι δυο με τον Συνέση.
»Ανέβηκα στο λεωφορείο και περίμενα πώς και πώς να φύγουμε μιαν ώρα
αρχύτερα. Λίγοι οι ντόπιοι, οι περισσότεροι ήσαν Τούρκοι στρατιώτες. Το παιδί
δεν έκλαιγε πια, είχε πάρει ένα κίτρινο χρώμα στο πρόσωπο κι όλο έλεγα μέσα
μου, δεν θα τον προλάβω τον Γιάννη μου. Μόλις ξεκίνησε το λεωφορείο ήταν γύρω
στις εφτά κι είχα τέτοια αγωνία για το παιδί που δεν μπορούσα ν’ αναπνεύσω.
Μόλις περάσαμε τις καπναποθήκες, εκεί που είναι τώρα το νεκροταφείο των
εποίκων, όπως κρατούσα το παιδί στην αγκαλιά μου, άνοιξε μια στιγμή τα ματάκια
του κι ύστερα έφυγε για πάντα ο Γιάννης μου, κι έβαλα τα κλάματα. Το λεωφορείο
πήγε πίσω στο χωριό… Το πήραν το παιδί απ’ τα χέρια μου…»
Την
άλλη μέρα πήγα στο Γραφείο Τύπου και ζήτησα εφημερίδες της εποχής. Καμιά
αναφορά στο επεισόδιο με τη σημαία, ούτε στον θάνατο του παιδιού, του μικρού
Γιαννάκη, μόλις τεσσάρων ετών, που είναι θαμμένος στο κοιμητήριο Ριζοκαρπάσου.
Ούτε στις ανακοινώσεις του Ερυθρού Σταυρού και των Ηνωμένων Εθνών.
Στο γραφείο του φίλου μου ήπιαμε καφέ, είδα τις εφημερίδες. Όλοι αυτοί
που έγιναν μεγάλοι και τρανοί παρελαύνουν στις κύριες ειδήσεις.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου