Δημοφιλείς αναρτήσεις

Προς Αναγνώστη Καλωσόρισμα και μια εξήγηση

Αγαπητέ αναγνώστη, καλώς όρισες στα μέρη μας, μπορείς να ξεκουραστείς λίγο εδώ, δεν έχουμε θέματα που λειτουργούν σαν ενοχλητικές μυίγες, εδώ θα βρεις κάποια κείμενα ποίησης ή πεζά, κείμενα φιλοσοφίας, αρχαίου ελληνικού λόγου, κείμενα γραμμένα στις πιο γνωστές ευρωπαϊκές γλώσσες, (μια καλή μετάφραση εκ μέρους σου θα ήταν ευπρόσδεκτη) που μου έκαναν εντύπωση, αν κι εσύ βρεις κάτι, πολύ ευχαρίστως θα το δημοσιεύσω αν είναι κοντά σ'αυτά που αποτελούν την περιρρέουσα ατμόσφαιρα αυτού του μπλόγκ. Επίσης η Τέχνη αποτελεί κεντρική θέση όσον αφορά στις δημοσιεύσεις αυτού του ιστότοπου, αφού η πρωταρχική μου ενασχόληση από εκεί ξεκινά κι' εκεί καταλήγει. Φανατικά πράγματα μην φέρεις εδώ, δεν είναι αυτός ο τόπος, φτηνές δημαγωγίες επίσης εξαιρούνται, σκέψεις δικές σου, γνήσιες, προβληματισμούς δικούς σου, πολύ ευχαρίστως, ανακύκλωση εκείνου του χαώδους, όπου σεύρω κι όπου μεύρεις, δεν το θέλω. Οι καλές εξηγήσεις κάνουν τους καλούς φίλους. Εύχομαι καλή ανάγνωση.

σημ: κάθε κείμενο μπορεί να αναδημοσιευτεί ελεύθερα φτάνει να αναφέρεται οπωσδήποτε
η πηγή του, δηλ, η ονομασία του μπλόγκ μου.
Σας ευχαριστώ για την κατανόηση!







Κυριακή 5 Μαΐου 2013

ένα διήγημα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη


Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης

ΤΟ ΖΩΝΤΑΝΟ ΚΙΒΟΥΡΙ ΜΟΥ

Καμμία δεν ήτο ποτέ αξιοπρεπεστέρα ως σπιτονοικοκυρά από την Μπα- Μάρω, κάτω εις μίαν μάνδραν, πλησίον εις την πλατείαν της Ελευθερίας. Πρώτον, το σπίτι, σειρά χαμογείων από 7 ή 8 δωμάτια, τα οποία αυτή ενοικίαζε, ήτον άγνωστον τίνος ιδιοκτήτου ήτον. Κατά τους μεν, η Μάρω είχε συμφωνήσει με μίαν πολύ αγαπημένην φίλην της προ χρόνων, στου Καλαμιώτη,  όπου εκατοικούσαν ομού, μετερχόμεναι διάφορα  επαγγέλματα- συνήθως έπλυνον ή εσιδέρωνον, ενίοτε έκαμνον και προξενιές- όποια από τας δύο επιζήση, να κληρονομή την άλλην. Λοιπόν η Μάρω είχε την τύχην να βάλη την αγαπημένην φίλην της μπροστά, και τότε ηγόρασε το σπίτι αυτό με τα χρήματα, οπού είχον ευρεθή της μακαρίτισσας. Κατά τους δε, το σπίτι ανήκεν εις τον δικηγόρον, τον σύζυγον μιας ανεψιάς της Μάρως, και αυτή ήτο μόνον ως επιστάτρια και υπενοικιάστρια. Ευρίσκοντο όμως  και καλοθεληταί, προσπαθούντες να συμβιβάσουν τας δύο γνώμας. Κατ΄ αυτούς, η μάνδρα με τα παλαιά χαμόγεια είχεν αγορασθή πράγματι με τα χρήματα της τεθνεώσης, αλλ΄εις το συμβόλαιον εφέρετο μόνον το όνομα της ανεψιάς της Μάρως και του συζύγου της, όστις, ως δικηγόρος, ήξευρε πολύ καλά πώς γίνονται «αυτά τα πράγματα».
******
Όταν επήγα κ΄έπιασα το μέσα δωμάτιον, όπου έμεινα έκτοτε
επί  δώδεκα  έτη της ανωφελούς ζωής μου, καλυβάκι ξεχωριστόν από την σειράν των άλλων χαμογείων, και το μόνον βλέπον προς τον δρόμον, ως αντικρύζον την αυλόπορταν, - είναι πολλά έτη από τότε – η πρώτη εντύπωσίς μου υπήρξε τερπνή. - ΄Ητο μέσα από ξύλινα δρύφακτα, εις το βάθος της αυλής, μαζί με άλλα δύο∙ το έν, το οποίον κατείχε πτωχή χήρα με τα τέκνα της, και μέσα- μέσα της σειράς, όπου εφώλευεν η Μπα- Μάρω. Εντός του δρυφάκτου και προ της θύρας μου, ήτο μία  εξαισία κληματαριά, με πλουσιώτατον φύλλωμα, αποτελούσα την μικράν αυλήν μας- άντρον σκιάς και δρόσου. Εκοιμήθην την πρώτην νύκτα∙ παράθυρον δεν  είχε το μικρόν κελλίον, της δε θύρας το τρίτον προς τα άνω διεφέγγετο από ύαλον.  Εξύπνησα με την εντύπωσιν – καθότι έβλεπα κ΄ένα κυπαρισσάκι να σείεται θλιβερά, αντικρύ εκεί εις μίαν αυλήν, πέραν του δρόμου- ότι είχα κοιμηθή μέσα στο κιβούρι μου, το οποίον μου είχε κτίσει, όπως προαπολαύσω και λάβω πείραν του πράγματος, η ευμενής Μοίρα.
************
Την πρωίαν, πριν εξέλθω, είδα την σπιτονοικοκυράν  ν΄ασχολείται να κουβαλή έπιπλα από μίαν  εις άλλην κάμαραν, και μερικά εις την ιδίαν κατοικίαν της. Εμέτρησα 11 ή 12 κιβώτια. Όλα σχεδόν ήσαν παλαιά και άκομψα, τα πλείστα εφαίνοντο να είναι κενά, άλλα εδείκνυον μικρόν βάρος. Τα μετακόμιζεν όλα αυτά βοηθουμένη από την μικράν κορασίδα. Αμαλίαν της Παπαβλαστού – της αμέσου γείτονός μου, της χήρας -  την οποίαν είχεν αγγαρεύσει προς τούτο. Ηγάπα δε, ως  εβεβαιώθην, την αγγαρείαν – όταν την επέβαλλεν εις άλλους. Τα κιβώτια, ως έμαθον, όσα δεν ήσαν όλως κενά, περιείχον διάφορα ράκη μάλλινα ή μεταξωτά, και εν ή δύο μόνον περιέκλειον σινδόνια, κλινοσκεπάσματα, και άλλα οθόνια. Όλα ταύτα ανήκον εις την σπιτονοικυράν. Φαίνεται ότι ήσαν λείψανα παλαιών ενοικητόρων, ενέχυρα, παρακαταθήκαι απέναντι οφειλομένων ενοικίων και τα  τοιαύτα. Αλλ΄ έκτοτε ουδείς είχεν έλθει να τα ζητήσει.
***********
Επήλθεν ο χειμών. ΄Εμεινα εκεί. Μεταξύ των ενοικάρηδων, έβλεπα ένα Πέτρον, Μαλτέζον. Ούτος συχνά εκάθητο επί του κατωφλίου της ιδίας του κατοικίας καπνίζων την πίπαν του. Μίαν πρωίαν εξυπνήσας, ακούω την Μάρω να μεγαλοφωνή, κι εφαίνετο εν ταραχή και αγανακτήσει.
     - Τι τρέχει;
     - Ο Πέτρος, ο Μαλτέζος! Μου έφυγε την νύχτα, ο μουστερής…Δυόμισυ νοίκια μου τρώει – με συμπάθειο, αν είναι και λίγα. Κουβάλησε μεσάνυχτα τα ρούχα του.
      Είχε δίκαιον. Δεν θα είχεν ο άνθρωπος, καμμίαν κασσέλαν περίσσαν να της αφήση, δια να τον ενθυμήται. ΄Αλλοι ενοικάρηδες συνέβαινε να κρατήσουν εν δωμάτιον επί δύο μήνας και τόσας ημέρας. Η Μπα – Μάρω πολλάκις επεκαλείτο τα φώτα μου δια να της εύρω τον λογαριασμόν. Συνήθως απήτει να πληρωθή όλος ο μην δια τας 9 ημέρας, αλλά  βλέπουσα την άκραν πτωχείαν των ανθρώπων, και αυτή αφωπλίζετο. ΄Αλλως, ιδού πως ελογάριαζε συνήθως τας ημέρας. Ο νοικάρης είχεν έλθει στις 20 Μαρτίου, κι έφευγε στις 30 Μαίου. Από 20 Μαρτίου έως 31, δώδεκα μέρες∙ και 18 απ΄τον Απρίλη ένας μήνας σωστός. Από 18  Απριλίου (bis), έως τέλος, 13  μέρες∙ και δεκαφτά απ΄τον Μάη, δύο μήνοι∙ από 17 Μαίου  (bis) έως31….
     -Μα έχουμε τριάντα σήμερα, κυρα – Μάρω.
     -Τριανταμία τραβά ο μήνας. Από 17 του μηνός τας λογαριάζεις δυο φορές.
     - Ας είναι∙ 15 μέρες προς 46 λεφτά και μισό, πόσα μας κάνουν;
     -Είναι 46 και δυο τρίτα, κυρα – Μάρω. Αλλά μόνον 12 ημέρες θα πληρώσουμε.
     - Γιατί τάχα 46 και δύο τρίτα; διεμαρτύρετο η Μπα – Μάρω, φανταζομένη ότι τα 2/3 είναι ολιγώτερα από το μισό! Και ούτω καθεξής.

 ********

 Το πρωί , μέσα εις το ζωντανό κιβούρι μου, πολλάκις μ΄εξύπνησαν αι ομιλίαι και διηγήσεις της Μάρως προς την μικράν Αμαλίαν, την κόρην της γείτονος.
       - Κ΄επήγα στης κυρίας Βασιλειάδους, και στης κυρίας
Αργυροπούλους, να συνεννοηθούμε για τα ψώνια∙ κάναμε τη βίζιτα μαζί με την κουμπάρα, την κυρά Φωτεινή∙ και μου λέει, Κυρία Μαριγώ, μα πώς δεν μας θυμόσαστε και μας ξεχάσατε πλια και σεις, και της λέει η κουμπάρα η Φωτεινή: Μα ξέρετε, η κυρία Μαριγώ είναι πολύ ακριβοθώρητη, έχει την έννοια του σπιτιού, και δεν αδειάζει. Και τότε μου λέει η κυρα – Βασειλιάδους: Μα πώς, κυρία Μαριγώ… κλπ. κλπ.
΄Ηρχισε να διηγήται εμπιστευτικώς εις την μικράν δι εν συνοικέσιον, το οποίον επρόκειτο να γίνη και δια το οποίον αι δύο ρηθείσαι κυρίαι εζήτουν  την συνδρομήν της και τας συμβουλάς της.
     - Το λοιπόν; ύστερα, κυρα – Μάρω; ηρώτησεν η μικρά, ευρούσα αμέσως ενδιαφέρον εις την διήγησιν.
     Τότε η γριά, χάνουσα την υπομονήν,  επειδή η παιδίσκη δεν ήθελε να το εννοήση ακόμη πως έπρεπε να την προσαγορεύη:
     - Κυρία Μαριγώ, να λες. Ακούς;

Μίαν φοράν η κυρά Μάρω έκαμε μίαν εβδομάδα να μου ομιλήση δια την εξής αιτίαν. ΄Αν και σχεδόν ποτέ δεν παρεπονούμην δια τίποτε, συνέβη να ενοχληθώ ποτε από μερικούς νοικάρηδες, οπού συνήθιζαν να κοιμώνται και να ρέγχουν υπαίθριοι το θέρος,καταλαμβάνοντες όλον το μήκος και το πλάτος, πλην των δρυφάκτων, της έξω αυλής. Το δε χειρότερον, το οποίον μου είχε συμβή ποτε, υπήρξε το εξής. Είς καρπάθιος, λατόμος,μένων διαρκώς εις την Πεντέλην, εκράτει ουχ ήττον δωμάτιον εις της Μάρως,και κατήρχετο κατά τας εορτάς εις την πόλιν. Μίαν τοιαύτην παραμονήν είχε κατέλθει, και είχε κατακλιθή εις το ύπαιθρον∙ αλλ΄αυτήν την φοράν είχε φέρει μαζί του και εν ζώον, ως είδος μανδροσκύλου, νέον απόκτημα, ως φαίνεται. Ο σκύλος, άμα εισήλθον εις την αυλήν, μεσάνυκτα, μου ερρίχθη, ως ήτο επόμενον.

      ( Παρέκβασις, - Ω! τι δύναται να υποφέρη τις , και μάλιστα ως « εριγένης» εις τας Αθήνας! Φαντασθήτε! να πηγαίνης δια να κοιμηθής εις το δωμάτιόν σου, ξεθάρρευτος, και να εύρης ακοίμητον, ανέλπιστον εχθρόν ενεδρεύοντα εις την θύραν σου! Δι ΄αυτό άρα οι τόσον έξυπνοι Επτανήσιοι έχουν ως μεγάλην κατάραν « ξαφνικό να του΄ρθη» τινός. Το «ξαφνικό», και ευτύχημα αν είναι, καλόν δεν κάμνει. Διαβάστε εις την ιστορίαν δι έναν Μητροπολίτην, Δωρόθεον, αν καλώς ενθυμούμαι, όστις έπεσεν απόπληκτος και απέθανεν άμα έμαθε το ανέλπιστον ευτύχημα, ότι εξελέγθη Οικουμενικός Πατριάρχης!)
Και εσώθην μεν τότε από τους οδόντας του σκύλου, αλλ΄η σπιτονοικοκυρά εκάκιωσε μαζί μου, ως να έπταια εγώ.
Τέλος, μίαν Κυριακήν το δειλινόν, η Μάρω είχεν αναγγείλει, ότι έμελλε να τελεσθή ο γάμος της «βαφτιστήρας» της, θυγατρός της «κουμπάρας Φωτεινής», δια την οποίαν συχνά ωμίλει, χωρίς να την ίδωμεν ποτέ να έλθη εις επίσκεψίν της. Εμβήκεν εις το δωμάτιόν της, ήνοιξε το επίσημον μπαούλο της, εστολίσθη, κι εξήλθε, κλειδώνουσα την θύραν. ΄Ηκουσα το βήμα και τον θρουν του φορέματος.
Πλην τότε, καθώς εστολίσθη, εξέχασε το κάκιωμα, και ήλθε προ της θύρας μου, όλη φρου-φρου, με την ολομέταξον ορθίαν και υδατιζουσαν εσθήτα.
-Πάω στο γάμο, είπε. Και στα δικά σου!
- Καλά!

*******
                                              
       Μίαν τελευταίαν μικράν σκηνήν. Είχεν έλθει νεαρά γυνή με καπέλο , κι εζήτει δωμάτιον. Η Μάρω ήρχισε να την ερωτά αν έχη σύζυγον ή όχι, και τι δουλειά κάνει, Η γυνή απήντησε ο,τιδήποτε.
- Και από πού είσαι;
-Από τ…
Η γυνή ωνόμασε μίαν νήσον ιστορικήν του Σαρωνικού, οπόθεν συνέβαινε να κατάγεται και η Μάρω.
-Και πώς έβγαλες το τσεμπέρι; της λέγει. Εγώ έχω σαράντα χρόνια στην Αθήνα…και το φορώ!
Και ηρνήθη να της δώση δωμάτιον…

( 1926 )

Δεν υπάρχουν σχόλια: