Δημοφιλείς αναρτήσεις

Προς Αναγνώστη Καλωσόρισμα και μια εξήγηση

Αγαπητέ αναγνώστη, καλώς όρισες στα μέρη μας, μπορείς να ξεκουραστείς λίγο εδώ, δεν έχουμε θέματα που λειτουργούν σαν ενοχλητικές μυίγες, εδώ θα βρεις κάποια κείμενα ποίησης ή πεζά, κείμενα φιλοσοφίας, αρχαίου ελληνικού λόγου, κείμενα γραμμένα στις πιο γνωστές ευρωπαϊκές γλώσσες, (μια καλή μετάφραση εκ μέρους σου θα ήταν ευπρόσδεκτη) που μου έκαναν εντύπωση, αν κι εσύ βρεις κάτι, πολύ ευχαρίστως θα το δημοσιεύσω αν είναι κοντά σ'αυτά που αποτελούν την περιρρέουσα ατμόσφαιρα αυτού του μπλόγκ. Επίσης η Τέχνη αποτελεί κεντρική θέση όσον αφορά στις δημοσιεύσεις αυτού του ιστότοπου, αφού η πρωταρχική μου ενασχόληση από εκεί ξεκινά κι' εκεί καταλήγει. Φανατικά πράγματα μην φέρεις εδώ, δεν είναι αυτός ο τόπος, φτηνές δημαγωγίες επίσης εξαιρούνται, σκέψεις δικές σου, γνήσιες, προβληματισμούς δικούς σου, πολύ ευχαρίστως, ανακύκλωση εκείνου του χαώδους, όπου σεύρω κι όπου μεύρεις, δεν το θέλω. Οι καλές εξηγήσεις κάνουν τους καλούς φίλους. Εύχομαι καλή ανάγνωση.

σημ: κάθε κείμενο μπορεί να αναδημοσιευτεί ελεύθερα φτάνει να αναφέρεται οπωσδήποτε
η πηγή του, δηλ, η ονομασία του μπλόγκ μου.
Σας ευχαριστώ για την κατανόηση!







Παρασκευή 30 Σεπτεμβρίου 2011

Αναμνήσεις απ'το χωριό μου

Πίνακας του ολλανδού ζωγράφου Ρέμπραντ




Η χαμένη αθωότητα


Ψηλά βουνά και έλατα…..Μα ο Μελισσόβουνος, δεν ήτανε παρά μονάχα ένας λόφος, και τα μόνα δέντρα που ευδοκιμούσαν εκεί γύρω, και μας χάραξαν τη μνήμη, και διέπλασαν το χαρακτήρα μας, ήτανε οι τερατσιές, τα κυπαρίσσια,τα θυμάρια (μαζιά), και κάτι θάμνοι σαν αγριοτριμιθιές, μαζί με τα ρασιά ( θάμνοι αγκαθωτοί ), που μάζευε ο γέρο Συμεός με το γαϊδουράκι του, τα ισοζύγιζε δεν ξέρω πως, επάνω στο υπομονετικό ζώο, (ήθελε τέχνη το φόρτωμα), κι όλεεε, ξεκίναγε, βάδην αυτός, φορτωμένο εκείνο, με ρυθμό κανονικό και κάπως χορευτικό, και τα πήγαινε στην ΄Εμπα, το κοντινό χωριό, όπου τα πουλούσε στους εκεί ψωμάδες για ένα σελίνι, για να πυρώσουν τους φούρνους, και να βγάλουν εκείνο το ψωμί, της πρώτης νειότης μας, που το τρωγες μόνο με μια ντομάτα (πομηλόρι), και ήσουνα χορτάτος. .

Ο γέρο Συμεός, όταν έμενα στο σπίτι της μακαρισμένης της μάννας μου, που ήταν ακριβώς δίπλα στο δικό του, (ένα σκαλοπάτι πιο ψηλά ας πούμε, γιατί ανηφόριζε ο δρόμος), καθώς καθόμουνα μια μέρα έξω στη βεράντα στο δρόμο, η καρέκλα ακουμπούσε στον τοίχο του σπιτιού κάτω απ’ το παράθυρο,κι έγερνα την πλάτη μου κάπως αλαφριά πίσω, έτσι αναπάντεχα, ήρθε και μούβαλε στο χέρι κάτι νομίσματα. ΄Ένα δυο σελίνα νομίζω, μια χειρονομία που με εξευτέλισε, έμεινα έκπληκτος, μα τι να κάνω του το συγχώρεσα, γιατί ο άνθρωπος δεν ήξερε, έτσι νόμισε πως έπρεπε να κάνει, καθώς μ’έβλεπε σ’εκείνη την κατάσταση, άνεργο κι’ απένταρο. Εγώ απλά, έκανα τον τουρισμό μου στο πατρικό το σπίτι. Το θυμάμαι μέχρι τώρα στα γεράματά μου, Κύριε ήμαρτον, αλλά είπα να μην το κρατήσω μέσα μου.

Συνήθιζε ο γέρο Συμεός, να κάθεται κάτω απ’ τον τρέμιχο, ένα τεράστιο δέντρο τριμιθιάς, που έδινε με το πυκνό φύλλωμά του σκιά σε όλη την αυλή της Ζωηρούς, της γυναίκας του, κι εκεί, γύρω του, μαζεύονταν οι γειτόνισσες και τους έλεγε ιστορίες. Εγώ ήμουνα πολύ μικρός, και μκρούς δεν θέλανε σ’εκείνο τον κύκλο. Το σίγουρο είναι πως θα ήτανε μεγάλος παραμυθάς, αφού τις κρατούσε για ώρες στον μεγάλο ίσκιο της τρεμιθιάς, κι’αυτές κολλούσαν εκεί σαν μέλισσες στο μέλι. Και σίγουρα, η θκειά μου η Ζωηρού, θα έπαιρνε πολλούς καφέδες στις γειτόνισσες, ίσως και γλυκά που φτιάχνανε τότες με μεγάλη μαστοριά οι γυναίκες στα σπίτια τους. Καρυδάκι, γλυκό του κιτρομήλου (νεραντζάκι), ίσως να τρώγανε και παλουζέ ή κιοφτέρια, ή πάλι ξεροτήανα ( λοκμάδες ).

Πού να ξέρω.

΄Ηταν κατά πολύ νεώτερή του η Ζωηρού, ψηλή και λιγνή, εμείς τότε μικρά παιδιά, την κυτάζαμε όπως κυτάζαμε τη μάνα μας, δεν είχαμε αποκτήσει ακόμη το μυαλό των μεγάλων που βλέπει και ζητά άλλα πράγματα. ΄Ηταν η εποχή της αθωότητας, χωρίς βέβαια να ξεχνάμε τις στιγμές που το ξύπνημα της ήβης, μας έπαιρνε και μας έφερνε, κι ας ήμασταν πιτσιρικάδες ξυπόλυτοι μασκαράδες. Οι γυναίκες την εποχή εκείνη ,ντυνόντουσαν με τρόπο απλό και συνετό βέβαια, φορώντας από πάνω ως κάτω ρούχα σκούρα και σεμνά. Τα έντονα κόκκινα και πράσινα, και πορτοκαλιά, ήτανε για τις άλλες τις φυλές που συγκατοικούσαν στο νησί μας. Ο φόβος των τούρκων, απ’ τα παλιά τα χρόνια, η έμφυτη σεμνότητα της χριστιανοσύνης, ποιος ξέρει. Πάντως το γυναικείο κορμί, ξέσκεπο, τον καιρό εκείνο, δεν τόβλεπες.

΄Ισως τα βράδυα που ξεντύνονταν για ύπνο, με το λιγοστό φως της λάμπας, κάτι σαν τους πίνακες του Ρέμπραντ, να αντιφέγγιζε η άσπρη σάρκα τους στο μισοσκόταδο, για λίγο. Οι άντρες φαντάζομαι, δεν είχαν τη λαγνεία των σημερινών αντρών, και τα βίτσια τους. ΄Ανθρωποι του μόχθου και της βιοπάλης, όπου όλη μέρα πάλεβαν με το κορμί τους, για ένα κομμάτι κριθαρένιο ψωμί και λίγο κρέας μια φορά τη βδομάδα. ΄Εστω, και λίγο κρασί, να κυλάει κάτω το ντέρτι της φτώχειας, και να κλείνει τα βλέφαρα ο ύπνος πιο γλυκά το βράδυ. Λίγο κρασί, λίγη ζιβανία, μια ρέγγα οφτή, και στη τσίκνα της, να ξεχνιέται η παλιοζωή.

Στα χωριά τ’αποξεχασμένα τον καιρό εκείνο, σαν να τους έπλασε αυτούς, άλλος θεός, κι άλλη μοίρα…Κι όμως θαρρώ ήταν ευτυχισμένοι σε σχέση με τους σημερινούς απογόνους των, με τις ανέσεις και τα πλούτη. Παιδεύανε το κορμί τους, μα γλυτώνανε την ψυχή τους.



Η Ζωηρού, είχε δύσκολο τέλος όταν πέθανε ο Συμεός. Αυτός τη στήριζε κι έδινε νόημα φαίνεται στη ζωή της. Εκείνος έφυγε, αλλά αυτή τον έβλεπε πολύ σκοτεινό το δρόμο για να τον ακολουθήσει πρόθυμα.

Παιδεύτηκε πολύ, μέχρι να το πάρει απόφαση, πως το λάδι της είχε τελειώσει, με το θάνατο του Συμεού. Βασάνισε και τους γύρω της με τα καμώματά της . Καθότανε σκυφτή στην αυλή, κοντά στο δρόμο, κι όταν κάποιος πλησίαζε, άρχιζε να βογγά σαν ετοιμοθάνατη. Σαν νάθελε συντροφιά στο τελευταίο της ταξίδι. Δεν τόκανε η ψυχή της να ξεκινήσει μονάχη και να πάει να τον βρει εκεί κάτω, στα υγρά και κατασκότεινα ταράφτια του Πλούτωνα…

΄Εφυγε κι αυτή σύντομα μετά, και το μόνο που απόμεινε, αφού το σπίτι πουλήθηκε σε ξένους, ( όπως συνηθίζεται σήμερα στα χωριά που πλάκωσε ο τουρισμός ), είναι ο μεγάλος τρέμιχος, έξω στην αυλή, αγέρωχος, για να θυμίζει τον γέρο Συμεό, και τα παραμύθια που ιστορούσε στις γυναίκες.

Δεν υπάρχουν σχόλια: