Δημοφιλείς αναρτήσεις

Προς Αναγνώστη Καλωσόρισμα και μια εξήγηση

Αγαπητέ αναγνώστη, καλώς όρισες στα μέρη μας, μπορείς να ξεκουραστείς λίγο εδώ, δεν έχουμε θέματα που λειτουργούν σαν ενοχλητικές μυίγες, εδώ θα βρεις κάποια κείμενα ποίησης ή πεζά, κείμενα φιλοσοφίας, αρχαίου ελληνικού λόγου, κείμενα γραμμένα στις πιο γνωστές ευρωπαϊκές γλώσσες, (μια καλή μετάφραση εκ μέρους σου θα ήταν ευπρόσδεκτη) που μου έκαναν εντύπωση, αν κι εσύ βρεις κάτι, πολύ ευχαρίστως θα το δημοσιεύσω αν είναι κοντά σ'αυτά που αποτελούν την περιρρέουσα ατμόσφαιρα αυτού του μπλόγκ. Επίσης η Τέχνη αποτελεί κεντρική θέση όσον αφορά στις δημοσιεύσεις αυτού του ιστότοπου, αφού η πρωταρχική μου ενασχόληση από εκεί ξεκινά κι' εκεί καταλήγει. Φανατικά πράγματα μην φέρεις εδώ, δεν είναι αυτός ο τόπος, φτηνές δημαγωγίες επίσης εξαιρούνται, σκέψεις δικές σου, γνήσιες, προβληματισμούς δικούς σου, πολύ ευχαρίστως, ανακύκλωση εκείνου του χαώδους, όπου σεύρω κι όπου μεύρεις, δεν το θέλω. Οι καλές εξηγήσεις κάνουν τους καλούς φίλους. Εύχομαι καλή ανάγνωση.

σημ: κάθε κείμενο μπορεί να αναδημοσιευτεί ελεύθερα φτάνει να αναφέρεται οπωσδήποτε
η πηγή του, δηλ, η ονομασία του μπλόγκ μου.
Σας ευχαριστώ για την κατανόηση!







Δευτέρα 31 Μαΐου 2010

Leonardo da Vinci - Wikipedia


Leonardo da Vinci - Wikipedia: "« Io credo che invece che definire che cosa sia l'anima, che è una cosa che non si può vedere, molto meglio è studiare quelle cose che si possono conoscere con l'esperienza, poiché solo l'esperienza non falla. E laddove non si può applicare una delle scienze matematiche, non si può avere la certezza. »"

Κυριακή 30 Μαΐου 2010

Κείμενο Αλέκου Φασιανού 2


Κάθε κάποια χρόνια, δεν μπορώ να προσδιορίσω πόσα ακριβώς, συμβαίνουν αλλαγές στην ταυτότητα ενός τόπου. Ομως, συνήθως, οι αλλαγές αυτές δεν επηρεάζουν σε βάθος την ουσία της ταυτότητας. Ετσι και οι αλλαγές που συμβαίνουν τα τελευταία χρόνια, είτε ενδογενώς στην Ελλάδα, είτε εκείνες που είναι αποτέλεσμα εξωτερικών μεταβολών, δεν επηρεάζουν την ουσία της ελληνικής ταυτότητας, όσο κι αν τώρα που τις βιώνουμε μπορεί να μας φαίνεται αλλιώς. Οι αρχαίοι Ελληνες φορούσαν χιτώνες, οι αγωνιστές του ΄21 φουστανέλες, εμείς, σήμερα, φοράμε παντελόνια ευρωπαϊκού τύπου, αλλά δεν αλλάζουμε. Και δεν αλλάζουμε, επειδή ζούμε κάτω από το ίδιο φως, στο ίδιο κλίμα, αναπνέουμε τον ίδιο αέρα, χαιρόμαστε την ίδια φύση, κάνουμε τις ίδιες χειρονομίες. Τελικά, η ελληνικότητα γεννιέται κυρίως από τον τόπο που ζούμε και καθορίζεται από αυτόν και από τη γλώσσα, και γι΄ αυτό αργά ή γρήγορα θα ενταχθούν σε αυτή την ελληνικότητα κι όσοι ξένοι έρχονται να ζήσουν σε αυτόν τον τόπο. Πολλοί, που αγνοούν εντελώς την καθοριστική σημασία όλων αυτών, πιστεύουν αντίθετα ότι η ελληνικότητα βρίσκεται στην παράδοση που απειλείται από τις αλλαγές. Τους διαφεύγει ότι και η ίδια η παράδοση κα θορίζεται από τον τόπο και από το φως του. Αλλά, κυρίως, κάνουν το μεγάλο λάθος να ταυτίζουν τη διατήρηση της ελληνικότητας με τη μίμηση του παρελθόντος. Κι αυτό είναι ένα έγκλημα, που γεννά τέρατα. Η μίμηση του παρελθόντος, του αρχαίου, του βυζαντινού ή όποιου άλλου, είναι κάτι κακό και επικίνδυνο που κλείνει τη σκέψη μας, μας στερεί κάθε δυνατότητα να ανανεώσουμε κι εμείς την ελληνική ταυτότητα και να την παραδώσουμε ανανεωμένη στους επόμενους. Το παρελθόν μάς βοηθά όταν μαθαίνουμε από αυτό, όχι όταν το αντιγράφουμε.
Το ίδιο κακό γίνεται κι όταν αντιγράφουμε ξένα στοιχεία, όπως έκαναν οι έλληνες ζωγράφοι του 19ου αιώνα που πήγαν στο Μόναχο. Ζωγράφιζαν ελληνικά θέματα, αλλά σαν Γερμανοί. Αλλά το γερμανικό φως, ή μάλλον η γερμανική καταχνιά, που έμαθε τους Γερμανούς να φτιάχνουν αριστουργήματα, δεν έχει καμιά σχέση με το φως της Ελλάδας. Το ίδιο κι οι σκιές. Και, ξαφνικά, ανάμεσα στους γερμανοσπουδαγμένους «λόγιους» έλληνες ζωγράφους, από το πουθενά, ξεπετάχτηκε ένας Θεόφιλος, ένας ξυπόλυτος με μια λερή φουστανέλα, που εξέφρασε την αληθινή ελληνικότητα όσο κανένας άλλος… Εγώ, δουλεύοντας πάνω στη σκληρή αντίθεση της σκιάς και του φωτός του ελληνικού, συνεχίζω ακριβώς αυτή την παράδοση με νέο τρόπο. Κι έτσι σε όλον τον κόσμο άνθρωποι μου λένε ότι νιώθουν μέσα από τα έργα μου τη συνέχεια με τον αρχαίο ελληνικό κόσμο, χωρίς να ξέρουν το γιατί…
Σήμερα, την ελληνικότητα τη βλέπω ακόμα και στα αυθαίρετα. Στα σπίτια που χτίζονταν μέσα σε ένα βράδυ όπως όπως, με ό,τι ταπεινά υλικά υπήρχαν διαθέσιμα εκείνη τη στιγμή. Αντίθετα, δεν τη βλέπω καθόλου σε τερατώδη κτίρια στη Μύκονο ή σε άλλα νησιά, που μπορεί να κρατούν το λευκό χρώμα ή την πέτρα, αλλά που οι διαστάσεις, οι αναλογίες και οι όγκοι τους δεν έχουν καμιά σχέση με την αληθινή αρχιτεκτονική εκείνης της γης και την προσβάλλουν. Το Αιγαίο, που τώρα όλοι μιλούν γι΄ αυτό, δεν το ξέραμε, ο Ελύτης μάς το ΄μαθε, αλλά δεν το καταλάβαμε.
Ελληνικότητα δεν είναι να πηγαίνεις και να αντιγράφεις το παρελθόν σου. Ελληνικότητα είναι να μαθαίνεις από όλα αυτά, να τα κουβαλάς μέσα σου και να τα ξέρεις, αλλά, όπως ο Οδυσσέας, να κάνεις αυτό που αυτός εδώ ο τόπος σού ζητά. Να παίρνεις το ελληνικό και να το κάνεις παγκόσμιο. Εγώ τουλάχιστον αυτό προσπάθησα να κάνω όλα αυτά τα χρόνια. Και το είδα να γίνεται. Η αρχή της Οδύσσειας είναι η ελληνικότητα. Και γι΄ αυτό δεν κινδυνεύει από όλες τις αλλαγές. Αν κινδυνεύει η ελληνικότητα, κινδυνεύει μόνο από εμάς τους ίδιους…
.

Κείμενο Αλέκου Φασιανού


«Με τη ζωγραφική ο άνθρωπος προσπαθεί να κατανοήσει τη φύση, δεν μπορείς να ζωγραφίσεις κάτι, αν προηγουμένως δεν το έχεις ζήσει, δεν το έχεις δει. Αν δεν παρατηρήσεις τη φύση δεν μπορείς να ζωγραφίσεις. Ένας καλλιτέχνης όταν ζωγραφίζει ένα δέντρο κοιτάζει τα φύλλα του από κοντά, για να ζωγραφίσεις το τριαντάφυλλο πρέπει να το κοιτάξεις από πολύ κοντά, να παρατηρήσεις τα οδοντωτά φύλλα του. Και αφού τα κοιτάξεις από κοντά σα φυσιοδίφης, τα ζωγραφίζεις ανάλογα με το φως που υπάρχει, τις φωτοσκιάσεις.Ένας καλλιτέχνης πρέπει να είναι και επιστήμονας συγχρόνως, όπως ένας γιατρός κάνει μια τομή για να κάνει μια εγχείρηση και ξέρει από ανατομία για να μη κόψει όργανα ζωτικά, έτσι και ο ζωγράφος πρέπει να σπουδάσει, να μελετήσει τη φύση. Στην αρχαιότητα ήταν ιερά όλα π.χ. τα ποτάμια. Δεν μπορούσες να ρίξεις μέσα απορρίμματα και να τα καταστρέψεις, γιατί θα σε τιμωρούσαν οι θεοί. Ήταν ιεροσυλία. Είχαν δώσει ονόματα, όπως Ποσειδώνας, από το πόσις – νερό. Στα βουνά κατοικούσε ο Πάν και οι νύμφες, είχαν βάλει τους θεούς να κατοικούν στις κορυφές των βουνών. Τώρα που κατακτήθηκαν όλα αυτά έφυγαν και οι θεοί. Το βουνό δεν είναι άβατο, είναι βατό για όλους τους ανθρώπους που το καταστρέφουν. Έχουν τη μανία τελευταία να χτίζουν βίλες στις κορυφές των βουνών για να είναι πανοραμικές, λέει, για να βλέπουν, να κατοπτεύουν τα πάντα. Είναι σαν παιδιά, μετά από λίγο βαριούνται δεν ξαναπηγαίνουν και μένουν, ερημώνουν. Εκείνο που ζούμε σήμερα είναι η αποξένωση του ανθρώπου από τη φύση. Τα παιδιά «δεν ξέρουν, πώς μεγαλώνουν τα πορτοκάλια», νομίζουν ότι όλα τα βγάζει το ψυγείο». Δεν υπάρχει ο απαιτούμενος σεβασμός για τη φύση. Η τραγωδία των πυρκαγιών του περασμένου καλοκαιριού στην Ελλάδα είναι και η τιμωρία για την ύβρη των ανθρώπων.Τα παραδείγματα καταστροφής του περιβάλλοντος και της φύσης είναι πολλά. Και στα νησιά έχουν καταστρέψει τη φύση, στη Μύκονο έχουν καταστραφεί όλα από την οικοδόμηση, την υπεροικοδόμηση. Όπως υπάρχει και η υπεραλίευση. Δε βρίσκεις ψάρια πλέον. Εγώ ψαρεύω και από χρόνια τώρα στο βυθό δεν βρίσκεις τίποτα, είναι νεκροί οι βυθοί, από τον τρόπο που ψαρεύουν και δεν επεμβαίνει κανείς. Δεν πρέπει μόνον να κλαίμε, πρέπει να κάνεις και κάτι για να αποτρέψεις το κακό. Και νομίζω, καμία κυβέρνηση δεν έχει κάνει τίποτα, ούτε η προηγούμενη, ούτε η καινούρια δεν έχει κάνει κάτι για το περιβάλλον. Γιατί αυτό είναι και το πιο ζωτικό. Για μένα, ο τρόπος να δείξεις την καταστροφή, είναι να δείξεις τι ωραίο ήταν το περιβάλλον πριν την καταστροφή. Αυτή είναι η δική μου άποψη. Προσπαθώ να ζωγραφίσω με όσο το δυνατόν λιγότερα χρώματα γίνεται, με ένα κόκκινο, ένα μπλε. Οι περισσότεροι καλλιτέχνες δεν ξέρουν να αναμειγνύουν τα χρώματα και τα αγοράζουν έτοιμες τις αναμείξεις. Αλλά δεν είναι μόνον τα χρώματα. Είναι και το θέμα. Πρέπει να έχει δει μια αλήθεια, μια ουσία και να προσπαθήσεις να τη δώσεις με το δικό σου τρόπο. Να μη μεταχειριστείς την τεχνική κάποιου άλλου ή να μιμηθείς την ξένη ζωγραφική, τη βυζαντινή ή την αρχαιοελληνική τέχνη. Και αυτό κακό είναι. Το παρελθόν είναι για να παίρνεις μάθημα. Το παρόν είναι να κάνεις αυτό που είσαι εσύ».
Του ζωγράφου Αλέκου Φασιανού

Mανόλης Αναγνωστάκης


Φοβᾶμαι...

Φοβᾶμαι τοὺς ἀνθρώπους ποὺ ἑφτὰ χρόνια ἔκαναν πὼς δὲν εἶχαν πάρει

χαμπάρι

καὶ μία ὡραία πρωία μεσοῦντος κάποιου Ἰουλίου

βγῆκαν στὶς πλατεῖες μὲ σημαιάκια κραυγάζοντας «δῶστε τὴ χούντα

στὸ λαό».


Φοβᾶμαι τοὺς ἀνθρώπους ποὺ μὲ καταλερωμένη τὴ φωλιὰ

πασχίζουν τώρα νὰ βροῦν λεκέδες στὴ δική σου.

Φοβᾶμαι τοὺς ἀνθρώπους ποὺ σοῦ κλείναν τὴν πόρτα

μὴν τυχὸν καὶ τοὺς δώσεις κουπόνια καὶ τώρα

τοὺς βλέπεις στὸ Πολυτεχνεῖο νὰ καταθέτουν γαρίφαλα καὶ νὰ δακρύζουν.

Φοβᾶμαι τοὺς ἀνθρώπους ποὺ γέμιζαν τὶς ταβέρνες

καὶ τὰ σπάζαν στὰ μπουζούκια κάθε βράδυ καὶ τώρα τὰ ξανασπάζουν

ὅταν τοὺς πιάνει τὸ μεράκι τῆς Φαραντούρη καὶ ἔχουν καὶ «ἀπόψεις».

Φοβᾶμαι τοὺς ἀνθρώπους ποὺ ἄλλαζαν πεζοδρόμιο ὅταν σὲ συναντοῦσαν

καὶ τώρα σὲ λοιδοροῦν γιατί, λέει, δὲν βαδίζεις ἴσιο δρόμο.

Φοβᾶμαι, φοβᾶμαι πολλοὺς ἀνθρώπους.

Φέτος φοβήθηκα ἀκόμη περισσότερο.

Νοέμβρης 1983

'Pesan ta Mantala' by Vas.Tsitsanis

Το τραίνο φεύγει στις οκτώ - Μίκης Θεοδωράκης

ΔΡΟΜΟΙ ΠΑΛΙΟΙ (Μίκης Θεοδωράκης)

Σάββατο 29 Μαΐου 2010

Δυο ποιήματα του Μανόλη Αναγνωστάκη


Θά ῾ρθει μιὰ μέρα
Θά ῾ρθει μιὰ μέρα ποὺ δὲ θά ῾χουμε πιὰ τί νὰ ποῦμε
Θὰ καθόμαστε ἀπέναντι καὶ θὰ κοιταζόμαστε στὰ μάτια
Ἡ σιωπή μου θὰ λέει: Πόσο εἶσαι ὄμορφη, μὰ δὲ
βρίσκω ἄλλο τρόπο νὰ στὸ πῶ
Θὰ ταξιδέψουμε κάπου, ἔτσι ἀπὸ ἀνία ἢ γιὰ νὰ
ποῦμε πὼς κι ἐμεῖς ταξιδέψαμε.
Ὁ κόσμος ψάχνει σ᾿ ὅλη του τὴ ζωὴ νὰ βρεῖ τουλάχιστο
τὸν ἔρωτα, μὰ δὲν βρίσκει τίποτα.
Σκέφτομαι συχνὰ πὼς ἡ ζωή μας εἶναι τόσο μικρὴ
ποὺ δὲν ἀξίζει κἂν νὰ τὴν ἀρχίσει κανείς.
Ἀπ᾿ τὴν Ἀθήνα θὰ πάω στὸ Μοντεβίδεο ἴσως καὶ
στὴ Σαγκάη, εἶναι κάτι κι αὐτὸ δὲ μπορεῖς
νὰ τὸ ἀμφισβητήσεις.
Καπνίσαμε -θυμήσου- ἀτέλειωτα τσιγάρασυ
ζητώντας ἕνα βράδυ
-ξεχνῶ πάνω σὲ τί- κι εἶναι κρῖμα γιατὶ ἦταν τόσο
μα τόσο ἐνδιαφέρον.
Μιὰ μέρα, ἂς ἤτανε, νὰ φύγω μακριά σου ἀλλὰ κι
ἐκεῖ θά ῾ρθεις καὶ θὰ μὲ ζητήσειςΔὲ μπορεῖ, Θέ μου, νὰ φύγει κανεὶς μοναχός του.

Δρόμοι παλιοί
Δρόμοι παλιοὶ ποὺ ἀγάπησα καὶ μίσησα ἀτέλειωτα
κάτω ἀπ᾿ τοὺς ἴσκιους τῶν σπιτιῶν νὰ περπατῶ
νύχτες τῶν γυρισμῶν ἀναπότρεπτες κι ἡ πόλη νεκρὴ
Τὴν ἀσήμαντη παρουσία μου βρίσκω σὲ κάθε γωνιὰ
κᾶμε νὰ σ᾿ ἀνταμώσω κάποτε φάσμα χαμένο τοῦ τόπου μου κι ἐγὼ
Ξεχασμένος κι ἀτίθασος νὰ περπατῶ
κρατώντας μία σπίθα τρεμόσβηστη στὶς ὑγρές μου παλάμες
Καὶ προχωροῦσα μέσα στὴ νύχτα χωρὶς νὰ γνωρίζω κανένα
κι οὔτε κανένας κι οὔτε κανένας μὲ γνώριζε μὲ γνώριζε

Φωή βοώντος εν τη ερήμω

Περπατάς στους βρώμικους δρόμους της Λευκωσίας κι αναρωτιέσαι,
υπάρχει μια αρχή, κάποιος που να νοιάζεται για την καθαριότητα αυτής της πόλης;
Ο Δήμος, που είναι ο καθ'ύλην υπεύθυνος γι αυτή τη δουλειά, αγρόν ηγόρασε και ζεύγη βοών δύο.....
θα μου πείτε γιατί δύο ζεύγη, και εξηγούμαι, το ένα για την ανάσκαψη της πλατείας Ελευθερίας, και το άλλο για την
πλατεία Σολωμού. Τώρα, γιατί με πιάνει κατάθλιψη πάντοτε με τις ακαθαρσίες, είναι φαντάζομαι ολόδικό μου πρόβλημα.....

Παρασκευή 28 Μαΐου 2010

Mανόλης Αναγνωστάκης


Ποιητική




-Προδίδετε πάλι τὴν Ποίηση, θὰ μοῦ πεῖς,

Τὴν ἱερότερη ἐκδήλωση τοῦ Ἀνθρώπου

Τὴ χρησιμοποιεῖτε πάλι ὡς μέσον, ὑποζύγιον

Τῶν σκοτεινῶν ἐπιδιώξεών σας

Ἐν πλήρει γνώσει τῆς ζημιᾶς ποὺ προκαλεῖτε

Μὲ τὸ παράδειγμά σας στοὺς νεωτέρους.


-Τὸ τί δὲν πρόδωσες ἐσὺ νὰ μοῦ πεῖς

Ἐσὺ κι οἱ ὅμοιοί σου, χρόνια καὶ χρόνια,

Ἕνα πρὸς ἕνα τὰ ὑπάρχοντά σας ξεπουλώντας

Στὶς διεθνεῖς ἀγορὲς καὶ τὰ λαϊκὰ παζάρια

Καὶ μείνατε χωρὶς μάτια γιὰ νὰ βλέπετε, χωρὶς ἀφτιὰ

Ν᾿ ἀκοῦτε, μὲ σφραγισμένα στόματα καὶ δὲ μιλᾶτε.

Γιὰ ποιὰ ἀνθρώπινα ἱερὰ μᾶς ἐγκαλεῖτε;



Ξέρω: κηρύγματα καὶ ρητορεῖες πάλι, θὰ πεῖς.

Ἔ ναὶ λοιπόν! Κηρύγματα καὶ ρητορεῖες.


Σὰν πρόκες πρέπει νὰ καρφώνονται οἱ λέξεις

Νὰ μὴν τὶς παίρνει ὁ ἄνεμος.


Η μόνη κληρονομιά, του Γιώργου Ιωάννου

Γιώργος Ιωάννου,

Ο Μπάτης


Κάθε χρόνο, τη βραδιά της Αναστάσεως, σκύβω με κάποια πρόφαση και χαϊδεύω μυστικά το χορτάρι στον αυλόγυρο της Αγίας Σοφίας. Δεν έχω πει ακόμα σε κανένα τίποτε, κι ούτε, νομίζω, έχουν προσέξει πως τους παρασύρω όλο στο ίδιο σημείο. Μάλλον θα τους έχει γίνει συνήθεια κι αυτό. Παρόλο που δε μου ταιριάζει πια, φροντίζω να έχω πάντα μαζί μου ένα κόκκινο αυγό, που εννοώ να το τσουγκρίσω με όποιον τύχει κοντά μου. Και καθώς ρίχνω στη γη τα τσέφλια του, σκέφτομαι με κάποια χαρά, πως όταν φύγει ο κόσμος, ίσως ξαναρθεί ο φίλος μου ο Μπάτης να τα συναρμολογήσει κι αυτά, όπως έγινε κάποτε με όλες εκείνες τις άσεμνες φωτογραφίες.

Τις είχαμε βρει ξεσκισμένες σ' αυτό το ίδιο μέρος και πράγμα τότε δεν παρουσίασε λιγότερες δυσκολίες. Σε πολλά κομμάτια εικονίζονταν μέλη γυμνά, που δεν τα ξέραμε ακόμα απ' αλλού ή που δεν μπορούσαμε να τα φανταστούμε σε τόση αγριότητα. Εκτός αυτού όμως ήταν και οι μπλεγμένες στάσεις των προσώπων. Πήγαινες με την ιδέα πως ενώνεις μια φωτογραφία με δύο άτομα, οπότε σ' ένα κομματάκι παρουσιαζόταν κάποιο πέμπτο πόδι ή κάτι άλλο υπεράριθμο και σου τα χαλνούσε όλα. Με λίγα λόγια δε μας βοηθούσαν καθόλου οι γνώσεις μας.

Ξαπλωμένοι μπρούμυτα στο χορτάρι είχαμε τόσο απορροφηθεί, ώστε, όταν χτύπησε το κουδούνι του συσσιτίου για τη δεύτερη βάρδια, δε θέλαμε να πάμε μέσα για φαγητό. Εν τέλει πήγα μονάχα εγώ στο συσσίτιο κι ο φίλος μου έμεινε κοντά στις φωτογραφίες. Το κακό ήταν πως το κήρυγμα μετά το φαγητό κράτησε πάρα πολύ εκείνη την ημέρα.Πάντως τον βρήκα να τις έχει όλες έτοιμες απάνω στο χορτάρι, και να μάχεται με τον αγέρα να μην του τις σκορπίσει.

Πρώτη φορά μου έβλεπα τέτοια συμπλέγματα. Ήταν πολύ βρόμικος ο κόσμος. Εκείνος όμως τον έβρισκε ωραίο, μου έδειχνε λεπτομέρειες και γελούσε. Όλα είχαν το όνομά τους και το ήξερε. Δεν ξέρω όμως τι θα 'λεγε τώρα, γιατί βέβαια όλα θα τα είχε δοκιμάσει. Καθώς φεύγαμε, έδωσε μια με το πόδι του και σκόρπισαν πάλι τα κομματάκια.Την άλλη μέρα, που έλεγα να τα μαζέψω, δε βρήκαμε ίχνος. Κάποιος άλλος θα τα είχε πάρει. Γι' αυτό μπήκαμε μέσα στην εκκλησία και κοιτάζαμε, ξαπλωμένοι ανάσκελα στις καρέκλες, την Ανάληψη στο ψηφιδωτό του τρούλου. Δύο άγγελοι πετώντας πλαγιαστά κρατάνε το Χριστό μέσα στη δοξαστική σφαίρα, που μου φάνηκε σαν ένα τεράστιο αυγό. Έβλεπα τους αγγέλους και θυμόμουν εμάς την προηγούμενη μέρα. Όχι πως θεωρούσα, έστω και τότε, τον εαυτό μου για άγγελο, αλλά για το φίλο μου το πίστευα αυτό. Είχε πολλά στοιχεία. Κομματάκι κομματάκι είναι καμωμένο κι αυτό, μου είπε στο τέλος. Ήταν φανερό πως σκεφτόταν τις φωτογραφίες. Κι εγώ για το ίδιο λυπόμουν, αλλά δεν ήθελα να το πω. Και όχι μονάχα τότε∙ ποτέ μου δεν τις ξέχασα. Πολλές οργιαστικές διηγήσεις μου μάλιστα, σ' αυτές κυρίως τις έχω στηρίξει, κι ας έχω δει πλήθος άλλες εν τω μεταξύ.Από καιρό σε καιρό σκέφτομαι: αυτός που τις ξέσκισε μέσα στον αυλόγυρο της εκκλησίας δεν μπορεί να έκανε από το φόβο της έρευνας την πράξη. Ήταν προχωρημένη Κατοχή τότε, και από κάθε τι άλλο μπορούσες να κινδυνέψεις, αν το 'βρισκαν απάνω σου, όχι όμως και από άσεμνες φωτογραφίες. Η λογική μού λέει, πως θα τις χάλασε μάλλον από φόβο μήπως τις βρει καμιά μάνα του στις τσέπες του ή από θρησκευτική κρίση. Εγώ πάντως θέλω να πιστεύω πως από μετάνοια έγιναν όλα.

Ύστερα από λίγες μέρες εξαφανίστηκε ο Μπάτης κι απ' το φαγητό και από το σχολείο. Είπαν πως ήταν άρρωστος, ενώ εγώ έμαθα πως τον είχανε πιάσει. Ένα πρωί με περίμενε κάποιος έξω απ' το σχολείο. Τη νύχτα είχαν εκτελέσει το φίλο μου μπροστά στο σπίτι του για παραδειγματισμό της γειτονιάς. Ο Ερυθρός Σταυρός τον είχε μαζέψει.Πήγαμε στο νεκροτομείο να τον βρούμε. Εδώ κι αν ήταν οι κομματιασμένοι άνθρωποι κι οι αγγέλοι. Το τι είδαν τα μάτια μου εκεί δεν πρόκειται ποτέ μου να το πω. Εξάλλου δεν το πιστεύω. Κατόπι έγινα ένα με τη γη κι έτσι δε με πήρανε χαμπάρι. Φοβάμαι όμως πως δε χρειαζόταν και τόσο κρύψιμο από μέρους μου∙ αυτοί ξέρουν ποιους σκοτώνουν.

Έχω υποφέρει απ' τα φτηνά λογοπαίγνια και δε μ' αρέσει να κάνω τέτοια ούτε στον εαυτό μου τον ίδιο. Παρόλα ταύτα πετιέμαι αυτόματα, όταν τα καλοκαιρινά απογεύματα φυσάει απ' τη θάλασσα ένας αέρας, που όλοι τον βρίσκουν δροσερό και λένε αναστενάζοντας το όνομά του.

Από τη συλλογή πεζογραφημάτων Για ένα φιλότιμο (1964)

Bai Juyi

Returning Late on the Road from Pingquan on a Winter's Day


The mountain road is hard to travel, the sun now slanting down,

In a misty village, a crow lands on a frosted tree.

I'll not arrive before night falls, but that should not concern me,

Once I've drunk three warm cups, I'll feel as if at home.

Κινέζικη ποίηση Bai Juyi

Remembering South of the RiverBai Juyi

South of the river is good,
Long ago, I knew the landscape well.
At sunrise, the river's flowers are red like fire,
In spring, the river's water's green as lilies.
How could I not remember south of the river?

Κινέζικη Ποίηση Bai Juyi



An Invitation to Mr Liu


Green lees of beer that's newly brewed,

A little stove of red clay burns.

As evening comes, the sky's about to snow,

Can you drink one cup with me?

Poetry

Ancient Wisdom, Rather Cosmic

So-shu dreamed,
And having dreamed that he was a bird, a bee, and a butterfly,
He was uncertain why he should try to feel like anything else,

Hence his contentment.

Ezra Pound

Πέμπτη 27 Μαΐου 2010

Ezra Pound - Poetry


Alf’s Second Bit

THE NEO-COMMUNE

Manhood of England,
Dougth of the Shires,
Want Russia to save 'em
And answer their prayers.
Want Russia to save 'em,
Lenin to save 'em,
Trotsky to save 'em
(And valets to shave 'em)
The youth of the Shires!

Down there in Cambridge
Between auction and plain bridge,
Romance, revolution 1918!
An idea between 'em
I says! 'ave you seen 'em?
The flower of Cambridge,
The youth of the Shires?

ΠΟΙΗΣΗ

T.S. Eliot (1888–1965). Prufrock and Other Observations. 1917.

1. The Love Song of J. Alfred Prufrock



S’io credesse che mia risposta fosse
A persona che mai tornasse al mondo,
Questa fiamma staria senza piu scosse.
Ma perciocche giammai di questo fondo
Non torno vivo alcun, s’i’odo il vero,
Senza tema d’infamia ti rispondo.


LET us go then, you and I,

When the evening is spread out against the sky

Like a patient etherised upon a table;

Let us go, through certain half-deserted streets,

The muttering retreats
5
Of restless nights in one-night cheap hotels

And sawdust restaurants with oyster-shells:

Streets that follow like a tedious argument

Of insidious intent

To lead you to an overwhelming question …
10
Oh, do not ask, “What is it?”

Let us go and make our visit.


In the room the women come and go

Talking of Michelangelo.


The yellow fog that rubs its back upon the window-panes,
15
The yellow smoke that rubs its muzzle on the window-panes

Licked its tongue into the corners of the evening,

Lingered upon the pools that stand in drains,

Let fall upon its back the soot that falls from chimneys,

Slipped by the terrace, made a sudden leap,
20
And seeing that it was a soft October night,

Curled once about the house, and fell asleep.


And indeed there will be time

For the yellow smoke that slides along the street,

Rubbing its back upon the window-panes;
25
There will be time, there will be time

To prepare a face to meet the faces that you meet;

There will be time to murder and create,

And time for all the works and days of hands

That lift and drop a question on your plate;
30
Time for you and time for me,

And time yet for a hundred indecisions,

And for a hundred visions and revisions,

Before the taking of a toast and tea.


In the room the women come and go
35
Talking of Michelangelo.


And indeed there will be time

To wonder, “Do I dare?” and, “Do I dare?”

Time to turn back and descend the stair,

With a bald spot in the middle of my hair—
40
[They will say: “How his hair is growing thin!”]

My morning coat, my collar mounting firmly to the chin,

My necktie rich and modest, but asserted by a simple pin—

[They will say: “But how his arms and legs are thin!”]

Do I dare
45
Disturb the universe?

In a minute there is time

For decisions and revisions which a minute will reverse.


For I have known them all already, known them all:—

Have known the evenings, mornings, afternoons,
50
I have measured out my life with coffee spoons;

I know the voices dying with a dying fall

Beneath the music from a farther room.

So how should I presume?


And I have known the eyes already, known them all—
55
The eyes that fix you in a formulated phrase,

And when I am formulated, sprawling on a pin,

When I am pinned and wriggling on the wall,

Then how should I begin

To spit out all the butt-ends of my days and ways?
60
And how should I presume?


And I have known the arms already, known them all—

Arms that are braceleted and white and bare

[But in the lamplight, downed with light brown hair!]

It is perfume from a dress
65
That makes me so digress?

Arms that lie along a table, or wrap about a shawl.

And should I then presume?

And how should I begin? . . . . .

Shall I say, I have gone at dusk through narrow streets
70
And watched the smoke that rises from the pipes

Of lonely men in shirt-sleeves, leaning out of windows?…


I should have been a pair of ragged claws

Scuttling across the floors of silent seas. . . . . .

And the afternoon, the evening, sleeps so peacefully!
75
Smoothed by long fingers,

Asleep … tired … or it malingers,

Stretched on the floor, here beside you and me.

Should I, after tea and cakes and ices,

Have the strength to force the moment to its crisis?
80
But though I have wept and fasted, wept and prayed,

Though I have seen my head [grown slightly bald] brought in upon a platter,

I am no prophet—and here’s no great matter;

I have seen the moment of my greatness flicker,

And I have seen the eternal Footman hold my coat, and snicker,
85
And in short, I was afraid.


And would it have been worth it, after all,

After the cups, the marmalade, the tea,

Among the porcelain, among some talk of you and me,

Would it have been worth while,
90
To have bitten off the matter with a smile,

To have squeezed the universe into a ball

To roll it toward some overwhelming question,

To say: “I am Lazarus, come from the dead,

Come back to tell you all, I shall tell you all”—
95
If one, settling a pillow by her head,

Should say: “That is not what I meant at all.

That is not it, at all.”


And would it have been worth it, after all,

Would it have been worth while,
100
After the sunsets and the dooryards and the sprinkled streets,

After the novels, after the teacups, after the skirts that trail along the floor—

And this, and so much more?—

It is impossible to say just what I mean!

But as if a magic lantern threw the nerves in patterns on a screen:
105
Would it have been worth while

If one, settling a pillow or throwing off a shawl,

And turning toward the window, should say:

“That is not it at all,

That is not what I meant, at all.” . . . . .
110
No! I am not Prince Hamlet, nor was meant to be;

Am an attendant lord, one that will do

To swell a progress, start a scene or two,

Advise the prince; no doubt, an easy tool,

Deferential, glad to be of use,
115
Politic, cautious, and meticulous;

Full of high sentence, but a bit obtuse;

At times, indeed, almost ridiculous—

Almost, at times, the Fool.


I grow old … I grow old …
120
I shall wear the bottoms of my trousers rolled.


Shall I part my hair behind? Do I dare to eat a peach?

I shall wear white flannel trousers, and walk upon the beach.

I have heard the mermaids singing, each to each.


I do not think that they will sing to me.
125

I have seen them riding seaward on the waves

Combing the white hair of the waves blown back

When the wind blows the water white and black.


We have lingered in the chambers of the sea

By sea-girls wreathed with seaweed red and brown
130
Till human voices wake us, and we drown.

T. S. Eliot - Biography and Works

T. S. Eliot - Biography and Works:

"LET us go then, you and I,
When the evening is spread out against the sky
Like a patient etherised upon a table;
Let us go, through certain half-deserted streets,
The muttering retreats
Of restless nights in one-night cheap hotels
And sawdust restaurants with oyster-shells:
Streets that follow like a tedious argument
Of insidious intent
To lead you to an overwhelming question …
Oh, do not ask, “What is it?”
Let us go and make our visit.

--from 'The Love Song of J. Alfred Prufrock"

Τετάρτη 26 Μαΐου 2010

Καβάφης

Απ' τες εννιά


Δώδεκα και μισή. Γρήγορα πέρασεν η ώρα

απ' τες εννιά που άναψα την λάμπα,

και κάθησα εδώ. Καθόμουν χωρίς να διαβάζω,

και χωρίς να μιλώ. Με ποιόνα να μιλήσω

κατάμονος μέσα στο σπίτι αυτό.


Το είδωλον του νέου σώματός μου,

απ' τες εννιά που άναψα την λάμπα,

ήλθε και με ηύρε και με θύμησε

κλειστές κάμαρες αρωματισμένες,

και περασμένην ηδονή - τι τολμηρή ηδονή!

Κ' επίσης μ' έφερε στα μάτια εμπρός,

δρόμους που τώρα έγιναν αγνώριστοι,

κέντρα γεμάτα κίνησι που τέλεψαν,

και θέατρα και καφενεία που ήσαν μια φορά.


Το είδωλον του νέου σώματός μου

ήλθε και μ' έφερε και τα λυπητερά·

πένθη της οικογένειας, χωρισμοί,

αισθήματα δικών μου, αισθήματα

των πεθαμένων τόσο λίγο εκτιμηθέντα.


Δώδεκα και μισή. Πως πέρασεν η ώρα.

Δώδεκα και μισή. Πως πέρασαν τα χρόνια.


Κωνσταντίνος Π. Καβάφης

Λυρική ποίηση


Γρήγορα η ώρα πέρασε..



γρήγορα η ώρα πέρασε,μεσάνυχτα κοντεύουν,
πάει το φεγγάρι πάει κι η Πούλια βα-
σιλέψανε-και μόνο εγώ κείτομαι δω μονάχη
κι έρημη ο Έρωτας που βάσανα μοιράζει
ο Έρωτας που παραμύθια πλάθει
μου άρπαξε την ψυχή μου και την τρά-
νταξε ίδια καθώς αγέρας από τα βουνά χυ-
μάει μέσα στους δρυς φυσομανώντας.

Σαπφώ

Χαρακτική - Κάνθος


τη θέση των συνήθως ειδυλλιακών θεμάτων από την αγροτική ζωή, μετά την εισβολή καταλαμβάνει η οδύνη και ο σπαραγμός ,και βλέπουμε εδώ έναν Κάνθο εξπρεσσιονιστή που καταγγέλλει με εικαστικά μέσα την μεγάλη προδοσία.

Κύπριοι ζωγράφοι-Τηλέμαχος Κάνθος


΄Οπως ήταν Ο Παύλος Πικασσό και ο Μπράκ στο Παρίσι
έτσι και στην Κύπρο υπήρξαν ο Διαμαντής και ο Κάνθος
Δύσκολο να πεις ποιος απ' τους δυο έδωσε τα πιο πολλά.
Εν αντιθέσει προς τον Διαμαντή ο Τηλέμαχος ασχολήθηκε και με το δύσκολο είδος της Χαρακτικής, ως επί το πλείστον σε ξύλο, όπως η διπλανή εικόνα.

Κύπριοι ζωγράφοι- Διαμαντής

΄Ηταν συμφοιτητής του Χένρυ Μούρ, μαζί μοιράστηκαν μια υποτροφία, αλλά ο μεν Μουρ ήταν τέκνο της Μεγάλης Βρεττανικής αυτοκρατορίας ενώ ο Διαμαντής τέκνο της αποικιοκρατούμενης απ' τους ΄Αγγλους Κύπρου.

Κύπριοι ζωγράφοι


Πίνακας του
Αδαμάντιου Διαμαντή,
απ'τη τελευταία απλοποιημένη δουλειά του μετά την εισβολή. Ελάχιστη μπογιά, σημάδεια από κάρβουνο, με φιγούρες απ'τον κόσμο της Κύπρου πριν βυθισθεί για πάντα στην αχλύ της ιστορίας.

Αριστοτέλους- Ηθικά

Ἕκαστος δὲ κρίνει καλῶς ἃ γινώσκει, καὶ τούτων ἐστὶν ἀγαθὸς κριτής. καθ᾽ ἕκαστον μὲν ἄρα ὁ πεπαιδευμένος, ἁπλῶς δ᾽ ὁ περὶ πᾶν πεπαιδευμένος. διὸ τῆς πολιτικῆς οὐκ ἔστιν οἰκεῖος ἀκροατὴς ὁ νέος· ἄπειρος γὰρ τῶν κατὰ τὸν βίον πράξεων, οἱ λόγοι δ᾽ ἐκ τούτων καὶ περὶ τούτων· ἔτι δὲ τοῖς πάθεσιν ἀκολουθητικὸς ὢν ματαίως ἀκούσεται καὶ ἀνωφελῶς, ἐπειδὴ τὸ τέλος ἐστὶν οὐ γνῶσις ἀλλὰ πρᾶξις.

Now each man judges well the things he knows, and of these he is a good judge. And so the man who has been educated in a subject is a good judge of that subject, and the man who has received an all-round education is a good judge in general. Hence a young man is not a proper hearer of lectures on political science; for he is inexperienced in the actions that occur in life, but its discussions start from these and are about these; and, further, since he tends to follow his passions, his study will be vain and unprofitable, because the end aimed at is not knowledge but action.

διαφέρει δ᾽ οὐδὲν νέος τὴν ἡλικίαν ἢ τὸ ἦθος νεαρός· οὐ γὰρ παρὰ τὸν χρόνον ἡ ἔλλειψις, ἀλλὰ διὰ τὸ κατὰ πάθος ζῆν καὶ διώκειν ἕκαστα.

And it makes no difference whether he is young in years or youthful in character; the defect does not depend on time, but on his living, and pursuing each successive object, as passion directs.

τοῖς γὰρ τοιούτοις ἀνόνητος ἡ γνῶσις γίνεται, καθάπερ τοῖς ἀκρατέσιν· τοῖς δὲ κατὰ λόγον τὰς ὀρέξεις ποιουμένοις καὶ πράττουσι πολυωφελὲς ἂν εἴη τὸ περὶ τούτων εἰδέναι.

For to such persons, as to the incontinent, knowledge brings no profit; but to those who desire and act in accordance with a rational principle knowledge about such matters will be of great benefit.
Μετάφραση: William David Ross 1907

Για όσους βιάζονται να εισαγάγουν την μικροπολιτική στα σχολεία, για τους σκοπούς τους οποίους όλοι γνωρίζουμε.

Αριστοτέλους- Ηθικά

εἰ γὰρ καὶ ταὐτόν ἐστιν ἑνὶ καὶ πόλει, μεῖζόν γε καὶ τελειότερον τὸ τῆς πόλεως φαίνεται καὶ λαβεῖν καὶ σῴζειν· ἀγαπητὸν μὲν γὰρ καὶ ἑνὶ μόνῳ, κάλλιον δὲ καὶ θειότερον ἔθνει καὶ πόλεσιν.

For even if the end is the same for a single man and for a state, that of the state seems at all events something greater and more complete whether to attain or to preserve; though it is worth while to attain the end merely for one man, it is finer and more godlike to attain it for a nation or for city-states

έτσι για να κτυπήσουμε λίγο τον άκρατο ατομικισμό!

Αισώπου Μύθοι

Αηδών και Χελιδών
Ἀηδόνι συνεβούλευε χελιδὼν τοῖς ἀνθρώποις εἶναι ὁμόροφον καὶ σύνοικον ὡς αὐτή. Ἡ δὲ εἶπεν· "Οὐ θέλω τὴν λύπην τῶν παλαιῶν μου συμφορῶν μεμνῆσθαι, καὶ διὰ τοῦτο τὰς ἐρήμους οἰκῶ."
[ Ὅτι ] τὸν λυπηθένθα ἔκ τινος τύχης καὶ τὸν τόπον φεύγειν ἐθέλειν ἔνθα ἡ λύπη συνέβη.

Αισώπου Μύθοι/Αισχρά δούλη και Αφροδίτη - Βικιθήκη

Αισώπου Μύθοι/Αισχρά δούλη και Αφροδίτη - Βικιθήκη

Τρίτη 25 Μαΐου 2010

A. RIMBAUD
--------------------------------------
UNE
SAISON EN ENFER
-----------------------
PRIX: UN FRANC
-----------------------
1873
*****
"Jadis, si je me souviens bien, ma vie était un festin où s'ouvraient tous les coeurs, où tous les vins coulaient.
Un soir, j'ai assis la Beauté sur mes genoux. - Et je l'ai trouvée amère. - Et je l'ai injuriée.
Je me suis armé contre la justice.
Je me suis enfui. Ô sorcières, ô misère, ô haine, c'est à vous que mon trésor a été confié!
Je parvins à faire s'évanouir dans mon esprit toute l'espérance humaine. Sur toute joie pour l'étrangler j'ai fait le bond sourd de la bête féroce.
J'ai appelé les bourreaux pour, en périssant, mordre la crosse de leurs fusils. J'ai appelé les fléaux, pour m'étouffer avec le sable, avec le sang. Le malheur a été mon dieu. Je me suis allongé dans la boue. Je me suis séché à l'air du crime. Et j'ai joué de bons tours à la folie.
Et le printemps m'a apporté l'affreux rire de l'idiot.
Or, tout dernièrement, m'étant trouvé sur le point de faire le dernier couac! j'ai songé à rechercher le clef du festin ancien, où je reprendrais peut-être appétit.
La charité est cette clef. - Cette inspiration prouve que j'ai rêvé!
"Tu resteras hyène, etc.... ," se récrie le démon qui me couronna de si aimables pavots. "Gagne la mort avec tous tes appétits, et ton égoïsme et tous les péchés capitaux."
Ah! j'en ai trop pris: - Mais, cher Satan, je vous en conjure, une prunelle moins irritée! et en attendant les quelques petites lâchetés en retard, vous qui aimez dans l'écrivain l'absence des facultés descriptives ou instructives, je vous détache des quelques hideux feuillets de mon carnet de damné.

Latin sayings

Homo homini lupus
ΑΝ θυμάμαι καλά, κάποτε, ήταν η ζωή μου έκπαγλη γιορτή
που άνοιγαν όλες οι καρδιές καί όλα τα κρασιά κυλούσαν.
Μια νύχτα πήρα την ομορφιά στα γόνατά μου. Και τη βρήκα πικρή. Και τη βλαστήμησα.
Οπλίστηκα ενάντια στη δικαιοσύνη. Δραπέτευσα.
Ω Μάγισσες, Μιζέρια, Μίσος, εσείς θα διαφυλάξετε το θησαυρό μου.
Κατόρθωσα να σβύσω από το λογικό μου κάθε ελπίδα ανθρώπινη.
Μ' ύπουλο σάλτο, χύμηξα σα θηρίο πάνω σ' όλες τίς χαρές να τις σπαράξω.
Επικαλέστηκα τους δήμιους να δαγκάσω, πεθαίνοντας,τα κοντάκια των όπλων τους. Επικαλέστηκα κάθε Οργή και Μάστιγα να πνιγώ στο αίμα, στην άμμο.
Η απόγνωση ήταν ο θεός μου.
Κυλίστηκα στη λάσπη.
Στέγνωσα στον αέρα του εγκλήματος.
Ξεγέλασα την τρέλλα.
Κι' η άνοιξη μου προσκόμισε το φρικαλέο γέλοιο του ηλίθιου.
Μα τώρα τελευταία, πριν τα τινάξω για καλά,
λέω ν' αποζητήσω το κλειδί του αρχαίου συμπόσιου, μήπως βρω ξανά την όρεξή μου.
Τό κλειδί αυτό είν' η συμπόνοια.
Η έμπνευση τούτη δείχνει πως ονειρεύτηκα.
«Θα μείνεις ύαινα...». ολολύζει ο διάβολος : και με στεφανώνει με πλήθος ιλαρές παπαρούνες.
«Φτάσε στό θάνατο μ' όλες τις αχαλίνωτες ορέξεις σου, τη φιλαυτία σου,
και κάθε ασυγχώρητο αμάρτημα !»
Αχ ! απαύδησα. Αλλά, Σατανά, φίλτατέ μου, να χαρείς, όχι βλοσυρές ματιές.
Περιμένω μερικές βδεληρότητες, αναδρομικά.
Ωστόσο, για σάς, τους εραστές της απουσίας του περιγραφικού η διδακτικού ύφους σ' έναν συγγραφέα,
για σάς αποσπώ τις λίγες ελεεινές αυτές σελίδες από το σημειωματάριο ένός κολασμένου.

Arthur Rimbaud,
Μια εποχή στην κόλαση, εκδ. "Γνώση"

Δευτέρα 24 Μαΐου 2010

Γνωμικά- Λατινικά

Quinon proficit deficit.
όποιος δεν προχωρά, πάει προς τα πίσω

Κυριακή 23 Μαΐου 2010

Ο Μαθητευόμενης της Οδύνης, Ποίηση - Εγγονόπουλος

Ο Μαθητευόμενης της Οδύνης, Ποίηση - Εγγονόπουλος
ΕΛΕΩΝΟΡΑ

for hands she hath non,nor
eyes, nor feet, nor goldern
Treasure of hair


( προσθία όψις )
τα μαλλιά της είναι σαν χαρτόνι
και σαν ψάρι
τα δυό της μάτια είναι
σαν ένα περιστέρι
το στόμα της
είναι σαν τον εμφύλιο πόλεμο
(στην Ισπανία )
ο λαιμός της είναι ένα κόκκινο
άλογο
τα χέρια της
είναι
σαν τη φωνή
του πυκνού
δάσους
τα δυό της στήθη είναι
σαν τη ζωγραφική μου
η κοιλιά της είναι
η ιστορία
του Βέλθανδρου και της Χρυσάντζας
η ιστορία
του Τωβία
η ιστορία
του
γαϊδάρου
του λύκου και της αλεπούς
το φύλο της
είναι
οξέα σφυρίγματα
μέσα στη γαλήνη
του μεσημεριού
οι μηροί της είναι
οι τελευταίες
αναλαμπές
της σεμνής χαράς
των οδοστρωτήρων
τα δυό της γόνατα
ο Αγαμέμνων
τα δυό της λατρευτά
μικρά
πόδια
είναι το πράσινο
τηλέφω-
νο με τα κόκκινα
μάτια
( οπισθία όψις )
τα μαλιά της
είναι
μια λάμπα του πετρελαίου
που καίει
το πρωϊ
οι ώμοι της
είναι
το σφυρί
των πόθων
μου
η πλάτη της
είναι τα
ματογυάλια
της θάλασσας
το άροτρο
των απατηλών
ιδεογραμμάτων
σφυράει
θλιμμένα
στη μέση της
οι γλουτοι της
είναι ψαρόκολλα
οι μηροί της
είναι
σαν
αστροπελέκι
οι μικρές της φτέρνες
φωτίζουν
τα
πρωϊνά
κακά
όνειρα
και τελικά
είναι
μια γυναίκα
μισή
ιπποκάμπη
και μισή
περιδέραιο
ίσως ακόμη
να είναι
εν μέρει πεύκο
και εν μέρει
ανελκυστήρ
Νίκου Εγγονόπουλου
ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΑ ΣΤΟ ΠΑΡΑΘΥΡΟ


Σκοπός της ζωής μας δεν είναι η χαμέρπεια. Υπάρχουν απειράκις ωραιότερα πράγματα και απ’ αυτήν την αγαλματώδη παρουσία του περασμένου έπους. Σκοπός της ζωής μας είναι η αγάπη. Σκοπός της ζωής μας είναι η ατελεύτητη μάζα μας. Σκοπός της ζωής μας είναι η λυσιτελής παραδοχή της ζωής μας και της κάθε μας ευχής εν παντί τόπω εις πάσαν στιγμήν εις κάθε ένθερμον αναμόχλευσιν των υπαρχόντων. Σκοπός της ζωής μας είναι το σεσημασμένον δέρας της υπάρξεώς μας


ΑΝΔΡΕΑΣ ΕΜΠΕΙΡΙΚΟΣ
Από την Υψικάμινο 1935
Πατώντας πάνω στα μονοπάτια που εχάραξαν, Ρεμπώ, Κάρολος Μάρξ και Φρόϋντ, ο Μπρετόν διαμορφώνει τη δική του θεωρία, που θέλει τον κόσμο των ονείρων συνέχεια του πραγματικού και αδιαχώριστα συνδεδεμένου με αυτόν. Την αναλογία του Μπωντλαίρ, που συσχέτιζε τον ονειρευόμενο με τον ποιητή, την θεωρεί ξεπερασμένη.

Σάββατο 22 Μαΐου 2010

Hidden Face Photo, Travel Picture – National Geographic Photo of the Day

Hidden Face Photo, Travel Picture – National Geographic Photo of the Day
Eπίγραμμα
Πριν απ' τα μάτια μου είσουν φως,
πριν απ' τον έρωτα Έρωτας,
κι όταν σε πήρε το φιλί
Γυναίκα.
Οδυσσέας Ελύτης
η αίσθηση της όσφρησης

Manos Hadjidakis - To hamogelo tis Tzokontas (part 1)

Le surréalisme est un mouvement artistique qu'André Breton définit dans le premier Manifeste du Surréalisme comme « automatisme psychique pur, par lequel on se propose d'exprimer, soit verbalement, soit par écrit, soit de toute autre manière, le fonctionnement réel de la pensée. Dictée de la pensée, en l'absence de tout contrôle exercé par la raison, en dehors de toute préoccupation esthétique ou morale ».

Για να προσθέσει μετά. « Je crois à la résolution future de ces deux états, en apparence si contradictoires, que sont le rêve et la réalité, en une sorte de réalité absolue. » από την wikipedia

Παρασκευή 21 Μαΐου 2010

Ο υπερρεαλισμός υπήρξε ένα από τα πιο ριζοσπαστικά καλλιτεχνικά κινήματα του εικοστού αιώνα και ο θεμελιωτής του, Αντρέ Μπρετόν, ένας απ'τους σημαντικότερους στοχαστές της εποχής μας.

"Je ne veux pas changer la regle du jeux, je veux changer le jeux"
Andre Breton

Ξεκινάμε

Ξεκινώ το μπλογκ μου. Κάπως προσωπικό για την ώρα και μετά βλέπουμε όσον αφορά τους συνδαιτυμόνες.