Δημοφιλείς αναρτήσεις

Προς Αναγνώστη Καλωσόρισμα και μια εξήγηση

Αγαπητέ αναγνώστη, καλώς όρισες στα μέρη μας, μπορείς να ξεκουραστείς λίγο εδώ, δεν έχουμε θέματα που λειτουργούν σαν ενοχλητικές μυίγες, εδώ θα βρεις κάποια κείμενα ποίησης ή πεζά, κείμενα φιλοσοφίας, αρχαίου ελληνικού λόγου, κείμενα γραμμένα στις πιο γνωστές ευρωπαϊκές γλώσσες, (μια καλή μετάφραση εκ μέρους σου θα ήταν ευπρόσδεκτη) που μου έκαναν εντύπωση, αν κι εσύ βρεις κάτι, πολύ ευχαρίστως θα το δημοσιεύσω αν είναι κοντά σ'αυτά που αποτελούν την περιρρέουσα ατμόσφαιρα αυτού του μπλόγκ. Επίσης η Τέχνη αποτελεί κεντρική θέση όσον αφορά στις δημοσιεύσεις αυτού του ιστότοπου, αφού η πρωταρχική μου ενασχόληση από εκεί ξεκινά κι' εκεί καταλήγει. Φανατικά πράγματα μην φέρεις εδώ, δεν είναι αυτός ο τόπος, φτηνές δημαγωγίες επίσης εξαιρούνται, σκέψεις δικές σου, γνήσιες, προβληματισμούς δικούς σου, πολύ ευχαρίστως, ανακύκλωση εκείνου του χαώδους, όπου σεύρω κι όπου μεύρεις, δεν το θέλω. Οι καλές εξηγήσεις κάνουν τους καλούς φίλους. Εύχομαι καλή ανάγνωση.

σημ: κάθε κείμενο μπορεί να αναδημοσιευτεί ελεύθερα φτάνει να αναφέρεται οπωσδήποτε
η πηγή του, δηλ, η ονομασία του μπλόγκ μου.
Σας ευχαριστώ για την κατανόηση!







Κυριακή 30 Ιουνίου 2019

ΠΟΙΗΣΗ

Κώστας Σοφιανός


ΠΕΤΡΩΝΙΟΣ


Όχι μόνο δεν επέτρεψε
στο Νέρωνα
ν’ απλώσει χέρι απάνω του
μα
ούτε στο Θάνατο δεν καταδέχτηκε να πάει.
Άλυπος, αόργητος, αρρενικός
κάλεσε γύρω του συμπότες
διέταξε: φώτα
εδέσματα
αυλούς
κ’ ενώ οι παίδες γέμιζαν τους κύλικες
πήρε το μαχαίρι˙
το σίδερο δίστασε- εκείνος όχι
το νερό ταράχτηκε- εκείνος καθόλου
οι φίλοι είπαν μη- εκείνος δεν είπε τίποτα
με μια κίνηση έκοψε τις φλέβες
-δίχως να κόψει την κουβέντα-
και γύρεψε κρασί.
Το κύπελλο έκανε κύκλο,
κάποιος πέταξε ένα πείραγμα,
εκείνος το γύρισε πίσω,
μάλωσε για κάτι ασήμαντο τον υπηρέτη
και
συνέχισε ν’ ανοίγει και να κλείνει την πληγή
αφήνοντας το Θάνατο να περιμένει
σαν αχθοφόρος- έξω.
Κανείς δεν τόλμησε να προσέξει
τη χλωμάδα π’ απλωνόταν σιγά- σιγά
στ’ αγαπημένο πρόσωπο.
Φρούτα και γέλια ζωντάνευαν τα στόματα
κι όταν το αίμα σώθηκε
κι ο Πετρώνιος ανεχώρησε
και μπήκε ο Θάνατος
-να διεκδικήσει το κουφάρι-
μόνον οι φλόγες των πυρσών
δεν μπόρεσαν να κρατηθούν
κι άρχισαν να τρέμουν.

Παρασκευή 28 Ιουνίου 2019

ΠΟΙΗΣΗ



Το Βουνό


"Ne mutlu Türküm diyene"


 


Τα πέντε δάκτυλά του κρέμονται νεκρά


Κάθε σταγόνα αίμα στάζει στην καρδιά μας


Κι ο Διγενής; Πού νάναι ο Διγενής; Άραγε


Θα ξυπνήσει κάποια μέρα;


Πάρε τον τούρκο απ΄την πλάτη σου ωρέ


Φωνάζει ο ποιητής απελπισμένος


«Ανασήκωσε την πλατη κι απόσεισέ τους»


 Ως νάχε αυτιά κι ακούει το Βουνό


Ως νάχε χέρια να κουνήσει


  Ως νάχε θέληση δική του το βουνό


Κι όλο τον κόσμο να ταρακουνήσει


Ήταν καιροί και διάβηκαν που τραγουδούσανε


Την τόλμη εκείνων των αντρών


Που ζούσαν φύλακες στις άκρες των ακρών


Τώρα σφαδάζει ο πετεινός σφαμένος


Με το κεφάλι του να καμπουρα γαίμα καυτό


Και το τρελό του σώμα να σβουρίζει...


ΠΟΙΗΣΗ



ΑΠΟΚΑΘΗΛΩΣΗ


 


Ήσουν αρχαίο μαυσωλείο


από γρανίτη κι άντεχες


στις καταιγίδες στις βροχές


στα χιόνια.


Τώρα που πέρασαν κείνα τα


Χρόνια


Έγειρες κι έπεσες  


μες τα βορβόπηλα


μέσα στις λάσπες


Και τα σκατά.

Πέμπτη 27 Ιουνίου 2019

ΠΟΙΗΣΗ


ΑΝΤΙΡΡΗΣΗ

 

Η καμπύλη ενέχει την ανωφέρεια

Και την κατωφέρεια εγγενώς

οδός άνω κάτω μία και ωυτή

έφθέξατο ο σκοτεινός φιλόσοφος

όμως τα χείλη σου ιδιαζόντως

φέρουν αμυδρώς μείγμα καμπύλης

Και άλικου αίματος.

το σώμα σου δε

 απέραντος

κάμπος στάχυα θερισμένα

πριν ακομα ο βικέντιος

παραφρονήσας τραβήξει

τελειωτικά τη σκανδάλη

Τρίτη 25 Ιουνίου 2019

ΠΟΙΗΣΗ


ΤΗΛΕΜΑΧΟΣ ΚΑΝΘΟΣ

 

 

Επί του παρόντος προτίθεμαι να ησυχάσω

Εξ΄άλλου ποιος μας λαμβάνει υπ΄όψη κι εμάς

Τους πληβείους.στο περιθώριο μια ζωή κι ο Κάνθος να λέει κάθε φορά που εκθέτουμε

Πανηγύρια κάνουμε μόνοι μας.σωστά κύριε

Κάνθο.ζούμε τις ψευδαισθήσεις μας φτάνει να υπάρχουν άνθρωποι να τις μοιραζόμαστε.

Έβρεξε τότε τα μαλλιά του θυμάμαι ο φίλος μου αν και γηραιός,  κτενίστηκε και μούστησε την έκθεση.γιατί μια έκθεση πρέπει να στηθεί

Ωραία για να έχει ενδιαφέρον.εκείνος ο άνθρωπος ο νηφάλιος αίφνης μετεμορφώθη

Καθώς συσχέτιζε αποστάσεις αντιθέσεις ισο

Ζυγιάσματα.άγιος άνθρωπος.εντούτοις μερικοί είχαν τον πικρό το λόγο για ελόγου του. η μνησικακία δεν είναι μια αρρώστεια

Όλως διόλου άγνωστη στην εποχή μας.

Μερικοί που γαμάνε φαίνονται πιο υγιείς

Απ΄τους υπόλοιπους. και δεν υποφέρουν

Απ΄την συγκεκριμένη ψυχική και πνευματική ασθένεια τουλάχιστο...

 

Δευτέρα 24 Ιουνίου 2019

ΜΙΚΡΟΚΕΙΜΕΝΑ


ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ

 

Άρχισε να γερνάει.το κατάλαβε από κάτι άσπρες τρίχες που γέμισε το στήθος του ακόμα και στο τρίχωμα της ήβης διέκρινε άσπρες τρίχες.έβγαλε το συμπέρασμα πως ο κόσμος κινείται σε δύο άξονες.ο μεγάλος άξονας όπως εκείνος του ποδηλάτου είναι ο φαλλός κι ο δεύτερος άξονας επίσης του ποδηλάτου είναι εκείνος του χρήματος. Ο συνδυασμός αυτών των δύο αξόνων που θα μπορούσες να τους πεις και μοχλούς έδινε την ώθησε σχεδόν σε όλες τις εκφάνσεις της κοινωνικής και πολιτικής ζωής του τόπου.ο ιερέας λόγου χάρη αν τον έγδυνες θα πρόσεχες πως το πέος του ήτο αναποδογυρισμένο σε σημείο που κάθε στύση θα του προκαλούσε υπέρμετρο πόνο.το δε αιδοίο της γειτόνισσάς του της μελισσάνθης μιας ξανθής ρουμάνας άρτι αφιχθείσης εκ βουκουρεστίου ήτο  χωρισμένο επακριβώς εις δύο εξογκούμενα χείλη όπου οι τρίχες δεν έπαιζαν ρόλο αφού είχαν όλες σχεδόν ξυρισθεί και περιορίζονταν εις μικρήν λωρίδα ανερχομένην προς την κατεύθυνση της κοιλιακής χώρας. Ο παπάς δεν ήτο εις θέση να εξομολογήσει την γειτόνισσα διότι εκείνη οσάκις το απεπειράτο εγλάρωνε και την έπαιρνε ο ύπνος και έτσι η όλη διαδικασία διεκόπτετο προς όφελος της εκκλησιαστικής αρχής ήτις ελάμβανε τα μέτρα της δια την άμεμπτον συμπεριφορά των εγγεγραμένων μελών της.μια μέρα η μολδαβή άλλη γειτόνισσα αυτή όταν το έμαθε προσεφέρθη να την αντικαταστήσει και προσήλθε στον σκάμνο ημίσειαν ώρα ενωρίτερον όπου το παπαδοπαίδι επρόλαβε και την πήρε κατόπι αυνανιζόμενον όπισθεν του σκάμνου οσάκις αύτη εστέναζεν καθ΄όλη την διάρκεια της εξομολογήσεως.να μη σας τα πολυλογώ ο ιερέας κλέφτηκε με τη μολδαβή και ανεχώρησαν προς άγνωστη κατεύθυνση αφήνοντας πίσω ορφανά τρία τέκνα και μίαν σύζυγον απαρηγόρητα.ύστερα απ΄αυτό το συμβάν ο ίδιος ο αρχιεπίσκοπος ανέλαβε να εξομολογεί στο εξής τις παραπονούμενες ώστε ουδείς πλέον είχε παράπονο και το ποίμνιον ησύχασε και ηύρε την ησυχία του όλο το χωριό και η κοινότης ολόκληρη...

Κυριακή 23 Ιουνίου 2019

ΠΟΙΗΣΗ


ΛΟΓΟΚΛΟΠΗ

 

Ξέφυγε το ντρόουν και το ρίξανε

Οι φρουροί της επανάστασης λυπήθηκε

Ο Τράμπ και δεν αντιδίκισε τόσοι πεθαμένοι

Αλήθεια και στη γάζα τόσα παιδιά σκοτωμένα

Ο χίτλερ χάϊδευε τα παιδιά κι ύστερα οι ρώσσοι τους έκοβαν το λαιμό με τα κονσερβο

Κούτια...το αίμα πρέπει πάντα νάναι κόκκινο όπως του Ευαγόρα του παλληκαρίδη όπως του χρίστου του κκέλη και του μυρτή.

Οι ακακίες στη μά γιατί με τρόμαζαν τόσο

Το κίτρινο σημάδι του κακού όχι ο βαν γκογκ δεν έχει σχέση εκείνος φύτεψε λένε μόνος του τη σφαίρα στην κοιλιά του ο γκωγκέν ένιψε τας χείρας του. Κι οι δυο μάρτυρες

Απούλητα έργα, κι ο τεό ακολούθησε στον τάφο η ιστορία γράφεται με κλισέ αδικαίωτα

Κι ο σεζάν είχε το έργο παραμάσχαλα να το πουλήσει και το χάρισε σ΄ένα μουσικό...

Πάρτε κύριε ένα πίνακα βοηθείστε τον ταλαίπωρο ζωγράφο μη στραγγίσει και δεν μπορεί να έρθει σε συνουσία με τη μούσα

Ποια μούσα κύριε εδώ μιλάμε για γκέισσες

Ακριβοπληρωμένες θεία έμπνευση χρώματα λιλά με αντίθεση το πράσινο πικάσσο ψάρεμα και φιγούρες με τον τρόπο του...

Όλα είναι σχετικά φίλε μου, τα πάντα ρει

Μη γινόμαστε λογοκλόποι τώρα στα γεράματα....

Σάββατο 22 Ιουνίου 2019

ΠΟΙΗΣΗ


 

       ΣΑΝ ΙΣΤΟΣ ΣΗΜΑΙΑΣ

 

Μόλις η αυγή φωτίσει τον φεγγίτη μου

Όλα τα όνειρα εξατμίζονται, πια δεν τα θυμάμαι

Θραύσματα ενίοτε με συνοδεύουν την ημέρα

Δηλώνοντας τις ξεχασμένες φαντασίες τις ορμές που ξέμειναν απραγματοποίητες

Κι απαιτητικά γυρεύουν να διεισδύσουν

Στην άτονη ασήμαντη καθημερινότητά μας

Διεισδύουν και σκοντάφτεις επάνω τους

Οσάκις επιχειρήσεις πράγματα αδύνατα

Μικροψυχίες και συμβάσεις περιφράξεις

Του περίγυρού σου που δεν νογά κι ούτε

Βλέπει σαν τυφλοπόντικας που έχει κατα

Ντήσει κι η βάλανός μας εσαεί εν στύσει σαν ιστός

Σημαίας που λέει κι ο ποιητής ανάμεσα στα

Σκέλια μας τα νεανικά...

Πέμπτη 20 Ιουνίου 2019

ΑΝΑΡΧΙΑ


«Όλες οι θρησκείες είναι σκληρές, όλες είναι βασισμένες πάνω στο αίμα.γιατί όλες στηρίζονται πάνω στην ιδέα της θυσίας, θέλω να πω, επάνω στην διαρκή θυσία της ανθρωπότητας στην αχόρταγη εκδικητικότητα της θεότητας.

Σ΄αυτό το αιματηρό μυστήριο ο άνθρωπος είναι πάντοτε το θύμα, και ο ιερέας- άνθρωπος επίσης, αλλά προνομιούχος ένεκεν θείας χάριτος- είναι ο θεϊκός εκτελεστής.

 

Αυτό εξηγεί γιατί οι ιερείς όλων των θρησκειών, οι καλύτεροι,οι πιο ανθρωπιστές, οι πιο ευγενείς, σχεδόν πάντοτε  έχουν  στο βάθος της καρδιάς τους, και αν όχι στη καρδιά τους, στις φαντασίες τους, στα μυαλά τους (και γνωρίζουμε την φοβερή επίδραση που έχουν στις καρδιές των ανθρώπων)- κάτι το απάνθρωπο και αιμοχαρές.»

 

 (ΘΕΟΣ ΚΑΙ ΚΡΑΤΟΣ) ΜΠΑΚΟΥΝΙΝ

 

 

 


Τετάρτη 19 Ιουνίου 2019

ΠΟΙΗΣΗ


ΣΧΙΖΟΦΡΕΝΕΙΑ

 

 

Άσπρισα στο δρόμο χρόνια τώρα

Να σε περιμένω

Ο αγέρας έφαγε τις σάρκες μου τα πουλιά

Ράμφισαν τα σωθικά μου

Ο ήλιος ξέρανε την πέτσα μου

Τα παιδιά έτρεξαν αμέτοχα να με σώσουν

Ίδια παιδια της ναζαρέτ ίδια νήπια της

Ιερηχούς ίδιος ο εσταυρωμένος ίδια η μαγδα

Ληνή

Κοπάνισαν τον  κόνιζο και τον άπλωσαν στις πληγές μου η μάνα μου έβαλε καφέ  στο γόνατό μου η γειτόνισσα η Αρετή πάνω σ΄ένα φύλλο της πιπεριάς  άπλωσε μέλι και μου τόβαλε  στον γεματά

Γεμάτο πύον.

Δεν έχω πια κουράγιο άλλο να περιμένω

Ο κόσμος συντυχάννει άλλες γλώσσες άγνωστες πια  σε μένα ιουδαϊκα αραμαϊκα

αλαμπουρνέζικα σανσκριτικά ιερογλυφικά

Το καλοκαίρι που θάρθει θα ξανασκάψω το

Πηγάδι πιο βαθύ οι ρίζες των δέντρων τράνεψαν τα τζιτζίκια γίνανε αηδόνια

Τα τραγούδια τους με τρελαίνουν

Οι τρελοί απόκαμαν να περιμένουν

Κι εκείνοι(ποιος τους λογαριάζει αλήθεια)

Ο τελευταίος εισαχθείς διαγνώστηκε με

Σχιζοφρένεια η μάνα του υπόγραψε το

Αίτημα εισαγωγής που ζήτησε ο αδελφός του

Αν με ξεχάσεις είπα δεν θα μπορέσω να πεθάνω

 

Κυριακή 16 Ιουνίου 2019

ΠΟΙΗΣΗ


ΝΕΜΕΣΙΣ

 

Σήμερα θάρθεις ανώδυνα

Εξυπακούεται η σιωπή

Των καρφιών μετάλλινα την

Ώρα που ο δήμιος ή οι δήμιοι

Σφαδάζοντας Εκείνος τα κτυπάνε

Δυνατά η τρυφερή σάρκα αν και

Σκληραγωγημένη θεέ μου πόσες πορείες

Στην έρημο στους δρόμους της ιερηχούς

Άνοιξε του είπε τα μάτια σου και τάνοιξε

Λίγη λάσπη λίγο σάλιο σαν τα χελιδόνια

Πηγαινε του είπε και διάδοστο, τον είδανε

Στα σπλάχνα τους καρφιά η ζήλεια σταύρωσον σταύρωσον Αυτόν και τί κατάλαβαν εκείνοι οι ιουδαίοι

Σήμερα η θάλασσα ξέβρασε μια νεκρή χελώνα μια φάλαινα εξώκοιλε ένα δελφίνι

Αγκιστρώθηκε κατά λάθος (έτσι είπανε)

Στα δίχτυα ιαπώνων αλιέων...

 

 

 

Κριστίν ντε Πιζάν 1365 - 1430

 

Μπαλάντα

 

 

Μόνη μου είμαι και μόνη θέλω να ΄μαι

Μόνη μου ο φίλος μ΄άφησε ο γλυκός

Μόνη μου δίχως σύντροφο κι αφέντη να΄μαι

 

 

 

 

Μόνη μου είμαι μες τη θλίψη μου οργισμένη

Μόνη μου είμαι μες το πένθος βουτηγμένη

Μόνη μου είμαι όσο κανείς χαμένη

 

Μόνη μου είμαι από φίλους αφημένη

Μόνη μου είμαι είτε στην πόρτα είτε

στο παράθυρο γερμένη

Μόνη μου είμαι σε μια γωνιά κουλουριασμένη,

Μόνη μου είμαι μες τα δάκρυα μου λουσμένη

Μόνη μου είμαι μες στη θλίψη εκλιπαρώντας

Μόνη μου είμαι άλλο να μου δοθεί δεν μένει

Μόνη μες  στο δωμάτιο κλεισμένη

Μόνη μου είμαι από φίλους στερημένη

Μόνη μου είμαι όπου κι αν πάω όπου σταθώ

Μόνη μου είμαι όπου κοιτάξω όπου βρεθώ.

Μόνη μου είμαι σαν κανείς στη γη επάνω

Μόνη μου είμαι απ΄τον καθένα αφημένη

Μόνη μου είμαι ά,σκληρά ταπεινωμένη

Μόνη μου είμαι συχνά στα κλάματα λουσμένη

Μόνη μου είμαι από φίλους αφημενη.

 

 

ΑΠΟΣΤΟΛΗ

 

Πριγκίπισσά μου, τώρα ο πόνος μου αρχίζει

Μόνη μου είμαι απ΄το πένθος τυλιγμένη

Μόνη μου είμαι πιο σκοτεινή κι από το μαύρο μαυρισμένη

Μόνη μου είμαι, κι από τους φίλους αφημένη.

 

μτφ: νεοκλής κυριάκου

 

 

Christine de Pizan

 

 

BALLADE

 

 Seulette suis, et seulette veux être,

 Seulette m’a mon doux ami laissée,

 Seulette suis sans compagnon, ni maître,

 

 

 

Seulette suis, dolente et courroucée,

 Seulette suis, en langeur mesaisée [29],

 Seulette suis, plus que nulle égarée,

 Seulette suis, sans ami demeurée.

 Seulette suis à huis, ou à fenêtre,

 Seulette suis en un anglet [30] muciée [31],

 Seulette suis pour moi de pleurs repaître,

 Seulette suis, dolente ou appaisiée,

 Seulette suis, rien n’est qui tant me siée [32]

 Seulette suis en ma chambre enserrée,

 Seulette suis, sans ami demeurée.

 Seulette suis, partout, et en tout estre [33],

 Seulette suis, où je voise, où je siée [34],

 Seulette suis, plus qu’autre rien terrestre,

 Seulette suis, de chacun délaissée

 Seulette suis, durement abaissée,

 Seulette suis, souvent toute éplorée,

 Seulette suis, sans ami demeurée.

 

 ENVOI

 

 Princes, or est ma douleur commencée ;

 Seulette suis, de tout deuil menaciée

 Seulette suis, phis teinte que moréo [35],

 Seulette suis, sans ami demeurée.

Σάββατο 15 Ιουνίου 2019

ΜΙΚΡΟΚΕΙΜΕΝΑ



Η ΠΑΛΑΙΑ ΠΟΛΗ

 

Έμπαινε στο λεωφορείο και ξεκινούσε για λεμεσό.να συναντήσει τον αποστατήσαντα πατέρα του. Είχε αλλάξει δυο φορές σπίτι ως εκείνη την εποχή. Δυο χαμόσπιτα, το προτελευταίο σε μια οδό κάθετο, έτσι το θυμόταν προς τη θάλασσα,εκεί κοντά στην οδό ελλάδος.εδώ δε χάνεσαι του είπε μια γυναίκα, έχεις τη θάλασσα και σε καθοδηγεί.πράγματι έτσι ήτανε.όταν μετά από καιρό πήγε να ξαναμείνει ενοικιάζοντας εκείνο το διαμέρισμα στην κ.παλαιολογου, δυσκολεύτηκε όμως πολύ με τους δρόμους. Όλα αλλαγμένα, το άγνωστο.έστριβε δεξιά στο λανίτειο και δεν ήξερε τι ακολουθούσε.σιγά σιγά προσαρμόστηκε.έμαθε τις καινουριες στράτες, τις καθέτους, είχε πια μες το μυαλό του ένα είδος πλάνου, για το πού πήγαινε ο δείνα με τον τάδε δρόμο.κάθετοι, οριζόντιοι, τάβγαζε πια πέρα, γιατί όλοι οι δρόμοι έτσι ή αλλοιώς καταλήγανε στη θάλασσα.όπως στην ιταλία, όλοι οι δρόμοι οδηγούν στη ρώμη, ή στην πιάτσα...Αλλά εκείνο που είδε λίγο μετά την εισβολή, την είσοδο δηλ.των εποίκων ρώσσων στην πόλη,

(γιατί πως αλλοιώς να τους πει), που έγινε επέλαση ύστερα, τώρα τόβλεπε πια τελειωμένο.η πόλη είχε πια παραδωθεί σ΄αυτούς άνευ όρων.ή μάλλον, όλα τα πουλάμε, πρώτος ο προσφέρων τη ψηλότερη τιμή.σχεδόν την είχαν αγοράσει κι εκμισθώσει ολοσχερώς.μοναδικό τότε σπίτι μακρυά στην παραλία προς αμαθούντα,του θείου του στέφανου.τώρα όλα στα χέρια τουριστών και ξένων.εκεί στο παραλιακό σπίτι, με άδεια, απ΄το στρατό, να γυρίζει τη σούβλα, έξω στην αυλή, βραδάκι, κι η γυναίκα εκείνη, εκεί, να σμίγουν καλυμένοι στο σκοτάδι ενώ του ζητούσε να πάνε κάτω στην παραλία, όπου ψηλά το φεγγάρι τους έρριχνε το φως του συνομωτικά.μα του είχαν εμπιστευτεί το γύρισμα της σούβλας.δεν την ένοιαζε; Να τα παρατούσε όλα και να ροβολήσει κάτω στην άμμο να κυλιστεί μαζί της, να σμίξει δίπλ΄απ΄το κύμα; Δε γινόταν, θα εκτίθετο ανεπανόρθωτα...έμειν΄εκεί, την πήρε στα κλεφτά, στα γρήγορα, να γνωρίζει την πράξη του έρωτα, πρώτη φορά, στη φυσική του μορφή κι όχι στην αγοραία, την  απαίσια συνδιαλλαγή με τις δημόσιες πόρνες.ω, πόσο μισούσε εκείνο τον ξεπεσμό, όχι από πλευράς ηθικής αλλά από πλευρας αισθητικής και επιπέδου αισθησιακού.από πλευράς συναισθήματος.

Η υγρή φύση της γυναίκας, πρωτόγνωρη κι η ηδονή σμιγμένη μ΄ένα αίσθημα αμαρτίας συνάμα....

Η μνήμη επανέρχεται δριμύτερη.

Καίει σαν ξεχασμένη χόβολη.ψήνεις πατάτα και γλυκό κρεμύδι μέσα στην καυτή της στάχτη...

Τετάρτη 12 Ιουνίου 2019

ΜΙΚΡΟΚΕΙΜΕΝΑ


ΠΑΛΑΙΟ

 

Τον μαγνήτιζαν τα φώτα αντανακλώμενα στη θάλασσα εκεί στο τέλος του μώλου, τότε, γιατί τώρα δεν μπορεί να ξαναβρεί τα ίχνη των χαμένων αναμνήσεων.μα, γιατί, αναρωτιέται τόση επιμονή να βρει τα ίχνη, εκείνης της ζωής, να τα ξαναφέρει στη μνήμη του ο διανυθείς χρόνος είναι τόσο μακρύς. Εκείνη η παχουλή μανάβαινα με τα ξαναμένα μάγουλα, κάτω απ΄το ψηλό σπίτι που ενοικίαζαν ένα δωμάτιο ή δύο, δεν θυμάται πια.με τα δυο παιδιά της που κάποτε συναντήθηκαν και πήγαν σπίτι τους. Το κόκκινο των φώτων της τροχαίας,το άγνωστο, το σκοτάδι μέσα στη συνείδηση ενός παιδιού στην πόλη απ΄το μικρό χωριουδάκι.ήθελαν λέει,να φάνε πατάτες τηγανιτές, αλλά σε πολύ μικρά κομματάκια κομμένες.κι όλα ετούτα του φαίνονταν παράξενα και πρωτόγνωρα.ήταν παχουλά κι εκείνα τα παιδιά, ξανθά, καλομαθημένα.ύστερα ο αδελφός του ήθελε να ψαρέψει ένα μήλο από ψηλά.και το κατάφερε.κι ο χάροντας ύστερα τον ψάρεψε κι αυτόνε νωρίς, κι εκείνος με την αόρατη ψιλή αλλά παντοδύναμη μισίνα...

Μια φορά μονάχα ψάρεψε, κι έπιασε καμπόσα με τον αδελφό της havva,  που τον έντυνε η τουρκάλα μάνα του με πεντακάθαρο άσπρο πουκάμισο να ξεχωρίζει.τους χάρισε όλα τα ψάρια.

Το κοριτσάκι όμως, το απέθαντο; Το λιγνό του σωματάκι, μέσα στα βράχια,στο παλιό λιμάνι;ο έρωτας των ματιών, ο καταλύτης; Εκείνος κι αν ήταν έρωτας.από απόσταση και να μένει εκείνη η σκηνή αξεδιάλυτη,φυλαγμένη πάντα στο ημίφως άφθαρτη απ΄τη ροή του χρόνου...κάποτε θα του δείξει τα όρια εκεί που τέλειωνε ο μώλος κι ήτανε το καφενείο που το μπουφε του κτυπούσε το κύμα, όπως ειναι τώρα το σύγχρονο καφέ του εναέριου...

Σάββατο 8 Ιουνίου 2019

Octavio Paz


΄Ησυχο δέντρο μες τα σύννεφα
...
Εκείνος ο νεαρός στρατιώτης
χαμογελούσε ντροπαλός ευθυτενής
όπως μια νέα ροδακινιά.
Το χνούδι του προσώπου του χρύσιζε
σαν το κοκκίνισμα του ροδάκινου
στου μεσημεριού τον κίτρινο ήλιο.
Οι χειρονομίες του
Σαν της ροδακινιάς
όταν ο άνεμος την σείει, στον λόφο.
Όταν χαμογελούσε το χαμόγελό του
ένα ξαφνικό λουλούδισμα της ροδακινιάς.
Μια ριπή του ανέμου στιγμές τον συννέφιαζε
και τότε, σοβαρός, συλλογισμένος,
΄Εμοιαζε ροδακινιά στον αέρα, γυμνή από φύλλα.

΄Επαιζε με τα παιδιά, το δείλι,
Με μια ζέση νοσταλγική, απόμακρος
σαν κύμα τρυφερό
που πάει κι έρχεται πίσω
΄Ενας μελαγχολικός άνεμος σάρωνε
σύννεφα τους ανθούς επάνω, σύννεφα μεγάλα,
και στον κήπο πετούσανε τα φύλλα
Ω, τρικυμισμένη άνοιξη!
΄Ησυχο δέντρο μέσα στα σύννεφα, φύλλα, παιδιά,
αναρωτιόταν εκείνος ο στρατιώτης:
«Είναι όλα σύννεφο, είναι όλα φύλλα, άνεμος»;
«Τα αγαπημένα δέντρα είναι σύννεφα»;
«Το κλαδί ετούτο που αγγίζω, αυτή
η φλούδα,
αυτά τα παιδιά, είναι σύννεφα»; «Σύννεφο το όνειρο
και το κορίτσι εκείνο και το άρωμα
του, φάντασμα της σάρκας, σύννεφο, αφρός
που τον σηκώνει ελαφριά ο άνεμος»;

Κι έφυγε μακριά, σιωπηλό μαύρο σύννεφο
Berkeley, 18 de abril de 1944.

Árbol quieto entre nubes
Por Octavio Paz

Aquel joven soldado
era sonriente y tímido y erguido
como un joven durazno.
El vello de su rostro se doraba
con el rubor de los duraznos
al amarillo sol de mediodía.
Sus ademanes eran
como los ademanes del durazno
cuando el viento lo mueve, en la colina.
Si sonreía era su sonrisa
un imprevisto florecer durazno.
Una ráfaga a veces lo nublaba
y entonces, serio, ensimismado,
era un durazno al aire, deshojado.

Jugaba con los niños, en la tarde,
con un fervor nostálgico, lejano,
con la misma ternura de la ola
que se aleja volviendo la cabeza.
Un viento melancólico barría
nubes en flor, apenas nubes,
y en el jardín volaban hojas
¡oh despeinada primavera!
Árbol quieto entre nubes, hojas, niños,
se preguntaba aquel soldado:
¿Es nube todo, todo es hoja, viento?
¿Los familiares árboles son nubes?
¿Esta rama que toco, esta corteza,
estos niños, son nubes? ¿Nube el sueño
y la muchacha aquella y su perfume,
fantasma de la carne, nube, espuma
apenas sostenida por el viento?

Y se alejó, callada nube negra. -Berkeley, 18 de abril de 1944.


μετφρ: Νεοκλής Κυριάκου, σχέδιο με παστέλ και μελάνι.

ΜΙΚΡΟΚΕΙΜΕΝΑ









ΦΡΑΓΚΟΣΥΚΑ





Είχε μουσκέψει στον ιδρώτα μύριζαν οι μασχάλες του, μπήκε στο δωμάτιο ν΄αλλάξει.το παράθυρο ανοιχτό, έμπαινε η ευωδιά της άνοιξης, οι κάκτοι είχαν ήδη αρχίσει ν΄ανθίζουν.ήταν ερωτευμένος μ΄εκείνο το βαθύ κίτρινό τους, το τόσο αποδιωγμένο κι αμίλητο απ΄τους ανθρώπους.δε διάβασε ποτέ ως τώρα κάτι για τα λουλούδια της φραγκοσυκιάς.και φέτος θα κατεβούν πρώτοι οι κλέφτες,οι άρπαγες να κόψουν τους πρώτους ώριμους καρπούς αφού ο ίδιος φοβάται πια τ΄αγκάθια και δε σηκώνεται νωρίς με τη δροσιά.και γιατί κύριε, άκου κύριε, κόβεις τα παπουτσόσυκά μου.μα νόμιζα όλοι κόβουνε, δεν τόξερα, απαντήσεις ηλίθιες κατά βάση, να καλύψει την αρπαγή του ξένου καρπού.δεν ξέρει, πως από νοσταλγία τις φύτεψα,πήγα και βρήκα ρίζες,φύλλα δηλαδή ένα δυο φύλλα κι αρχινά το δέντρο, αλλά θέλει και νεράκι μέχρι να ξεπεταχτεί,κι ύστερις μες τη λαύρα, θέλει πάλι νερό να κρατηθεί να μη μαράνει κι είναι οι καρποί του άδειοι και μαζεμένοι.θέλει και το κλάδεμά του, την περιοποίησή του, θέλει με άλλα λόγια τη δουλειά του, κι ο άλλος καμώνεται πως δεν το ξέρει, πως μόνες τους βλαστήσανε και μόνες τους βρεθήκανε εκεί και κρατάνε κι ανθίζουν και καρπίζουν και τις λέμε παπουτσοσυκιές κι αλλού φραγκοσυκιές καμμιά διαφορά, άσε που στο μεξικό και το περού τα τρυφερά πράσινα φύλλα τα τρώνε τα δοκίμασα λιγάκι ξυνά αλλά μια χαρά είναι...


Παρασκευή 7 Ιουνίου 2019


ΠΩΛ  ΒΕΡΛΑΙΝ

 

Σε μια γυναίκα

 

 

Σ΄εσάς ετούτοι οι στίχοι, για τη χάρη που σκορπά παρηγοριά

Των ομματιών σας, όπου γελά και κλαίει

Τ΄όνειρο γλυκό

την καθαρή κι ανέγγικτη  ψυχή σας

 οι στίχοι ετούτοι

Απ΄ της σκληρής της

Συμφοράς το βάθος



 Αλοίμονο σε μένα!  Άγριος στοιχειώνει εφιάλτης 

 ανάπαυλα δεν έχει, αγριεύει, μαίνεται, ζηλεύει

γιγαντώνει σαν λύκων μακριά πομπή

κρεμάμενη απ΄τη μοίρα μου μπροστά τη ματωμένη

 

Ώ! Τι πόνος,τι φρικτός πόνος, τόσο που οι πρώτες οιμωγές του αποδιωγμενου πρώτου ανθρώπου απ΄την Εδέμ, δεν είναι μπρος απ΄τις δικές μου παρα μονάχα ειδύλλιο

 

Κι οι οδύνες οι δικές σου,
Αν τύχαινε
 

Σαν  χελιδόνια σ΄ ουρανό  απογεύματος,

είναι, γλυκειά μου, - μια μέρα

Του ζεστού Σεπτέμβρη ωραία

 

Μτφ:ν.κ.

 

PAUL VERLAIN

 

A une femme

 

 

A vous ces vers de par la grâce consolante
De vos grands yeux où rit et pleure un rêve doux,
De par votre âme pure et toute bonne, à vous
Ces vers du fond de ma détresse violente

C'est qu'hélas ! le hideux cauchemar qui me hante
N'a pas de trêve et va furieux, fou, jaloux,
Se multipliant comme un cortège de loups
Et se pendant après mon sort qu'il ensanglante !

Oh ! je souffre, je souffre affreusement, si bien
Que le gémissement premier du premier homme
Chassé d'Eden n'est qu'une églogue au prix du mien !

Et les soucis que vous pouvez avoir sont comme
Des hirondelles sur un ciel d'après-midi,
- Chère, - par un beau jour de septembre attiédi

 

Πέμπτη 6 Ιουνίου 2019

ΜΙΚΡΟΚΕΙΜΕΝΑ


ΣΤΗΝ ΑΠΟΒΑΘΡΑ

Πάντα του άρεσε να κάθεται στην αποβάθρα, να κοιτάζει το νερό να λαμπυρίζει, το φως να διαθλάται σε χίλιους ιριδισμούς κυματιστούς. Μια φορά δοκίμασε να κάνει τον ψαρά.μοναδικό ένα τσίμπημα και τίποτ΄άλλο.ο άλλος πηγαινοερχόταν άλλαζε τοποθεσία,έρριχνε τ΄αγγίστρι έπιανε έδινε και στη γάτα που τον ακολουθούσε από κοντά.πιάσανε λίγη κουβέντα και τον ειρωνεύτηκε που δεν έπιανε ψάρια.εσείς του είπε οι αδαείς πρέπει να φοράτε ειδικά φανελάκια να γράφουνε επάνω, αδαείς, μαθητευόμενοι.έτσι,μερικοί τη βρίσκουνε με την κακία,το σκώμμα,την κοροϊδία.τι να κάνουμε.αυτός να προσπαθεί να μην πληγώσει ούτε τον πιο παρακατιανό άνθρωπο,ενώ κάποιοι άλλοι, το αντίθετο.θυμήθηκε εκείνο τον άχρηστο καθηγητή που με το παραμικρό έθιγε τους άλλους.πόσα κόμπλεξ θεέ μου.είναι κι ο φρόϋντ πεθαμένος χρόνια να τους γειάνει, πάνω στο ανάκλιντρο της ψυχαναλυσης.διότι κάποια αιτία έχουν όλα,κι ο φονιάς εκείνος, κάποια αιτία θάχε που έπνιγε τις άτυχες εκείνες γυναίκες κι ύστερα τις πετουσε στις τοξικές λίμνες.σίγουρα ακεφτόταν πως ύστερα από χρόνια και να τις εύρισκαν θάχαν γίνει υλί και λάσπη τίποτα για ν΄αναγνωρίσουν οι ιατροδικαστές.έπεσε έξω όμως. Όσες τσιμεντόπλακες και νάβαλε πάλι πάνω βγηκανε σαν άγριες ερινύες και τον καταδιώκουν...

Τετάρτη 5 Ιουνίου 2019

ΣΥΜΒΟΛΙΣΜΟΣ


Πωλ Βερλαίν

 

 

 

Ύστερ΄από τρία χρόνια

 

 

Έσπρωξα την στενή πορτούλα

Που έτρεμε και μπήκα

 

Μες στον μικρό τον κήπο και

Περπάτησα

Ο ήλιος του πρωϊού γλυκά τον

Φώτιζε

Στο κάθε λούλουδο χαρίζοντας

Αναλαμπές υγρές



Είδα ξανά το κάθε τι:το ταπεινό το

Κιόσκι

Και την τρελή κληματαριά τις ψάθινες καρέγλες...

Το συντριβάνι πάντα το ίδιο

Αργυρό μουρμουρητό

Κι ο γέροντας να τρέμει με το αιώνιο

Παράπονό του.



Τα τριαντάφυλλα πως σείονταν

Εμπρός, εμπρός

Τα μεγάλα κρίνα περήφανα ισοσυγίζονταν στον άνεμο.

Κάθε λαγός που πάει κι έρχεται

Μ΄αναγνωρίζει.


Είδα ξανά και τ΄άγαλμα όρθιο

Την Βελλέδα

Με ξεφτισμένο γύψο στο τέλος της λεωφόρου,

Αδύναμο, ανάμεσα στ΄αμυδρό άρωμα

Της μινιονέτας.

 

 

Paul Verlaine

 

 

" Après trois ans"

 

 

Ayant poussé la porte étroite qui chancelle,
Je me suis promené dans le petit jardin
Qu'éclairait doucement le soleil du matin,
Pailletant chaque fleur d'une humide étincelle. Rien n'a changé.


J'ai
tout revu : l'humble tonnelle
De vigne folle avec les chaises de rotin...
Le jet d'eau fait toujours son murmure argentin
Et le vieux tremble sa plainte sempiternelle.

Les roses comme avant palpitent, comme avant
Les grands lis orgueilleux se balancent au vent.
Chaque alouette qui va et vient m'est connue.

Même, j'ai retrouvé debout la Velléda
Dont le plâtre s'écaille au bout de l'avenue,
- Grêle, parmi l'odeur fade du réséda.