Δημοφιλείς αναρτήσεις

Προς Αναγνώστη Καλωσόρισμα και μια εξήγηση

Αγαπητέ αναγνώστη, καλώς όρισες στα μέρη μας, μπορείς να ξεκουραστείς λίγο εδώ, δεν έχουμε θέματα που λειτουργούν σαν ενοχλητικές μυίγες, εδώ θα βρεις κάποια κείμενα ποίησης ή πεζά, κείμενα φιλοσοφίας, αρχαίου ελληνικού λόγου, κείμενα γραμμένα στις πιο γνωστές ευρωπαϊκές γλώσσες, (μια καλή μετάφραση εκ μέρους σου θα ήταν ευπρόσδεκτη) που μου έκαναν εντύπωση, αν κι εσύ βρεις κάτι, πολύ ευχαρίστως θα το δημοσιεύσω αν είναι κοντά σ'αυτά που αποτελούν την περιρρέουσα ατμόσφαιρα αυτού του μπλόγκ. Επίσης η Τέχνη αποτελεί κεντρική θέση όσον αφορά στις δημοσιεύσεις αυτού του ιστότοπου, αφού η πρωταρχική μου ενασχόληση από εκεί ξεκινά κι' εκεί καταλήγει. Φανατικά πράγματα μην φέρεις εδώ, δεν είναι αυτός ο τόπος, φτηνές δημαγωγίες επίσης εξαιρούνται, σκέψεις δικές σου, γνήσιες, προβληματισμούς δικούς σου, πολύ ευχαρίστως, ανακύκλωση εκείνου του χαώδους, όπου σεύρω κι όπου μεύρεις, δεν το θέλω. Οι καλές εξηγήσεις κάνουν τους καλούς φίλους. Εύχομαι καλή ανάγνωση.

σημ: κάθε κείμενο μπορεί να αναδημοσιευτεί ελεύθερα φτάνει να αναφέρεται οπωσδήποτε
η πηγή του, δηλ, η ονομασία του μπλόγκ μου.
Σας ευχαριστώ για την κατανόηση!







Κυριακή 25 Αυγούστου 2013

Ιταλική ποίηση - Πιερ Πάολο Παζολίνι





Το λαϊκό τραγούδι  ( Il canto popolare )

Απροσδόκητο  το χίλια εννιακόσια πενήντα δύο  πάνω απ ΄ την Ιταλία περνά
Μονάχα  ο λαός  το γνήσιο   αίσθημα κρατά :
ποτέ εκτός χρόνου, και το μοντέρνο δεν μπορεί να τον τυφλώσει, γιατί πάντα ο λαός  πιο μοντέρνος   είναι,
σε χωριά σκορπισμένος , σε περιφέρειες, με νέους ανθρώπους
 πάντα νέους – νέους στο παλιό τραγούδι –
να το λένε ξανά ,   όπως ήταν πρώτα  αληθινό.


Καίει γλυκά   του χρόνου ο πρώτος ήλιος
πάνω απ ΄ της πόλης τις στοές
της επαρχίας,  στα μέρη εκείνα που ,
ακόμα  από χιόνι γνωρίζουν , πάνω στα κοπάδια των Απεννίνων:  στις βιτρίνες των κέντρων
τα νέα χρώματα των ρούχων, οι νέες φορεσιές
όπως  σε φωτιές  καθάριες
 λένε πόσο ξανανιώνει  ο κόσμος σήμερα , καθώς καινούριες  χαρές  σηκώνονται…

Α, εμείς που ζούμε σε μια γενιά μόνο,  κάθε
γενιά που έζησε δω, σ΄αυτούς  εδώ τους τόπους  τώρα πια που  ξέπεσαν , πώς να σκεφτούμε  άλλονε  που ζει την ιστορία σαν παραμύθι
και  ζει καθάρια, κι όχι πέρα απ ΄ τη μνήμη της γενιάς του,  που μέσα της πάλλεται η ζωή  η δική του.

Στη ζωή, που είναι ζωή διότι έτσι στο μυαλό
μας την έχουμε πλασμένη,
για το πέρασμά μας από δω – και τώρα την ξεμάθαμε , άπληστοι να τη σώσουμε – περιμένει – τραγουδώντας ταπεινά,
κρυμμένος μες   στις συνοικίες μας
που δεν εγνώρισε ποτέ,  έτοιμος  απ ΄ τους παλιούς και νέους καιρούς – ο λαός:  σιωπά μέσα του ο άνθρωπος  η μοίρα.

Και  αν σε κείνους τους παλιούς καιρούς γυρίζουμε
και τόχουμε  προνόμιο, άλλοι χείμαρροι
του λαού ιδού τραγουδάνε:  τόχουμε κρατήσει το σχήμα  απ ΄ τον καιρό των πρώτων χρόνων του Χριστού
κι όμως πίσω μένει, ακίνητο, εκείνο το τραγούδι. και το λένε ίδια,
Στις βραδιές  γλόμποι   κι όχι  πια δάδες
 κι η γειτονιά   αλλοιώτικη δεν φαίνεται, δεν φαίνονται αλλιώτικα τα νέα παιδιά  ….

Ανάμεσα στα σκοτεινά περβόλια,  στον οκνό χλωμό ήλιο
Adalbertos komis kurtis!, τα παιδάκια
της Ιβρέας   στριγγλίζουνε, και  στις κοιλάδες
της Τοσκάνης, με τσιριξιές  χελιδονιών:
Hor atorno fratt HelyaTη θεία βία επάνω στις
σκληρές καρδιές ο κλήρος
σπρώχνει , αγροίκος, και νήπια άγρια    τους κρατά  στο φέουδο της επαρχίας  , αυτοκρατορία του θεού:  Και ο λαός τραγουδά.

Ένα μεγάλο κονσέρτο από σκαρπέλα
επάνω στο Καπιτώλιο  ακούγεται,, επάνω στα νέα Απέννινα,
επάνω στα χωριά τα ασπρισμένα από τις ΄Αλπεις, γιγαντώνοντας τη πέτρα του τραβερτίνο στο νέο χώρο όπου ο  ΄Ανθρωπος  ελευθερώνεται : κι ο εργάτης « Πού ήσουνα ψές βράδυ…..»  Dov'andastà
    jersera... τραγουδά, με την ψυχή σπαταλημένη   στον  δικό του γοτθικό  κόσμο. Ο κόσμος σκλαβιά μένει στον λαό. Και ο λαός τραγουδά.

Μαθαίνει ο αστός από γεννησιμιού του το
«Αυτό θα γίνει», ( Ca ira …), κι αναριγά μέσα στον  ναπολεόντειο αέρα μπροστά στον ύμνο του Δέντρου της Ελευθερίας,
τρέμουν τα νέα  των εθνών χρώματα.
Μα, σκύλος πεινασμένος ο εργάτης, τ ΄ αφεντικά του διαφεντεύει, κι  άγρια τραγουδά
Γκουαλιούνε ,  μάλα βίτα!  κοπάδια ανήμερα. Η λευτεριά  φωνή δεν έχει για τη σκυλίσια φτώχεια. Κι ο λαός τραγουδά.

Παιδί  του λαού που τραγουδάς ,
εδώ στη Ρεμπίπια, επάνω στην άθλια όχθη
του Ανιένε το νέο τραγουδάκι, παινεύεσαι  ειν   ΄ αλήθεια, τραγουδώντας  την αρχαία, γιορτή μες την απλή σου την τη ζεστή καρδιά.
 Όμως εσύ ποια σιγουριά σκληρή μαζεύεις  την ώρα που την πλερωμή σου παίρνεις , ανάμεσα σε άξεστες
παράγκες κι ουρανοξύστες, χαρούμενο  σπέρμα στην καρδιά του θλιβερού  κόσμου του λαού.


Μέσα στην  ασυνειδησία σου υπάρχει η συνείδηση
 που η ιστορία μέσα σου θέλει, αυτή η ιστορία
που  για τον ΄Ανθρωπο πια δεν έχει παρά τη  βία
των αναμνήσεων, όχι την μνήμη την ελεύθερη
Κι ύστερα , ίσως δεν έχει να διαλέξει άλλο δρόμο,  απ ΄ το να δώσει στη δίψα του για δίκιο
τη δύναμη της  ευτυχίας της δικιάς του,
και  στο φως  μιας εποχής  που αρχινά, το φως μιας ύπαρξης που δεν γνωρίζει τον εαυτό της.
1952 - 53

Μτφρ: Νεοκλής Κυριάκου

Il canto popolare

    
    Improvviso il mille novecento
    cinquanta due passa sull'Italia:
    solo il popolo ne ha un sentimento
    vero: mai tolto al tempo, non l'abbaglia
    la modernità, benché sempre il più
    moderno sia esso, il popolo, spanto
    in borghi, in rioni, con gioventù
    sempre nuove - nuove al vecchio canto -
    a ripetere ingenuo quello che fu.
    
    Scotta il primo sole dolce dell'anno
    sopra i portici delle cittadine
    di provincia, sui paesi che sanno
    ancora di nevi, sulle appenniniche
    greggi: nelle vetrine dei capoluoghi
    i nuovi colori delle tele, i nuovi
    vestiti come in limpidi roghi
    dicono quanto oggi si rinnovi
    il mondo, che diverse gioie sfoghi...
    
    Ah, noi che viviamo in una sola
    generazione ogni generazione
    vissuta qui, in queste terre ora
    umiliate, non abbiamo nozione
    vera di chi è partecipe alla storia
    solo per orale, magica esperienza;
    e vive puro, non oltre la memoria
    della generazione in cui presenza
    della vita è la sua vita perentoria.
    
    Nella vita che è vita perché assunta
    nella nostra ragione e costruita
    per il nostro passaggio - e ora giunta
    a essere altra, oltre il nostro accanito
    difenderla - aspetta - cantando supino,
    accampato nei nostri quartieri
    a lui sconosciuti, e pronto fino
    dalle più fresche e inanimate ère -
    il popolo: muta in lui l'uomo il destino.
    
    E se ci rivolgiamo a quel passato
    ch'è nostro privilegio, altre fiumane
    di popolo ecco cantare: recuperato
    è il nostro moto fin dalle cristiane
    origini, ma resta indietro, immobile,
    quel canto. Si ripete uguale.
    Nelle sere non più torce ma globi
    di luce, e la periferia non pare
    altra, non altri i ragazzi nuovi...
    
    Tra gli orti cupi, al pigro solicello
    Adalbertos komis kurtis!, i ragazzini
    d'Ivrea gridano, e pei valloncelli
    di Toscana, con strilli di rondinini:
    Hor atorno fratt Helya! La santa
    violenza sui rozzi cuori il clero
    calca, rozzo, e li asserva a un'infanzia
    feroce nel feudo provinciale l'Impero
    da Iddio imposto: e il popolo canta.
    
    Un grande concerto di scalpelli
    sul Campidoglio, sul nuovo Appennino,
    sui Comuni sbiancati dalle Alpi,
    suona, giganteggiando il travertino
    nel nuovo spazio in cui s'affranca
    l'Uomo: e il manovale Dov'andastà
    jersera... ripete con l'anima spanta
    nel suo gotico mondo. Il mondo schiavitù
    resta nel popolo. E il popolo canta.
    
    Apprende il borghese nascente lo Ça ira,
    e trepidi nel vento napoleonico,
    all'Inno dell'Albero della Libertà,
    tremano i nuovi colori delle nazioni.
    Ma, cane affamato, difende il bracciante
    i suoi padroni, ne canta la ferocia,
    Guagliune 'e mala vita! in branchi
    feroci. La libertà non ha voce
    per il popolo cane. E il popolo canta.
    
    Ragazzo del popolo che canti,
    qui a Rebibbia sulla misera riva
    dell'Aniene la nuova canzonetta, vanti
    è vero, cantando, l'antica, la festiva
    leggerezza dei semplici. Ma quale
    dura certezza tu sollevi insieme
    d'imminente riscossa, in mezzo a ignari
    tuguri e grattacieli, allegro seme
    in cuore al triste mondo popolare.
    
    Nella tua incoscienza è la coscienza
    che in te la storia vuole, questa storia
    il cui Uomo non ha più che la violenza
    delle memorie, non la libera memoria...
    E ormai, forse, altra scelta non ha
    che dare alla sua ansia di giustizia
    la forza della tua felicità,
    e alla luce di un tempo che inizia
    la luce di chi è ciò che non sa.
    
    1952-53



Δεν υπάρχουν σχόλια: