Πήγε κι αγόρασε μύλο
Για έναν που
δεν φορούσε παρωπίδες, που δεν έτρωγε απ΄τα δημόσια ταμεία, που δεν ανήκε σε
κομματικές στάνες και γουμάδες, ( όπως λέει κι ο Περδίκης ), για έναν που
κατείχε δυο πράματα, και είχε το γνώθι σ΄αυτόν, έστω κι αν δεν ήξερε πολλά
γράμματα, δεν εκπλήσσεται που τα πράματα
ήρθαν έτσι κι αναποδογυρίστηκε το καράβι και πήγε στον πάτο αύτανδρο. Αυτός ο
άνθρωπος, ο κυρ Αντώνης ο ασιδέρωτος, (
έτσι τον φωνάζανε στο χωριό), πήγε κάποτε να χάσει τον ύπνο του με όσα
γινόντουσαν γύρω του, έβλεπε εφιάλτες αλλά φοβότανε να βγει μέσα στη νύχτα,
μέσα στο καταχείμωνο να φωνάζει, γιατί οι άλλοι οι μασκαράδες οι « νούσιμοι» θα
τον κλείνανε μέσα για να μην τρομάζει τους
φιλήσυχους πολίτες. ΄Ετρεχε τα βράδυα να προλάβει το λεωφορείο, τάχε κόψει όλα
από καιρό διαισθανόμενος την κρίση, μέχρι και πρόβατο πήγε ν΄αγοράσει να το
κάνει κατοικίδιο τον μυρίστηκε η γυναίκα του και του τόκοψε. « Αντώνη, κύτα να
δεις, εγώ στο σπίτι μου ζώα δεν θέλω», ( και να πεις δεν είχανε χώρο, πίσω
απ΄το σπίτι η αυλή τους τραβούσε μέχρι τον απέναντι δρόμο της βιομηχανικής
περιοχής). Γιατί τόκανε, ούτε κι αυτή καταλαβαίνει τώρα, τουλάχιστο θάχανε στην
κρίση λίγο γαλατάκι απαστέριωτο απ΄την
προβατίνα, και δεν θα περίμεναν έξω απ΄το γαλατάδικο για μισό λίτρο γάλα, τόσο
επιτρέπουν τώρα με την αναποδιά για εξοικονόμηση πόρων. Ακούς εκεί, και να σου
λέει πως ο λόγος που γύρισε πίσω σ΄αυτό τον γερημότοπο, ( έκανε στην Ολλανδία
δέκα χρόνια ), ήταν που εκεί στο εξωτερικό το
πουλούσανε το καρπούζι, άκου λέει, με την μοίρα, το κόβανε σε φέτες και
το πουλούσανε, σαν να ήτανε χρυσάφι. ΄Εβαλλε μια σφωτζιελιά ( δέκατα ) του
εαυτού της και έψηνε καφέ στον κατάκοπο Αντώνη
που επέστρεφε πάντοτε αργά αφού προτιμούσε να παίρνει τώρα το λεωφορείο
παρά να ξοδεύεται σε βενζίνες και πράματα περιττά, όπως έλεγε.
Μια μέρα ο
Αντώνης πήγε να τα πει όλα στον παπά – Νικόλα, τον ιερέα της ενορίας, να
εξιλεωθεί, να τα βγάλει από μέσα του, είχε βγάλει το δημοτικό αλλά το μυαλό του
τα ΄πιανε αυτά που γινόντανε γύρω του, δίπλα του, στη γειτονιά, όπου ο καθένας
είχε κι από τρία με τέσσερα αυτοκίνητα στην αυλή του και κυκλοφορούσανε μέρα
νύκτα, σα νάχανε κοντράτο με τους σείχηδες και τους μουλλάες και τους δίνανε βενζίνη μούχτι. Μετά όλα βγήκανε στη φόρα,
έτρωγε κι αυτός ( ο γείτονας ) μίζες και δωροδοκήματα, και λίγο έλειψε να τον
χώσουνε μέσα, κι ο μάστρος του έγινε ύστερα και υπουργός στη νέα κυβέρνηση.
Μιλούσε στον
παπά κι αυτός τον κοίταζε παράξενα, σαν να ΄χε να κάνει με αλλόθρησκο που ήθελε
να βαφτισθεί και ν ΄ αλλάξει θρησκεία. « ΄Ακου τέκνον μου» του κάνει σε λίγο, «
άρον τον κράβατόν σου και περιπάτει, τίποτα δεν έχεις, και μην πεις αυτές τις κουβέντες
παρακάτω», αυτά του είπε ο παχουλός ιερέας κι αυτός σαν να του είχανε ρίξει παγωμένο νερό στο πρόσωπο, σηκώθηκε απότομα
και γύρισε σπίτι αποσβωλομένος. Από τότε δεν μίλησε σε κανένα. Περίμενε, περίμενε,
είδε τα σύννεφα να πυκνώνουν, πάλι δεν μίλησε, πήγε μόνο κι αγόρασε έναν παλιό
μύλο ( χερόμυλο ) που τον είδε σ ΄ ένα παλιατζή, αυτόν που αλέθουνε το
πουργούρι, και άρχισε να δέχεται τη
μοίρα του χωρίς να παραπονιέται ούτε να εξεγείρεται. Η κρίση, η αναμπουμπούλα,
τον βρήκε ν ΄ αλέθει πουργούρι για να φτιάξει την επομένη ωραίο, τραγανιστό με
καμένο φιδέ, πιλάφι, η γυναίκα του η κυρά Φροσύνη .
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου