Δημοφιλείς αναρτήσεις

Προς Αναγνώστη Καλωσόρισμα και μια εξήγηση

Αγαπητέ αναγνώστη, καλώς όρισες στα μέρη μας, μπορείς να ξεκουραστείς λίγο εδώ, δεν έχουμε θέματα που λειτουργούν σαν ενοχλητικές μυίγες, εδώ θα βρεις κάποια κείμενα ποίησης ή πεζά, κείμενα φιλοσοφίας, αρχαίου ελληνικού λόγου, κείμενα γραμμένα στις πιο γνωστές ευρωπαϊκές γλώσσες, (μια καλή μετάφραση εκ μέρους σου θα ήταν ευπρόσδεκτη) που μου έκαναν εντύπωση, αν κι εσύ βρεις κάτι, πολύ ευχαρίστως θα το δημοσιεύσω αν είναι κοντά σ'αυτά που αποτελούν την περιρρέουσα ατμόσφαιρα αυτού του μπλόγκ. Επίσης η Τέχνη αποτελεί κεντρική θέση όσον αφορά στις δημοσιεύσεις αυτού του ιστότοπου, αφού η πρωταρχική μου ενασχόληση από εκεί ξεκινά κι' εκεί καταλήγει. Φανατικά πράγματα μην φέρεις εδώ, δεν είναι αυτός ο τόπος, φτηνές δημαγωγίες επίσης εξαιρούνται, σκέψεις δικές σου, γνήσιες, προβληματισμούς δικούς σου, πολύ ευχαρίστως, ανακύκλωση εκείνου του χαώδους, όπου σεύρω κι όπου μεύρεις, δεν το θέλω. Οι καλές εξηγήσεις κάνουν τους καλούς φίλους. Εύχομαι καλή ανάγνωση.

σημ: κάθε κείμενο μπορεί να αναδημοσιευτεί ελεύθερα φτάνει να αναφέρεται οπωσδήποτε
η πηγή του, δηλ, η ονομασία του μπλόγκ μου.
Σας ευχαριστώ για την κατανόηση!







Κυριακή 3 Μαρτίου 2013

ΛΕΥΚΙΟΣ ΖΑΦΕΙΡΙΟΥ - ΑΦΗΓΗΣΗ ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΥΞΕΝΤΙΟΥ


             

Θυμήθηκα την αφήγηση της κυρίας Βασιλικής  πριν από πολλά χρόνια στο Φικάρδου, ένα χωριό κοντά στο κρησφύγετό του. Εξιστορούσε το γεγονός του θανάτου του Αυξεντίου, ήταν μια αφήγηση μέσα στην αφήγησή της. Είχαμε πάει τότε με έναν φίλο, τον Κώστα Αγγέλη, να δούμε τα διατηρητέα σπίτια λαικής αρχιτεκτονικής. Τη βρήκαμε στο εστιατόριο, πήρε το κλειδί και κατηφορίσαμε σε ένα δρομάκι.
     Το χωριό έχει εγκαταλειφθεί από τους κατοίκους του με τα χρόνια. Ήταν  ένα σπίτι όπως ήσαν τα σπίτια τον δέκατο ένατο αιώνα. Μας ξενάγησε η κυρία Βασιλική. Η ίδια από το χωριό, προτού φύγουν κι οι τελευταίοι κάτοικοι, γνώριζε με κάθε λεπτομέρεια τις έρημες τώρα γειτονιές, τους ανθρώπους που έμεναν στο κάθε σπίτι και τα γενεαλογικά τους δένδρα από πολύ παλιά. Δεν ξέρω πώς μου ήρθε κάποια στιγμή και τη ρώτησα αν θυμάται τη μάχη του Αυξεντίου με τους Εγγλέζους.
     -Ναι, μου κάνει. Πηγαίναμε και δουλεύαμε στο μοναστήρι, στα κτήματα.
      Το πρόσωπό της πήρε μια έκφραση αλλιώτική. Έσκυψε, σαν να προσπαθούσε κάτι να κρύψει.
-Θυμάστε τη μέρα εκείνη; Πήγατε στα κτήματα;
-Όχι, δεν προλάβαμε. Μόλις πλησιάσαμε στην κορυφή τις πλαγιάς, σε μια στροφή στο μονοπάτι που οδηγούσε στο κτήμα του μοναστηριού όπου δουλεύαμε, στρατιώτες πάνοπλοι μας κόψανε τον δρόμο φωνάζοντας στη γλώσσα τους. Με το ’να χέρι κρατούσαν τα όπλα τους και με το άλλο μας έδειχναν να σταματήσουμε. Φοβηθήκαμε. Έκαναν συχνά έρευνες στο χωριό μας αλλά πρώτη φορά είχαν αγριέψει τόσο πολύ…
-Τι ήθελαν να μάθουν από σας, ρώτησε ο Αγγέλης.
   Η γυναίκα είχε ένα ύφος πληγωμένο και κάτι σαν θυμός είχε αλλάξει την έκφραση στο πρόσωπό της.
-Τι να σας πω, με φέρνετε σε δύσκολη θέση. Πάμε να προλάβουμε να δείτε και το άλλο σπίτι.
-Πέστε μας δυο λόγια. Εγώ δεν ξέρω τι συνέβηκε τότε, λέγονται διάφορα. Ζω εδώ δυο χρόνια κι όσα διάβασα είναι μια θολή αφήγηση, της είπε.
     Στάθηκε για λίγο σκεφτική. Κοιτούσε αμήχανα κι ύστερα πήγε προς το παράθυρο και νομίζαμε πως θα το έκλεινε για να φύγουμε. Στο βάθος φαινότανε το βουνό και πρέπει πίσω από την κορυφή να ήταν το μοναστήρι και κάπου εκεί το κρησφύγετο. Δεν έκλεισε το παράθυρο κι ήρθε κοντά μας. Άρχισε την αφήγηση λίγο διστακτικά στην αρχή, μα στη συνέχεια αφέθηκε στον προφορικό της λόγο, σαν να τα είχε κάπου κρυμμένα μέσα της και εξιστορούσε τα περιστατικά με κάθε λεπτομέρεια, ό,τι είδε κι έζησε η ίδια. Μας είπε ότι πρώτη φορά, ύστερα από τόσα χρόνια κάθεται και τα εξιστορεί και πως την πληγώνει αυτό. Είναι σαν να τα ζει και πάλι.
      «Μας έβαλαν όλες μαζί κάτω από ένα δέντρο, μας πήρανε τα καλάθια με το φαγητό κι αρχίσανε να μας ερευνούν πατόκορφα. Μας ρωτούσαν διάφορα, κάποιος σε σπασμένα ελληνικά έκανε τον μεταφραστή  στους στρατιώτες τι απαντούσαμε. Θυμάμαι, ρωτούσανε κυρίως τι ξέραμε για τους τρομοκράτες, έτσι τους λέγανε. Ήμουνα μικρή και ρώτησα τη μάνα μου ποιους ψάχνουνε και με τράβηξε ένας στρατιώτης απότομα κι αυτός με τα πολιτικά άρχισε να κάνει τη μετάφραση. Ύστερα μου έδωσαν μια σοκολάτα και με πήγανε πιο πέρα σε έναν εγγλέζο με αυτόματο. Τον χαιρέτησαν οι άλλοι στρατιώτες, ήρθε κι αυτός που τους έλεγε στη γλώσσα τους τι λέγαμε στη δική μας.
      Ήθελαν να μάθουν από μένα αν ήξερα κάποιους ανθρώπους που κρύβονταν εκεί τριγύρω. Μικρή ήμουνα αλλά καταλάβαινα ότι ήτανε για αυτούς που είχα ακούσει να μιλάνε χαμηλόφωνα ο πατέρας κι η μάνα μου κι είχανε γλυτώσει από τις έρευνες των στρατιωτών. Κι ούτε με τα ελικόπτερα που πετούσανε μέρες στην περιοχή δεν κατάφεραν να τους βρούνε. Μου έλεγαν να τους πω αν άκουσα κάτι και πως θα μου δίνανε κι άλλη σοκολάτα. Είπα σ’ αυτόν με τα πολιτικά, από φόβο, πως δεν μ’ άρεσαν οι σοκολάτες. Κάτι θα έγινε ξαφνικά, γιατί αυτός με το τομιγκαν άρχισε να φωνάζει στη γλώσσα τους στους άλλους και μιλούσε σε ένα παράξενο μηχάνημα. Δεν ήξερα, παιδί εγώ τότε, τι ήταν αυτό. Όταν μεγάλωσα κατάλαβα ότι μιλούσε  στον ασύρματο και του ’διναν διαταγές. Όλοι έτρεχαν κι άκουγα ένα κλικ που έκαναν τα όπλα τους. Με πήραν κι εμένα κοντά στους δικούς μου και μας είπε ο κύριος που έκανε τον μεταφραστή να μην κουνηθούμε απ’ εδώ κι άρχισαν να γράφουν τα ονόματά και την ηλικία μας.
      Ακούστηκε θόρυβος από ελικόπτερο κι ύστερα το είδαμε να περνάει πάνω από τα κεφάλια μας και χάθηκε πίσω  από την κορυφή του βουνού. Με έπιασε φόβος και λύπηση για όλα αυτά που γίνονταν και με το κοριτσίστικο μυαλό μου έλεγα μέσα μου πως αυτοί οι δικοί μας, θα γλύτωναν από τον τρόμο των ξένων στρατιωτών. Κάποια στιγμή είδα το πρόσωπο του πατέρα μου. Σκούπιζε με τον αντίχειρα του αριστερού χεριού τα μάτια του. Νόμιζα πως κάτι είχε πάθει  και πήγα κοντά του. Δεν πρόλαβα να τον ρωτήσω κι ήρθε ένας στρατιώτης και με τράβηξε απότομα από το χέρι κι εγώ έβαλα τα κλάματα. Φώναζαν κι οι άλλοι που μας φυλάγανε με τα τόμιγκαν. Άρχισαν κι οι γυναίκες το κλάμα, ήτανε σαν να μοιρολογούσανε κι αυτός που έκανε τη μετάφραση μας είπε να σταματήσουμε και πως σε λίγο θα μας άφηναν να φύγουμε για τα σπίτια μας και δεν μπορούσαμε να πάμε στη δουλειά μας.
      Είχε πια ξημερώσει για καλά και δεν βλέπαμε τέλος σε αυτή την περιπέτεια. Πάλι ακούστηκε θόρυβος. Δυο ελικόπτερα πετούσαν χαμηλά με την ίδια κατεύθυνση του πρώτου που πέρασε προηγουμένως. Είχα συνηθίσει με αυτά, μήνες πετούσανε πάνω από το χωριό μας. Εμείς παιδιά, πρώτη φορά βλέπαμε ελικόπτερα και μας έκανε εντύπωση. Πετούσαν φυλλάδια, πού και πού σοκολάτες και καραμέλες.

»Ήμουνα πολύ μικρή και φοβόμουν με όλα αυτά που γίνονταν. Έβρεχε  ασταμάτητα και κρύωνα. Όλο έλεγα στον εαυτό μου πως σε λίγο θα φεύγαμε για το χωριό. Ερχόταν όμως συνέχεια στρατός κι οι μεγάλοι κοιτούσανε προς τη μεριά όπου βρισκότανε το μοναστήρι και είχαν πάει τα ελικόπτερα. Οι ξένοι φορούσαν αδιάβροχα και πρόβαλλαν οι κάνες των όπλων τους μέσα από αυτά. Κάποια στιγμή ακούστηκαν πυροβολισμοί. Σταμάτησαν για λίγο κι ύστερα ο απόηχος τους έφτανε στ’ αφτιά μου και με φόβιζε. Κι ένα τρέμουλο που δεν σταματούσε με τίποτε μ’ έκανε να βάλω τα κλάματα. Ήρθε και μ’ αγκάλιασε η μάνα μου, αλλά εγώ τίποτα. Έκλαιγα περισσότερο και το τρέμουλο τρέμουλο. Δεν καταλάβαινα τι γινότανε κι όσο ακουγόντουσαν ασταμάτητα οι πυροβολισμοί νόμιζα πως θα έφταναν ως εμάς. Κι έλεγα , πού να εννοούσα τότε, ότι οι δικοί μας είναι μέσα στο μοναστήρι κι αυτοί απ’ έξω και δεν θα τα κατάφερναν να μπούνε μέσα.
     » Θα ’χε περάσει το μεσημέρι κι όπως με κρατούσε η μάνα μου από το ένα χέρι και με τ’ άλλο σκούπιζα τα μάτια μου που με καίγανε από τα δάκρια, ακούστηκε μια φοβερή έκρηξη κι όλοι ταρακουνηθήκαμε, ακόμη κι οι στρατιώτες.  Σαν να είχε γίνει σεισμός κι οι μεγάλοι είχαν μια τέτοια έκφραση στα πρόσωπα που με τρόμαξε. Μια γυναίκα ψέλλιζε κάτι μέσα σε αναφιλητά μα δεν μπορούσα να καταλάβω τι έλεγε. Είχα μια απροσδιόριστη υποψία ότι οι ξένοι στρατιώτες δεν είναι το μοναστήρι που χτυπούσανε με τα όπλα τους. Όταν αργά το απόγευμα,   μας άφησαν και πήγαμε πίσω    στο χωριό, άκουγα τους μεγάλους που μίλαγαν για τον Αυξεντίου και πως δεν βγήκε να παραδοθεί στους Άγγλους. Και πως ύστερα ρίξανε βενζίνη στο κρησφύγετό του, βάλανε εκρηκτικά και προκάλεσαν την έκρηξη που ήταν σαν σεισμός. Έλεγαν πως το έκαναν αυτό και τον έκαψαν, γιατί έτσι αντιδρούνε κάθε φορά που δεν τα καταφέρνουν. Κι ας είναι πολιτισμένοι κι ας έχουν μεγάλες πόλεις που τις διασχίζουνε τρένα κάτω από την επιφάνεια της γης. Σ’ όλη τη διαδρομή, όταν επιστρέφαμε στο χωριό, μας φύλαγαν στρατιώτες και δεν μας επέτρεπαν να μιλάμε. Και μας είχανε κατ’ οίκον περιορισμό για μια βδομάδα. Φορούσανε λαστιχένια παπούτσια και δεν τους ακούγαμε όταν περιπολούσαν στους δρόμους. Είχαν κάνει και συλλήψεις, γιατί έψαχναν να βρουν τους κρυψώνες με τα όπλα που είχε σε χωριά της περιοχής ο Αυξεντίου.
     »Μεγάλη πια, τα έμαθα όλα τι είχε γίνει εκείνη την Κυριακή, 3 του Μάρτη. Εγώ συνέχισα να δουλεύω στα κτήματα του μοναστηριού κι έτσι άκουσα πολλές λεπτομέρειες και πώς τον βρήκανε και πόσο καιρό έψαχναν για αυτό. Θυμάμαι, τον επόμενο χρόνο, μικρή ακόμη, την ίδια μέρα, πήγαμε πάλι και η ορεινή περιοχή όπου είχε γίνει η μάχη, ήτανε κατάμεστη  από ανθισμένες αμυγδαλιές και το κρησφύγετο, κατεστραμμένο, βρισκόταν μέσα σε μια συστοιχία από πεύκα. Το σύνταγμα του Δούκα του Ουέλλιγκτον είχε αναλάβει την επιχείρηση και έμαθα και το όνομα του άγγλου στρατιώτη από το Λιντς που είχε σκοτωθεί, Πήτερ Μπράουν τ’ όνομα του. Και την άλλη μέρα είχε πάει με ελικόπτερο ο κυβερνήτης στο μοναστήρι κι όπως ήταν παραταγμένοι αυτοί του συντάγματος , τους επαινούσε για την επιτυχία τους εναντίον της  τρομοκρατίας.
     »Ο πατέρας του όταν πήγε να αναγνωρίσει τον γιο του κοιτούσε το απανθρακωμένο σώμα του, οικτρά παραμορφωμένο από τη φωτιά, με εγκαρτέρηση μπροστά στον αξιωματικό που τον συνόδευε. Κι όταν ο ξένος σήκωσε το ματωμένο χοντρό σεντόνι  που κάλυπτε τη σωρό του, δεν ξέσπασε σε κλάματα κοιτώντας το άφαντο πρόσωπο του παιδιού του με εγκαρτέρηση. Ο θάνατός του δεν έπρεπε να τον λυγίσει μπροστά στον εκπρόσωπο της αυτοκρατορίας που χρησιμοποίησε όλα τα μέσα στο όνομα της τάξης και του νόμου. Και μόνο όταν βγήκε έξω και αφού του αρνήθηκαν να του δώσουν το νεκρό σώμα, ό,τι απέμεινε από τον Γρηγόρη Αυξεντίου, για να το κηδεύσει με ευλάβεια, άρχισε να κλαίει.
    »Αργά το απόγευμα της Δευτέρας έγινε η ταφή του στις Κεντρικές Φυλακές κι ο ιερέας είπε τη νεκρώσιμη ακολουθία. Όταν πήγε ν’ ανοίξει  το φέρετρο, για να δώσει το τελευταίο φιλί στον νεκρό, ο εγγλέζος  αξιωματικός που είχε παρακολουθήσει και την  ταφή του Μιχαλάκη Καραολή, του είπε: ‘Πάτερ, δεν έχει πρόσωπο’. Αυτά όλα τα έμαθα πολύ αργότερα, μεγάλη πια. Έκτοτε, μέχρι σήμερα, αυτό που είπε ο ξένος στρατιωτικός, ότι δεν είχε πρόσωπο ο Γρηγόρης Πιερής  Αυξεντίου, το σκέφτομαι και το ξανασκέφτομαι γιατί το είπε. Τη μια φορά μου φαίνεται πως ήταν σε δύσκολη θέση για αυτό που έγινε. Ύστερα πάλι το βλέπω αλλιώτικα και λέω, δεν γίνεται, κάποια εντολή είχε να προστατεύσει την αυτοκρατορία και τ’ όνομα της βασίλισσας. Μίλησαν κάποιοι εδώ, είχαν και τις πληροφορίες αυτής της δικής τους, πώς της λένε, της Ιντέλιτζάν τους που είναι τ’ αφτί του κόσμου. Όλοι αυτοί δεν είχαν πρόσωπο, δικοί μας και ξένοι, κι όχι ο Γληόρης, που αν δεν σκοτωνότανε καλύτερα θα ήμασταν σήμερα.
      Στο Γούρρι, ένα χωριό λίγα χιλιόμετρα πιο πέρα, ήταν ο Χαρής. Αν ζει θα ’ναι ογδόντα με ογδόντα πέντε χρονών. Πηγαίνετε να τον βρείτε, θυμάται πολλές λεπτομέρειες τι έγινε τότε με τους Εγγλέζους. Εγώ ό,τι θυμόμουνα κι ό,τι έμαθα αργότερα σας το έχω πει. Ήρθατε να δείτε αυτά τα σπίτια τα παλιά και με έχετε φέρει σε δύσκολη θέση να σας μιλάω τόση ώρα για όλα αυτά που με μαραζώνουνε».
    
    
" φυλακισμένα μνήματα " του Πολ Γεωργίου
γ









Δεν υπάρχουν σχόλια: