ΚΩΣΤΑΣ ΤΣΟΚΛΗΣ «Δεν είμαι σεμνός άνθρωπος»
«Ναι, είναι όλα τους παιδιά μου. Κανένα δεν βγήκε κατά τύχη. Ολα ηθελημένα και με μεγάλη προσπάθεια.
Χωρίς εξωσωματική» λέει ο Κώστας Τσόκλης περιπλανώμενος στα 3.000 τετραγωνικά μέτρα του Σχολείου που φιλοξενούν τις μνημειακές εγκαταστάσεις του. Από το «Καμακωμένο ψάρι» και τα «Ζωντανά πορτρέτα» που εγκαινίασαν το 1986 στην Μπιενάλε της Βενετίας έναν νέο τρόπο εικαστικής έκφρασης ως τον «Προμηθέα» που ο ίδιος δημιούργησε εφέτος για τις ανάγκες της νέας έκθεσης, ένδεκα έργα «Ζωντανής ζωγραφικής» βρίσκουν θέση σε ισάριθμους χώρους του παλιού εργοστασίου της Sanitas. Αυτό για τον καλλιτέχνη είναι ένα γεγονός ιστορικό. Ως τώρα δεν είχε βρει το κατάλληλο μέρος για να παρουσιάσει συνολικά το κομμάτι της δουλειάς του που με τη χρήση της τεχνολογίας δίνει στο έργο του την αίσθηση μιας πραγματικής ζωής. Οι κτιριακές εγκαταστάσεις του οικοδομικού τετραγώνου της Πειραιώς- εξαίρετο δείγμα βιομηχανικής αρχιτεκτονικής του 20ού αιώνα- αποδείχθηκαν ένας χώρος ατέλειωτος, ένας χώρος γεμάτος μνήμες, που με τις κατάλληλες επεμβάσεις θα μπορούσε να διαλαλήσει ακόμη πιο πλατιά τη «ζωντανή» γλώσσα του Τσόκλη. «Τ΄ ορκίζομαι: δεν ξεκίνησα αυτό το κομμάτι της δουλειάς μου για να βγάλω λεφτά. Η πιο “ευτυχής” εμπορικά δουλειά μου ήταν τα λεγόμενα “Πολύσημα” (σ.σ.: ζωγραφικά ταμπλό με επεμβάσεις), τα οποία θα ήθελα να εκθέσω συγκεντρωμένα προτού πεθάνω. Τούτα ΄δώ τα έργα τα μεγάλα ουδέποτε τα έκανα για άλλον λόγο παρά μόνο γιατί ήθελα να τα κάνω. Εκτός από την παραγγελία της “Μήδειας” που ήρθε από τη Γαλλία ή του “Διά Μέσου” που έγινε από την Αννα Καφέτση του ΕΜΣΤ, στα υπόλοιπα έργα κατέθεσα μεγάλο κόπο και πολύ χρήμα. Είναι πάρα πολύ ακριβά έργα. Ο “Συμπερασματικός Οιδίπους”, για παράδειγμα, κοστίζει 250.000 ευρώ. Από πού να τα πάρω αυτά; Από κανέναν!». Από αύριο, Δευτέρα, η έκθεση «Η ζωντανή ζωγραφική» του Κώστα Τσόκλη, με έργα των ετών 1986-2009, θα στεγαστεί στον συγκεκριμένο χώρο της Ειρήνης Παπά με τη βασική χορηγία του ΟΠΑΠ.
Ο Τσόκλης βάζει λοιπόν από την τσέπη του, βοηθούν και οι χορηγοί, και κάπως έτσι γίνεται πραγματικότητα το όνειρο, «χωρίς να περιμένω να πάρω δεκάρα». Ο ίδιος, δε, ακροβατεί, όπως εξομολογείται, μεταξύ ικανοποίησης και ενός φόβου παρεξηγήσεως: «Τώρα τι τα θέλω όλα αυτά; Τι ανάγκη έχω;». Πολλές φορές ντρέπεται. Αλλες πάλι λέει ότι έτσι είναι και δεν μπορεί να το αλλάξει. Και παρηγορείται. «Δεν είμαι ένας σεμνός άνθρωπος που κάνει μια εσωτερική ζωγραφική μεγάλης ποιότητας, την οποία θα ανακαλύψει κανείς ύστερα από χρόνια. Είμαι ένας άνθρωπος του σήμερα, με ενδιαφέρει τώρα αυτό που κάνω και δεν με ενδιαφέρει αν δεν μείνει και τίποτα. Το βλέπω πως μπορώ να παρεξηγηθω. Να πει κανείς: Αντε παράτα μας, βρε Τσόκλη. Πάλι εσύ; Αλλά δεν μπορώ να κάνω τίποτα διαφορετικό».
Περπατάμε στο παλιό πέτρινο οικοδόμημα όπου, άλλοτε κλειστή και σκοτεινή, άλλοτε ανοιχτή και φωτεινή αλλά πάντα αχανής, κάθε αίθουσα φιλοξενεί και μια νέα αποκάλυψη. Από το «Φυλακισμένο πουλί» του 1987, τον «Οδοιπόρο» του 1989, το «Σταυρωμένο γεράκι» του 1993, την «Αρτεμι» του 1997, τους «Αγγέλους του μέλλοντος» του 2001 ως τις «Αναστάσεις» του 2003- αυτές οι τελευταίες και μόνο απλώνονται σε μια έκταση 1.000 τετραγωνικών μέτρων. Κι εδώ είναι που στέκεται με μεγαλύτερη ένταση η πατρική ματιά του καλλιτέχνη. «Χωρίς αμφιβολία η καρδιά χτυπάει περισσότερο στην έκθεση της Κωνσταντινούπολης», στις μεγεθυσμένες ασπρόμαυρες φωτογραφίες αστικών οικογενειών της κοινωνίας Ελλήνων και Τούρκων της Πόλης όπου ειδικές παρεμβάσεις πραγματοποιούν μια «ανάσταση νεκρών».
Για τον Τσόκλη ωστόσο η αρχή της αθανασίας είναι έργα που θα μείνουν στη συνείδηση ανθρώπων και όχι σε κάποιο μουσείο ή σε κάποιο σαλόνι. «Τι είδους μουσείο θα ήταν αυτό που θα διέθετε αυτές τις αίθουσες για να “παίζονται” μονίμως τα έργα σου; Θα τα δείξεις λίγο, μετά θα εξαφανιστούν. Αυτά τα έργα είναι, ας πούμε, καταδικασμένα. Και αυτό μου αρέσει πολύ. Αυτό που θα ήθελα είναι να μείνουν στη συνείδηση ανθρώπων νεότερων από μένα. Να εισέρχεται δηλαδή το έργο, η σκέψη μου, στο έργο νεοτέρων. Αν κάποιος αγάπησε τη σκέψη μου μέσα από ένα έργο, αυτό θα μείνει. Σε αυτό ελπίζω και γι΄ αυτό γράφω» λέει, αναφέροντας ότι το δεύτερο βιβλίο του με συνεντεύξεις και ομιλίες, που έχει τίτλο «Αντε τώρα να παραπονεθείς στον Θεό», κυκλοφόρησε προσφάτως από τις εκδόσεις Καστανιώτη. Η μεγαλύτερη επιβεβαίωση που έζησε ο ίδιος ως εικαστικός ήταν η εξομολόγηση που του έκανε πριν από χρόνια ο Νίκος Αλεξίου, λέγοντάς του ότι αποφάσισε να γίνει ζωγράφος μετά την έκθεση του Τσόκλη που είχε δει στον Δεσμό. «Δεν είναι κι αυτό μια περίπτωση αθανασίας;».
Χωρίς εξωσωματική» λέει ο Κώστας Τσόκλης περιπλανώμενος στα 3.000 τετραγωνικά μέτρα του Σχολείου που φιλοξενούν τις μνημειακές εγκαταστάσεις του. Από το «Καμακωμένο ψάρι» και τα «Ζωντανά πορτρέτα» που εγκαινίασαν το 1986 στην Μπιενάλε της Βενετίας έναν νέο τρόπο εικαστικής έκφρασης ως τον «Προμηθέα» που ο ίδιος δημιούργησε εφέτος για τις ανάγκες της νέας έκθεσης, ένδεκα έργα «Ζωντανής ζωγραφικής» βρίσκουν θέση σε ισάριθμους χώρους του παλιού εργοστασίου της Sanitas. Αυτό για τον καλλιτέχνη είναι ένα γεγονός ιστορικό. Ως τώρα δεν είχε βρει το κατάλληλο μέρος για να παρουσιάσει συνολικά το κομμάτι της δουλειάς του που με τη χρήση της τεχνολογίας δίνει στο έργο του την αίσθηση μιας πραγματικής ζωής. Οι κτιριακές εγκαταστάσεις του οικοδομικού τετραγώνου της Πειραιώς- εξαίρετο δείγμα βιομηχανικής αρχιτεκτονικής του 20ού αιώνα- αποδείχθηκαν ένας χώρος ατέλειωτος, ένας χώρος γεμάτος μνήμες, που με τις κατάλληλες επεμβάσεις θα μπορούσε να διαλαλήσει ακόμη πιο πλατιά τη «ζωντανή» γλώσσα του Τσόκλη. «Τ΄ ορκίζομαι: δεν ξεκίνησα αυτό το κομμάτι της δουλειάς μου για να βγάλω λεφτά. Η πιο “ευτυχής” εμπορικά δουλειά μου ήταν τα λεγόμενα “Πολύσημα” (σ.σ.: ζωγραφικά ταμπλό με επεμβάσεις), τα οποία θα ήθελα να εκθέσω συγκεντρωμένα προτού πεθάνω. Τούτα ΄δώ τα έργα τα μεγάλα ουδέποτε τα έκανα για άλλον λόγο παρά μόνο γιατί ήθελα να τα κάνω. Εκτός από την παραγγελία της “Μήδειας” που ήρθε από τη Γαλλία ή του “Διά Μέσου” που έγινε από την Αννα Καφέτση του ΕΜΣΤ, στα υπόλοιπα έργα κατέθεσα μεγάλο κόπο και πολύ χρήμα. Είναι πάρα πολύ ακριβά έργα. Ο “Συμπερασματικός Οιδίπους”, για παράδειγμα, κοστίζει 250.000 ευρώ. Από πού να τα πάρω αυτά; Από κανέναν!». Από αύριο, Δευτέρα, η έκθεση «Η ζωντανή ζωγραφική» του Κώστα Τσόκλη, με έργα των ετών 1986-2009, θα στεγαστεί στον συγκεκριμένο χώρο της Ειρήνης Παπά με τη βασική χορηγία του ΟΠΑΠ.
Ο Τσόκλης βάζει λοιπόν από την τσέπη του, βοηθούν και οι χορηγοί, και κάπως έτσι γίνεται πραγματικότητα το όνειρο, «χωρίς να περιμένω να πάρω δεκάρα». Ο ίδιος, δε, ακροβατεί, όπως εξομολογείται, μεταξύ ικανοποίησης και ενός φόβου παρεξηγήσεως: «Τώρα τι τα θέλω όλα αυτά; Τι ανάγκη έχω;». Πολλές φορές ντρέπεται. Αλλες πάλι λέει ότι έτσι είναι και δεν μπορεί να το αλλάξει. Και παρηγορείται. «Δεν είμαι ένας σεμνός άνθρωπος που κάνει μια εσωτερική ζωγραφική μεγάλης ποιότητας, την οποία θα ανακαλύψει κανείς ύστερα από χρόνια. Είμαι ένας άνθρωπος του σήμερα, με ενδιαφέρει τώρα αυτό που κάνω και δεν με ενδιαφέρει αν δεν μείνει και τίποτα. Το βλέπω πως μπορώ να παρεξηγηθω. Να πει κανείς: Αντε παράτα μας, βρε Τσόκλη. Πάλι εσύ; Αλλά δεν μπορώ να κάνω τίποτα διαφορετικό».
Περπατάμε στο παλιό πέτρινο οικοδόμημα όπου, άλλοτε κλειστή και σκοτεινή, άλλοτε ανοιχτή και φωτεινή αλλά πάντα αχανής, κάθε αίθουσα φιλοξενεί και μια νέα αποκάλυψη. Από το «Φυλακισμένο πουλί» του 1987, τον «Οδοιπόρο» του 1989, το «Σταυρωμένο γεράκι» του 1993, την «Αρτεμι» του 1997, τους «Αγγέλους του μέλλοντος» του 2001 ως τις «Αναστάσεις» του 2003- αυτές οι τελευταίες και μόνο απλώνονται σε μια έκταση 1.000 τετραγωνικών μέτρων. Κι εδώ είναι που στέκεται με μεγαλύτερη ένταση η πατρική ματιά του καλλιτέχνη. «Χωρίς αμφιβολία η καρδιά χτυπάει περισσότερο στην έκθεση της Κωνσταντινούπολης», στις μεγεθυσμένες ασπρόμαυρες φωτογραφίες αστικών οικογενειών της κοινωνίας Ελλήνων και Τούρκων της Πόλης όπου ειδικές παρεμβάσεις πραγματοποιούν μια «ανάσταση νεκρών».
Για τον Τσόκλη ωστόσο η αρχή της αθανασίας είναι έργα που θα μείνουν στη συνείδηση ανθρώπων και όχι σε κάποιο μουσείο ή σε κάποιο σαλόνι. «Τι είδους μουσείο θα ήταν αυτό που θα διέθετε αυτές τις αίθουσες για να “παίζονται” μονίμως τα έργα σου; Θα τα δείξεις λίγο, μετά θα εξαφανιστούν. Αυτά τα έργα είναι, ας πούμε, καταδικασμένα. Και αυτό μου αρέσει πολύ. Αυτό που θα ήθελα είναι να μείνουν στη συνείδηση ανθρώπων νεότερων από μένα. Να εισέρχεται δηλαδή το έργο, η σκέψη μου, στο έργο νεοτέρων. Αν κάποιος αγάπησε τη σκέψη μου μέσα από ένα έργο, αυτό θα μείνει. Σε αυτό ελπίζω και γι΄ αυτό γράφω» λέει, αναφέροντας ότι το δεύτερο βιβλίο του με συνεντεύξεις και ομιλίες, που έχει τίτλο «Αντε τώρα να παραπονεθείς στον Θεό», κυκλοφόρησε προσφάτως από τις εκδόσεις Καστανιώτη. Η μεγαλύτερη επιβεβαίωση που έζησε ο ίδιος ως εικαστικός ήταν η εξομολόγηση που του έκανε πριν από χρόνια ο Νίκος Αλεξίου, λέγοντάς του ότι αποφάσισε να γίνει ζωγράφος μετά την έκθεση του Τσόκλη που είχε δει στον Δεσμό. «Δεν είναι κι αυτό μια περίπτωση αθανασίας;».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου