CATHAY – EZRA POUND
Rihaku
Θρήνος του Φρουρού
των Συνόρων
φυσά ο άνεμος
στη Βόρεια Πύλη, άμμο γεμάτος
Μοναχικός απ΄τις
αρχές ως τώρα των αιώνων!
Πεσμένα δέντρα, κίτρινο
του
Φθινοπώρου το χορτάρι
κάστρα ανεβαίνω και
κάστρα
τη γη των βαρβάρων να
προσέχω:
Ερηπωμένο κάστρο, ο
ουρανός, κι η έρημος πλατειά.
Δεν έχει μείνει
τοίχος σε τούτο το χωριό όρθιος.
από χιλιάδες
παγετώνες ασπρισμένα κόκκαλα,
Ψηλοί σωροί, χορτάρι κι
από δέντρα σκεπασμένοι
Ποιος τόφερε το
πράγμα ετούτο;
Ποιος έφερε την
πυρωμένη του αυτοκράτορα οργή;
Ποιος έφερε με τα νταούλια και τα τύμπανα
Στρατόν;
Οι βασιλιάδες των βαρβάρων.
Μιαν άνοιξη αρχόντισα
π΄άλλαξε
Σ΄ένα φθινόπωρο για αίμα διψασμένο
Κι ο συρφετός των στρατιωτών μες στο μεσαίο βασίλειο απλωμένος,
Τριακόσιες εξήκοντα
χιλιάδες,
Και θλίψη, θλίψη σαν και
τη βροχή.
Θλίψη να πας και
θλίψη, θλίψη να΄ρθεις πίσω,
Ερημωμένα, ερημωμένα τα
χωράφια,
Δίχως παιδιά πολέμου
επάνω τους
Δίχως τους άνδρες πια
να ορμήσουν ή ν΄αντισταθούνε.
Ώ, πως μπορείς τη
μουντή θλίψη στη Βόρεια Πύλη να μαντέψεις,
Με του Rihoku τόνομα πια
ξεχασμένο,
Κι εμείς φρουροί
Το θήραμα για τίγρεις.
Μτφ: ν.κυρ.
CATHAY – EZRA POUND
Lament of the Frontier Guard
By the North Gate, the wind blows full of sand,
Lonely from the beginning of time until now!
Trees fall, the grass goes yellow with autumn.
I climb the towers and towers
to watch out the barbarous land:
Desolate castle, the sky, the wide desert.
There is no wall left to this village.
Bones white with a thousand frosts,
High heaps, covered with trees and grass;
Who brought this to pass?
Who has brought the flaming imperial anger?
Who has brought the army with drums and with
kettle-drums?
Barbarous kings.
A gracious spring, turned to blood-ravenous
autumn,
A turmoil of wars-men, spread over the middle
kingdom,
Three hundred and sixty thousand,
And sorrow, sorrow like rain.
Sorrow to go, and sorrow, sorrow returning,
Desolate, desolate fields,
And no children of warfare upon them,
No longer the men for offence and defence.
Ah, how shall you know the dreary sorrow at the
North Gate,
With Rihoku's name forgotten,
And we guardsmen fed to the tigers.
_Rihaku._
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου