ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗ ΑΙΣΘΗΤΙΚΩΝ ΑΞΙΩΝ
"Τι θλίψη για το ζωγράφο που λατρεύει τις ξανθές,
να μη μπορεί να τις βάλει στον πίνακά του γιατί δεν
ταιριάζουν μ΄ένα καλάθι φρούτα". PICASSO
( Cahiers d’ Art τεύχος 7, Οκτ. 1935 )
Το κείμενο που ακολουθεί σκοπό έχει ν΄αναλύσει μια σειρά από
έννοιες, που κρίνονται αναγκαίες για τη σωστή κατανόηση του έργου Τέχνης.
Δεν αποτελεί φιλοσοφικό δοκίμιο ή εργασία πρωτότυπη με ακαδημαϊκές φιλοδοξίες, αλλά προσπάθεια συμφιλίωσης κάποιου ορισμένου κοινού, προς
επιτεύξεις πνευματικές που έγιναν, όχι μόνο για ευχαρίστηση του δημιουργού, μα όπως πιστεύω, για να χαρίσουν κάποιες στιγμές ψυχικής πλήρωσης και εσωτερικής ικανοποίησης στον ευαίσθητο θεατή. Κι εδώ, έχουμε να κάνουμε με τον θεατή-δέκτη της Κύπρου, αυτού του συγκεκριμένου πολιτιστικού χώρου.
Χρησιμοποίησα τον πιο πάνω όρο, ξεκινώντας απ΄την υπόθεση πως η αισθητική εμπειρία απαιτεί την ύπαρξη και δράση, τριών βασικών στοιχείων: α) του δημιουργού-πομπού, β) του θέματος, ( της ιδέας που εκφράζεται), και γ) του δέκτη-θεατή. Τρία μόρια απαραίτητα που μας κάνουν Ένα: την Τέχνη, που σκοπό έχει την πνευματική καλλιέργεια και εξύψωση του ατόμου. Αυτά τα τρία στοιχεία, αλληλοσυμπλέκονται και από τον τρόπο που μεταξύ τους αλληλοεπηρεάζονται και λειτουργούν, καθορίζεται το ύψος του επιτεύγματος στον πολιτιστικό χώρο όπου συναντώνται.
Η ανάγκη της Τέχνης είναι σύμφυτη με τον άνθρωπο, όπως εκείνη της Θρησκείας και της Επιστήμης. « Ουκ επ΄άρτω μόνον ζήσεται άνθρωπος», είπεν ο Ιησούς. Η ανάγκη για πνευματική τροφή, επαληθεύει την εσωτερική ζωή του ανθρώπου, το εσωτερικό οικοδόμημα, τη συνείδηση και την ψυχή του. Όπως το σώμα απαιτεί υλική τροφή για επιβίωση, έτσι και η ψυχή, έχει ανάγκη πνευματικής τροφής για να ολοκληρωθεί στον κύκλο της εξέλιξης της.
Aυτός που κατεργάζεται ήχους, εικόνες, άπλαστην ύλη, νοήματα, και μορφοποιεί όλο αυτό το υλικό μεταπλάθοντάς το σε σύνολα ευχάριστα και γοητευτικά για τον άνθρωπο, μοιάζει μ΄ένα μικρό θεό. Εδώ έρχονται στο νου μου, τα λόγια του μεγάλου γλύπτη της εποχής μας, του Ούγγρου Brancusi: « Θέλω να ζω σαν βασιλιάς, να δουλεύω σαν σκλάβος, να δημιουργώ σαν Θεός». Είναι πράγματι σαν ένας μικρός θεός. Αυτή την ιδιαίτερη κλίση που του χάρισε η Φύση, αυτή την έμφυτη ικανότητα που την ονομάζουμε τάλαντο, θέτοντας σε κίνηση, συνδέει και κατανέμει, συνθέτει και αντιθέτει, χρώματα και τόνους, σχήματα και στίγματα, γραμμές και αποστάσεις, και δημιουργεί πάνω στην άσπρη επιφάνεια του τελάρου, εκεί που πριν δεν ήταν ζωή, την κίνηση, τον παλμό, τις αρμονίες, τις εύληπτες υποβλητικές εικόνες, ταράζοντας το συναίσθημα και θέτοντας σε κίνηση την φαντασία, αυτή την ζωοποιό δύναμη του πνεύματος. Η Τέχνη έχει να κάμει με την φαντασία. Η ανάπτυξη αυτής της ιδιότητας του πνεύματος, η καλλιέργειά της σε υψηλά σημεία μορφοπλαστικής δύναμης, καθορίζει το επίπεδο της δημιουργικής μόρφωσης και της καλλιέργειας του ατόμου.
Πού διακόπτεται αυτή η σχέση και χωλαίνει η επικοινωνία; Ο καλλιτέχνης μήπως δεν στέλνει εύληπτα σήματα ή ο θεατής μεταμορφώθηκε σε στοιχείο αδρανές και οκνό, όπου οι αισθήσεις του πλέον κατάντησαν απλώς και μόνο, όργανα εξυπηρέτησης βιολογικών και πρακτικών αναγκών; Μήπως η ιδέα δεν τον ξυπνά, γιατί είναι αδύνατη; Τάχα να έγινε μονότονος ο δημιουργός και επήλθε κούραση και δυσκινησία της φαντασίας; Αγωνιώδη ερωτήματα, γιατί θέτουν ολοκάθαρα το πρόβλημα της πολιτιστικής οπισθοδρόμησης.
Ο καλλιτέχνης είναι αναπόσπαστο μέρος του κοινωνικού συνόλου. Είναι δραστική, θα έλεγα κοινωνική μονάδα. Μαζί με το διανοούμενο και τον επιστήμονα, συντηρούν και προωθούν όλα εκείνα τα στοιχεία του πολιτισμού, που καθορίζουν τη στάθμη της εξέλιξης μιας κοινωνίας. Δραστηριοποιούν το Πνεύμα και , μέσα από τις ενέργειές τους, καθορίζουν το στίγμα της εποχής τους. Αποτελούν τη συνείδηση του ιστορικού γίγνεσθαι. Σαν πνευματικοί ταγοί, επωμίζονται την ευθύνη της μορφοποίησης και της κωδικοποίησης, των προβλημάτων, των αξιών, των μύθων, της παράδοσης, των καινούργιων ιδεών και , σαν δέκτες της παγκόσμιας αγωνίας, γίνονται με τη σειρά τους οι πομποί, που μεταδίνουν εύληπτα, στη γλώσσα και στον πολιτισμικό κώδικα του λαού μας, όλ΄αυτά τα μηνύματα. Είναι δηλ. πλάστες και συντηρητές της παράδοσης.
Το χάσμα πού δημιουργείται, πού σταματά η συνέχεια; Πώς φτάσαμε στο σημείο να μην καταλαβαίνουμε την Τέχνη; Στα όσα είπαμε και στα όσα θα πούμε παρακάτω, γίνεται προσπάθεια να απαντηθεί το ερώτημα.
΄Οσα γίνονται στον πνευματικό τομέα, λειτουργούν, ανθίζουν και καρποφορούν, μέσα απ΄ την αδιάκοπη πάλη του ανθρώπου για ευτυχία, μέσα απ΄την αδιάκοπη διακίνηση των αγαθών που παράγει, που καταναλώνει, μέσα απ΄την αέναη κίνηση της ικανοποίησης των αναγκών του ενστίκτου, και την κοινωνική ολοκλήρωση. Πράγματα αξεχώριστα, ανάγκες αλληλοσυμπληρούμενες.
Η δική μας κοινωνία, παρά την σημαντική της υλική πρόοδο, δεν αντισταθμίζει την πνευματική της φτώχεια. Παρά τη δραματική προσπάθεια της κοινωνίας μας, να φανεί πως εξευρωπαίστηκε, ανήκουμε , είτε το θέλουμε είτε όχι, στις « αναπτυσσόμενες» χώρες. Αποδεσμευόμενοι από μια αγροτική κουλτούρα αιώνων, που είχε σαν παράδοση, μόνο τη λαϊκή Τέχνη και τους Βυζαντινούς μύθους, ερχόμαστε αντιμέτωποι με πολιτιστικά στοιχεία, που τελείως φυσιολογικά « εισήχθησαν», από άτομα όπου η μόρφωσή τους έλαβε χώραν στην Ευρώπη ή σε χώρες με μεγάλη πολιτιστική παράδοση.
Η σκηνή μετατοπίζεται από το χωριό στην πόλη, όπου η ανάπτυξή της προωθεί, πιο πολύ την προσωπική έναντι της συλλογικής καλλιτεχνικής έκφρασης, εμπλουτίζοντας τον καλλιτεχνικό κώδικα με καινούρια μορφολογικά στοιχεία, που ξεφεύγουν από τη μεγάλη μας λαϊκή παράδοση. Ζωγράφοι σαν τον Διαμαντή και τον Κάνθο, μετεφύτευσαν με παλμό και συγκίνηση την προβληματική της Ευρωπαϊκής Τέχνης, και χωρίς να υποτιμήσουν αυτά που πρόσφερε η Κύπρος τότε, έδωσαν έργο αξιόλογο μα και προσιτό στον Κύπριο θεατή. Ο συμβολισμός τους ήταν ξεκάθαρος και ταυτιζόταν με την ίδια την εικόνα.
Ο Κάσιαλλος, βέβαια, αν και αυτοδίδακτος, ξεφεύγει εξίσου απ΄την συλλογική κουλτούρα και δημιουργεί δικό του καλλιτεχνικό ιδίωμα, που τον κατατάσσει δικαιωματικά ανάμεσα στους πρώτους τότε επώνυμους καλλιτέχνες. Το ίδιο, σημαντικό έργο δημιούργησαν ο Π. Γεωργίου και αργότερα, ο Χρ. Σάββα, που όμως αυτός ο τελευταίος, μετέβαλε ριζικά τον πλαστικό χώρο μετατοπίζοντας τον κοντά στο κυβιστικό ιδίωμα, κι έτσι μ΄αυτό αρχίζει και η δυσκολία πια του μέσου θεατή, να «παρακολουθήσει» και να κατανοήσει τα εικαστικά.
Αρκετά λανθασμένη βέβαια, ιδέα, ότι καταλάβαιναν τους πρώτους, επειδή ήταν πιο κοντά στη φυσική φόρμα, γιατί η κατανόηση της ποιότητας του έργου δεν είναι μονάχα η αντίληψη της παράστασης, της εικόνας, του θέματος, ( τι παριστάνει το έργο), αλλά η βαθειά αίσθηση ( ενστικτώδης, ή κατόπιν σωστής παιδείας) του οργανωμένου πλαστικού χώρου και η επικοινωνία με την ιδέα του έργου. Αν ο καλλιτέχνης βέβαια μπόρεσε, με τα δικά του μέσα, σύμβολα της Τέχνης του, να μεταδώσει καθαρά και με ένταση το μήνυμα, ώστε και αυτός να αποφορτιστεί και να «θεραπευθεί», επιτυγχάνοντας συγχρόνως το ίδιο και για τον ευαίσθητο, ετοιμασμένο, θεατή. Δηλαδή να τον «θεραπεύσει», ή να τον διδάξει, ή να τον ξυπνήσει, να τον οδηγήσει στην αποκρυστάλλωση των συναισθημάτων του και στη στερέωση της συνείδησής του. Κι εφόσον το έργο γίνεται κοινό σημείο αναφοράς, να τον καλλιεργήσει στη συλλογική αίσθηση, στην πολιτιστική κοινωνικοποίηση, που είναι λειτουργία σημαντική της Τέχνης, όταν αυτή δρα και αναπτύσσεται σε δημοκρατικά πλαίσια, και δεν χρησιμοποιείται μόνο για προπαγανδιστικούς σκοπούς.
Άς αναζητήσουμε όμως νήματα και δρόμους, πιθανές διεξόδους, για μια σωστή προσέγγιση του έργου Τέχνης. ΄Ας μεταπηδήσουμε στην Επιστήμη της Αισθητικής, κι ας πιάσουμε τον πρώτο –πρώτο όρο, που είναι η αρχή και το τέλος αυτής ταύτης της έρευνας: Το ωραίο, το όμορφο, το αρμονικό. Ο Πλάτωνας δεν άφησε ούτε αυτή την έννοια, χωρίς να την ψάξει και να την εντάξει μέσα στο καλοθεμελιωμένο έργο του. Μολονότι έβαζε την Τέχνη σε δεύτερη μοίρα, ίσως και Τρίτη, μετά την φιλοσοφία, εντούτοις στον « Ιππία τον Μείζωνα», διεξήλθε και αυτό το θέμα με τρόπο που μπορεί αν φωτίσει και σήμερα τον αναγνώστη.
( ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου