Δημοφιλείς αναρτήσεις

Προς Αναγνώστη Καλωσόρισμα και μια εξήγηση

Αγαπητέ αναγνώστη, καλώς όρισες στα μέρη μας, μπορείς να ξεκουραστείς λίγο εδώ, δεν έχουμε θέματα που λειτουργούν σαν ενοχλητικές μυίγες, εδώ θα βρεις κάποια κείμενα ποίησης ή πεζά, κείμενα φιλοσοφίας, αρχαίου ελληνικού λόγου, κείμενα γραμμένα στις πιο γνωστές ευρωπαϊκές γλώσσες, (μια καλή μετάφραση εκ μέρους σου θα ήταν ευπρόσδεκτη) που μου έκαναν εντύπωση, αν κι εσύ βρεις κάτι, πολύ ευχαρίστως θα το δημοσιεύσω αν είναι κοντά σ'αυτά που αποτελούν την περιρρέουσα ατμόσφαιρα αυτού του μπλόγκ. Επίσης η Τέχνη αποτελεί κεντρική θέση όσον αφορά στις δημοσιεύσεις αυτού του ιστότοπου, αφού η πρωταρχική μου ενασχόληση από εκεί ξεκινά κι' εκεί καταλήγει. Φανατικά πράγματα μην φέρεις εδώ, δεν είναι αυτός ο τόπος, φτηνές δημαγωγίες επίσης εξαιρούνται, σκέψεις δικές σου, γνήσιες, προβληματισμούς δικούς σου, πολύ ευχαρίστως, ανακύκλωση εκείνου του χαώδους, όπου σεύρω κι όπου μεύρεις, δεν το θέλω. Οι καλές εξηγήσεις κάνουν τους καλούς φίλους. Εύχομαι καλή ανάγνωση.

σημ: κάθε κείμενο μπορεί να αναδημοσιευτεί ελεύθερα φτάνει να αναφέρεται οπωσδήποτε
η πηγή του, δηλ, η ονομασία του μπλόγκ μου.
Σας ευχαριστώ για την κατανόηση!







Παρασκευή 31 Μαΐου 2013

Τότε που είμασταν παιδιά

ΟΙ ΜΑΤΖΙΛΛΕΣ

Τα παλιά  τα χρόνια, τη δεκαετία του  60 στην Κύπρο, τα σύκα ως φρούτο δεν πουλιόντανε στην αγορά. Εθεωρείτο ως κάτι το ευτελές, κάτι  που το είχε ο καθένας, συνηθισμένο και το βρισκε οπουδήποτε. Το μόνο που πουλιότανε, παράγωγό του είτανε τα παστόσυκα, στις αγορές, στα πανηγύρια, αλευρωμένα και σαγηνευτικά. Τα φρέσκα είτε τα είχες στην αυλή σου, είτε τα εύρισκες στη συκιά του γείτονα, στη συκιά του δρόμου, είτε πήγαινες κάτω στις κάτω γειτονιές, στο σπίτι του φίλου σου του Φωτή να πούμε, δεν τον εύρισκες κι ο πατέρας του ο Αγαθόκλης, σούλεγε, « να εκεί είναι το δεντρό, ανέβα και κόψε». Κι ανέβαινες εσύ, ως βασιλέας εκεί ψηλά, που ανεβαίνουν μόνο τα πουλιά, καθόσουνα με άνεση σ ΄ ένα κλώνο, και έτρωγες, έτρωγες ώσπου να κορέσεις την πείνα σου.

΄Ασπρα, αντελούνικα, βαζανάτα, ό,τι πεθυμούσε η ψυχή σου. Τώρα, στις υπεραγορές, κι αυτό απετέλεσε το έναυσμα για ν΄αρχίσω πάλι τις φλυαρίες, μέχρι και τα πρώμα, τις ματζίλλες, όπως τις λέμε,  τις βάλανε για πούλημα. ΄Ελεος πια, κυπραίοι, έλεος. Όλα πια φαρμακωμένα, όλα με ορμόνες, τ ΄ αφήσατε γιατί δεν έχουν κέρδος πλέον, τρώμε τα άγευστα της Ισπανίας και της Ολλανδίας, κι ύστερα ζητάτε επιδοτήσεις απ΄την κυβέρνηση άμα πέσει κανένα χαλαζάκι. Και τώρα που επτώχυνεν η κυβέρνηση και τελειώσαν οι αβάττες, τι θα γίνει;

Σταματούσαμε το λοιπόν καθ΄οδόν προς το Κτήμα, περιπατούντες  και ουχί εποχούμενοι επί όνου ή ποδηλάτου και στην φιλόξενη συκαία κάναμε την επίθεσή μας, ειρηνική βεβαίως και ποτέ μα ποτέ δεν ήρθε κανένας να μας ενοχλήσει. Ιερό δέντρο, στην φιλόξενη ΄
Εμπα, με καρπούς σε χρώμα βαζανί και τεράστιους, εξ ΄ού και το όνομά της, Βαζανάτη. Την σκέφτομαι τώρα που μεγάλωσα, σαν μια παραμάνα απ΄την Αφρική, μελαψή και γενναιόδωρη που μας έδινε απ΄το ίδιο το βυζί της μαζί με τ ΄ άλλα νεγράκια γάλα και μας τάϊζε αφιλοκερδώς. ΄Ετσι ήτανε τότε, μέσα στην φτώχεια εκείνη, εμείς ήμασταν μικροί βασιλιάδες. Κανένα παράπονο που οδοιπορούσαμε, καμμιά μεμψιμοιρία  που κάναμε βάδην πέντε αγγλικά μίλια για να πάμε στο σχολείο, στο Γυμνάσιο Πάφου. Ο γιός του παπά, εκεί στο γεφυράκι που καθήσαμε λίγο κάποτε να ξαποστάσουμε στην επιστροφή, μας δήλωσε περήφανα πως γνωρίζει την περιοχή πατημασιά πατημασιά, κι ό,τι είπιε με το κουταλάκι όλα τα γύρω μέρη και ξέρει τις αποστάσεις με μαθηματική ακρίβεια, κι αναρωτιότανε επειδή τότε κάνανε το μάθημα των αρχαίων με τα ομηρικά έπη, αν το όνομα του χωριού μας η Τάλα προερχόταν λέει απ΄το τάλας, που εσήμαινε βασανισμένος, ταλαίπωρος και το φιλοσοφούσαμε πιτσιρίκια όντες. Βέβαια για τον Ευαγόρα τον γιο του παπά αξίζει ένας να μιλήσει σε άλλο κεφάλαιο, για να διηγηθεί τα ανδραγαθήματά του, αφού με τη σφεντόνα του θεώρησε καλό να με σημαδέψει μια φορά, ίσα στο μάτι για να μου το βγάλει , καθώς ήμουν ανεβασμένος επάνω στην συκομουριά και απολάμβανα τα ωραία της βατόμουρα που εμείς λέγαμε « βάτσινους», Τέλος πάντων, περασμένα ξεχασμένα, ο λός τόχει, ας είναι συγχωρεμένος, τόσα χρόνια πέρασαν θα του κρατάω κακία ως τώρα;

υγ. Τώρα στα βιβλία που μας εξηγούνε τα τοπωνύμια, η Τάλα  λέει, βγαίνει απ΄το Davila, που έγινε μετά Davla, και στο τέλο  Dala,  ΄Αρα δεν είχε άδικο η γυναίκα μου η Μαρίνα, που άμα ήθελε να μιλήσει υποτιμητικά για το χωριό μου επρόσθετε εκείνο το βαρύ Ν στην αρχή και έλεγε Ντάλα!

Δεν υπάρχουν σχόλια: