ΑΗΣ ΓΙΑΝΝΗΣ
Μέρες του
1955
Η ενορία
εκείνη ήτο ακόμη πολύ φτωχική.γειτνίαζε με το εργοστάσιο κουμπιών το λεγόμενο
κομποποιείο όπου η μητέρα πήγε να δουλέψει πρώτη φορά στη ζωή της έξω απ΄το
σπίτι.δεν θυμάμαι αν άντεξε μια βδομάδα ή ένα μήνα.είχαμε νοικιάσει δυο
απ΄εκείνες τις κάμαρες που ήτανε τότε κτισμένες γι αυτό το σκοπό γιατί δεν
λογιάζονταν για σπίτια αλλά κάτι κατώτερο ας πούμε.ετσι σκέφτομαι τώρα που το
γράφω ύστερ΄από εξήντα τόσα χρόνια.έξω απ΄το δωματιάκι είχε μικρή αυλή κι
εκείνος πάρκαρε το ποδήλατό του και νομίζω το αλυσόδενε γι ασφάλεια.πάντα το
κλέβαμε και κάναμε τις πρώτες μας βόλτες και τσακιζόμασταν αλλά το τσακίζαμε κι
εκείνο.το παιρνε και το ηλεκτροκολλούσε, θάχε κάποιο φίλο, δεν ξέρω και τόφερνε
πίσω.ξανά εμείς να το ροβολάμε και να το χαλάμε.κάπου εκεί κοντά στο μεγάλο
δρόμο, ήταν ένας μεγάλος ευκάλυπτος στην κούρβα. Μια μέρα έπεσε επάνω του ένα
καμιόνι στοίβα στρατιώτες εγγλεζους και τσακίστηκε, είχε αναποδογυριστεί κι
ακούγαμε τα βογγητά τους.δεν είναι όπως όταν μεγαλώσεις. Εκείνη την εποχή δεν
μας ενοιαζε δεν θυμάμαι να λυπόμαστε ιδιαίτερα.ίσως γιατί ήτανε κατακτητές,δεν
ξέρω.μερικά παιδιά της ηλικίας μου, μπασμένα, πήγαν και τους μάζευαν τα όπλα.
Με τον
πατέρα δεν παιρνούσαμε καλά.η μητέρα γνώρισε εκεί μια γυναίκα ίσως
προσφυγούλα,είχε και τότες πρόσφυγες, τώρα από ποιο πόλεμο θα σας γελάσω.δεν
μας ένοιαζε, δεν είχαμε περιέργεια να μάθουμε. Αντάλλαζαν μαγειρικές γνώσεις κι
η μια βοήθαγε την άλλη.με τα παιδιά της κάναμε παρέα, και μια μέρα μας ήρθε η
ιδέα και βάλαμε φωτιά σε κάτι χαρτιά
μέσα στην μια κάμαρη.πήγαμε να τη σβύσουμε με την εφημερίδα κι αυτή
φούντωνε.εκείνοι πετάχτηκαν κι έφυγαν απ΄το παράθυρο.έμεινα και την έσβυσα δεν
θυμάμαι πως.υπήρχαν συμμορίες στη γειτονιά.μερικά άλλα παιδιά οχυρώνονταν όπως
σε οδοφράγματα και μας έρριχναν πέτρες.θα μπορούσαν να μας άνοιγαν το
κεφάλι.τότε κουβαλούσαν τον άμμο από τη θάλασσα με το κάρρο.ήταν ένας λίγο πιο
πάνω και τον κουβάλαγε.θυμαμαι επίσης μια μεγαλόσωμη ασουλούπωτη γυναίκα που γύριζε
και της έδιναν πράματα.τάβαζε μεσα απ΄τα ρούχα της, ακόμα και τα βούτυρα.δεν
είχε τότε τσάντες πλαστικές και η μόλυνση του περιβάλλοντος ελάχιστη.ό,τι μας
ήταν άχρηστο το ρίχναμε στη θάλασσα αλλά πλαστικά δεν υπήρχαν.βέβαια θυμάμαι
κάποια πρωϊνά που επέπλεαν στην επιφάνεια της θάλασσας εκεί στο τέλος του
τοτινού μώλου πράγματα και ξιμαρισιές.αυτό ήταν όλο.σιχαινόσουν λιγάκι και
παρακάτω τα νερα των εργοστασίων της ΚΕΟ και της ΚΕΑΝ, έπεφταν κι αυτά και
κατέληγαν εκεί. Τα φώτα που αντανακλώντο στα νερά,με έκαναν να θέλω να γίνω
ζωγράφος να τα ζωγραφίσω όπως ο βαν γκογκ.σπούδασα ζωγραφική,αλλά ουδέποτε ζωγράφισα
φώτα αντανακλωμενα στα νερά όπως ο βαν γκογκ ή ο μονε στη γαλλία...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου