Δημοφιλείς αναρτήσεις

Προς Αναγνώστη Καλωσόρισμα και μια εξήγηση

Αγαπητέ αναγνώστη, καλώς όρισες στα μέρη μας, μπορείς να ξεκουραστείς λίγο εδώ, δεν έχουμε θέματα που λειτουργούν σαν ενοχλητικές μυίγες, εδώ θα βρεις κάποια κείμενα ποίησης ή πεζά, κείμενα φιλοσοφίας, αρχαίου ελληνικού λόγου, κείμενα γραμμένα στις πιο γνωστές ευρωπαϊκές γλώσσες, (μια καλή μετάφραση εκ μέρους σου θα ήταν ευπρόσδεκτη) που μου έκαναν εντύπωση, αν κι εσύ βρεις κάτι, πολύ ευχαρίστως θα το δημοσιεύσω αν είναι κοντά σ'αυτά που αποτελούν την περιρρέουσα ατμόσφαιρα αυτού του μπλόγκ. Επίσης η Τέχνη αποτελεί κεντρική θέση όσον αφορά στις δημοσιεύσεις αυτού του ιστότοπου, αφού η πρωταρχική μου ενασχόληση από εκεί ξεκινά κι' εκεί καταλήγει. Φανατικά πράγματα μην φέρεις εδώ, δεν είναι αυτός ο τόπος, φτηνές δημαγωγίες επίσης εξαιρούνται, σκέψεις δικές σου, γνήσιες, προβληματισμούς δικούς σου, πολύ ευχαρίστως, ανακύκλωση εκείνου του χαώδους, όπου σεύρω κι όπου μεύρεις, δεν το θέλω. Οι καλές εξηγήσεις κάνουν τους καλούς φίλους. Εύχομαι καλή ανάγνωση.

σημ: κάθε κείμενο μπορεί να αναδημοσιευτεί ελεύθερα φτάνει να αναφέρεται οπωσδήποτε
η πηγή του, δηλ, η ονομασία του μπλόγκ μου.
Σας ευχαριστώ για την κατανόηση!







Τετάρτη 31 Ιουλίου 2019

ΙΤΑΛΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ


ΠΙΕΡ ΠΑΟΛΟ ΠΑΖΟΛΙΝΙ


 

 

Ξυπνώ με τα βλέφαρα να καίνε

Τα πρώτα χρόνια θολά στα γένεια

που μεγάλωσαν στον ύπνο, την αδυ

νατισμένη σάρκα, παίρνουν μορφή με το φως

περεχυμένο στα στεγνά μου μάτια. Τελειώνω έτσι μέσα στην σκοτεινή φωτιά

μιας νεότητας ταραγμένης απ΄την αιωνιότητα· έτσι καίγομαι, είναι άχρηστο

-σκέφτομαι- νάναι αλλοιώτικα, να βάλεις

όρια στην αταξία: με σέρνει

πάντα πιο φθαρμένο, μ΄ένα πρόσωπο στεγνό

προς την ηλικία του μωρού, σε μια

ήσυχη και παράλογη τάξη, το βάρος της

μέρας μου χαμένο σε σιωπηλές ώρες

ευθυμίας, σε σιωπηλές στιγμές τρόμου...

 

μτφ: ν.κ.

: “Mi alzo con le palpebre infuocate” di Pier Paolo Pasolini

 

 

Mi alzo con le palpebre infuocate.
La fanciullezza smorta nella barba
cresciuta nel sonno, nella carne
smagrita, si fissa con la luce
fusa nei miei occhi riarsi.
Finisco così nel buio incendio
di una giovinezza frastornata

dall’eternità; così mi brucio, è inutile
– pensando – essere altrimenti, imporre
limiti al disordine: mi trascina
sempre più frusto, con un viso secco
nella sua infanzia, verso un quieto e folle
ordine, il peso del mio giorno perso
in mute ore di gaiezza, in muti
istanti di terrore…

da Poesie, compare nella sezione delle “poesie inedite” degli anni 1950-1951

 

 

 

ΙΤΑΛΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ

ΠΙΕΡ ΠΑΟΛΟ ΠΑΖΟΛΙΝΙ






Η Αντίσταση και το φως της
Έτσι έφτασα τις μέρες της Αντίστασης δίχως
Να γνωρίζω τίποτα παρά μόνο το ύφος:
Ήταν ύφος όλο φως, βαρυσήμαντη συνείδηση του ήλιου.
Δεν μπορούσε ποτέ να μαραθεί, ούτε για μια στιγμή, ούτε κι όταν η Ευρώπη βρίσκονταν στην πιο θανατερή αγρύπνια της.
Φύγαμε στο κάρο φορτωμένα τα πράματά μας απ΄την Casarsa σ΄ένα χωριό χαμένο ανάμεσα στ΄αρδευτικά κανάλια και τα κλήματα:
Κι ήταν καθάριο φως.ο αδελφός μου έφυγε, ένα σιωπηλό πρωινό του μάρτη, πάνω σ΄ένα τρένο, κρυφά, μέσα στο βιβλίο το πιστόλι: κι ήταν καθάριο φως.
Έζησε κάμποσο στα βουνά,που ξημέρωναν σχεδόν παραδεισένια μέσα στο ζοφερό γαλάζιο της φριουλανής πεδιάδας: κι ηταν καθάριο φως.μεσα στη σοφίτα του αγροτόσπιτου η μητέρα κοίταζε πάντα χαμένα εκείνα τα βουνά, γνωρίζοντας ήδη το πεπρωμένο:κι ήταν καθάριο φως.με τους λίγους χωριάτες γύρω ζούσα μια ένδοξη ζωή καταδιωγμένου από άγριες διαταγές:κι ήταν φως καθάριο.ήρθε η μέρα του θανάτου και της λευτεριάς, ο κόσμος βασανισμένος αναγνωρίστηκε νέος μέσα στο φως...
Εκείνο το φως ήταν ελπίδα της δικαιοσύνης: δεν γνώριζα ποιας: η Δικαιοσύνη.Το Φως είναι πάντοτε όμοιο με άλλο φως. Ύστερα άλλαξε: από φως ζωντανό, αβέβαιη αυγή, μια αυγή που μεγάλωνε, πλάτυνε πάνω απ΄τους φριουλιανούς κάμπους , πάνω στα κανάλια της άρδευσης. Φώτιζε τους εργάτες που πολεμούσαν. Έτσι η αυγή που γενιόταν ήταν ένα φως έξω απ΄την αιωνιότητα του ύφους...
Στην ιστορία η δικαιοσύνη υπήρξε συνείδηση μιας ανθρώπινης μοιρασιάς του πλούτου, κι η ελπίδα είχε πια κανούριο φως.




Μτφ: Νεοκλής Κυριάκου




Pier Paolo Pasolini
(da: La religione del mio tempo,
Bestemmia. Tutte le poesie, vol. I, Garzanti, Milano 1993)






La Resistenza e la sua luce







Così giunsi ai giorni della Resistenza senza saperne nulla se non lo stile: fu stile tutta luce, memorabile coscienza di sole. Non poté mai sfiorire, neanche per un istante, neanche quando l' Europa trem nella più morta vigilia. Fuggimmo con le masserizie su un carro da Casarsa a un villaggio perduto tra rogge e viti: ed era pura luce. Mio fratello partì, in un mattino muto di marzo, su un treno, clandestino, la pistola in un libro: ed era pura luce. Visse a lungo sui monti, che albeggiavano quasi paradisiaci nel tetro azzurrino del piano friulano: ed era pura luce. Nella soffitta del casolare mia madre guardava sempre perdutamente quei monti, già conscia del destino: ed era pura luce. Coi pochi contadini intorno vivevo una gloriosa vita di perseguitato dagli atroci editti: ed era pura luce. Venne il giorno della morte e della libertà, il mondo martoriato si riconobbe nuovo nella luce...
Quella luce era speranza di giustizia: non sapevo quale: la Giustizia. La luce è sempre uguale ad altra luce. Poi vari : da luce divent incerta alba, un'alba che cresceva, si allargava sopra i campi friulani, sulle rogge. Illuminava i braccianti che lottavano. Così l'alba nascente fu una luce fuori dall'eternità dello stile... Nella storia la giustizia fu coscienza d'una umana divisione di ricchezza, e la speranza ebbe nuova luce.




Pier Paolo Pasolini

Τρίτη 30 Ιουλίου 2019

ΙΤΑΛΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ

ΠΙΕΡ ΠΑΟΛΟ ΠΑΖΟΛΙΝΙ


Η απούσα πατρίδα


Στο έθνος μου


Ούτε άραβες, ούτε βαλκάνιοι, ούτε αρχαίοι
Μα έθνος ζωντανό, έθνος της ευρώπης:
Και τι είσαι; Γη των νηπίων, των πεινασμένων, των διεφθαρμένων,
Των κυβερνητών που ασχολούνται με την γεωργία, του αντιδραστικού νομάρχη,
Των δικηγορίσκων τίγκα στην μπριγιαντίνη και βρώμικα πόδια,
Αξιωματικών φιλελεύθερων καθάρματα όπως οι θείοι υποκριτές,
Ένας στρατώνας , ένα σεμινάριο, μια παραλία ελεύθερη, ένα καζίνο!
Εκατομμύρια μικροαστών όπως εκατομμύρια γουρούνια που βόσκουν στριμωγμένα κάτω από ασφαλή παλάτσα,
Ανάμεσα σε σπίτια αποικιακά γερασμένα σαν εκκλησίες.
Ακριβώς επειδή έχεις υπάρξει, τώρα δεν υπάρχεις,
Ακριβώς επειδή ήσουν συνειδητή, είσαι
Ασυνείδητη.
Και μόνο επειδή είσαι καθολική, δεν μπορείς να σκεφτείς πως το δικό σου κακό, είναι όλο το κακό, και γεννάει όλα τα κακά.
Βυθίσου λοιπόν σ΄αυτή την ωραία σου θάλασσα, ελευθέρωσε τον κόσμο.


Μτφ:ν.κ.


Pasolini, la patria assente



Alla mia nazione



Non popolo arabo, non popolo balcanico, non popolo antico,
ma nazione vivente, ma nazione europea:
e cosa sei? Terra di infanti, affamati, corrotti,
governanti impiegati di agrari, prefetti codini,
avvocatucci unti di brillantina e i piedi sporchi,
funzionari liberali carogne come gli zii bigotti,
una caserma, un seminario, una spiaggia libera, un casino!
Milioni di piccoli borghesi come milioni di porci
pascolano sospingendosi sotto gli illesi palazzotti,
tra case coloniali scrostate ormai come chiese.
Proprio perché tu sei esistita, ora non esisti,
proprio perché fosti cosciente, sei incosciente.
E solo perché sei cattolica, non puoi pensare
che il tuo male è tutto il male: colpa di ogni male.
Sprofonda in questo tuo bel mare, libera il mondo.

ΚΟΥΒΑΝΕΖΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ

Roberto Fernández Retamar


Μακάριοι οι φυσιολογικοί


Στην Antonia Eiriz


Μακάριοι οι φυσιολογικοί, αυτά τα περίεργα όντα.
Αυτοί που δεν είχαν μάνα τρελή, πατέρα μέθυσο, παιδί παραστρατημένο,
Ένα σπίτι στο πουθενά,μιαν αρρώστεια άγνωστη,
Αυτοί που δεν κάηκαν από μιαν αγάπη άρπακτική,
Αυτοί που έζησαν τα δεκαεφτά πρόσωπα του χαμόγελου, κι ίσως πιο πολύ ακόμα
Αυτοί που είναι παπουτσωμένοι, οι αρχάγγελοι με καπέλα.
Οι ευχαριστημένοι, οι χοντροί, οι ωραίοι,
Οι κουδουνάρηδες κι οι ακόλουθοί τους, γιατί όχι, οι απέναντι,
Αυτοί που κερδίζουν, αυτοί που είναι αγαπημένοι μέχρι τη λαβή
Του μαχαιριού,
Οι φλαουτίστες που συνοδεύονται από ποντίκια,
Οι πωλητές κι οι αγοραστές τους
Οι ιππότες ελαφρώς υπερφυσικοί,
Οι άνδρες που είναι ντυμένοι με βροντές και οι γυναίκες
Με αστροπελέκια
Οι ντελικάτοι, οι ευαίσθητοι, οι λεπτοί,
Οι αγαπημένοι, οι γλυκείς,τα βρώσιμα και τα ποτά.
Μακάρια τα πουλιά, η κοπριά, οι πέτρες.
Όμως δώστε το βήμα σ΄εκείνους που κάνουν τους κόσμους και τα όνειρα,
Τις ψευδαισθήσεις, τες συμφωνίες, τις λέξεις που μας διαταράζουν
Και μας χτίζουν, εκείνους που είναι πιο τρελοί απ΄τις
Μανάδες τους, πιο μέθυσοι απ΄τους πατεράδες τους
Και πιο αλήτες απ΄τους γιους τους
που τους κατασπάραξαν πιο πολύ αγάπες πυρωμένες.
Κι αφήστε τους στη θέση που είναι στην κόλαση, αυτό τους φτάνει.


Μτφ:ν.κ.




Roberto Fernández Retamar



Felices los normales


A Antonia Eiriz
Felices los normales, esos seres extraños.
Los que no tuvieron una madre loca, un padre borracho, un hijo delincuente,
Una casa en ninguna parte, una enfermedad desconocida,
Los que no han sido calcinados por un amor devorante,
Los que vivieron los diecisiete rostros de la sonrisa y un poco más,
Los llenos de zapatos, los arcángeles con sombreros,
Los satisfechos, los gordos, los lindos,
Los rintintín y sus secuaces, los que cómo no, por aquí,
Los que ganan, los que son queridos hasta la empuñadura,
Los flautistas acompañados por ratones,
Los vendedores y sus compradores,
Los caballeros ligeramente sobrehumanos,
Los hombres vestidos de truenos y las mujeres de relámpagos,
Los delicados, los sensatos, los finos,
Los amables, los dulces, los comestibles y los bebestibles.
Felices las aves, el estiércol, las piedras.
Pero que den paso a los que hacen los mundos y los sueños,
Las ilusiones, las sinfonías, las palabras que nos desbaratan
Y nos construyen, los más locos que sus madres, los más borrachos
Que sus padres y más delincuentes que sus hijos
Y más devorados por amores calcinantes.
Que les dejen su sitio en el infierno, y basta.

ΚΟΥΒΑΝΕΖΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ

Roberto Fernández Retamar



Epitafio de un invasor


Tu bisabuelo cabalgó por Texas,
Violó mexicanas trigueñas y robó caballos...
Hasta que se casó con Mary Stonehill y fundó un hogar
De muebles de roble y God Bless Our Home.
Tu abuelo desembarcó en Santiago de Cuba,
Vio hundirse la Escuadra española, y llevó al hogar
El vaho del ron y una oscura nostalgia de mulatas.
Tu padre, hombre de paz,
Sólo pagó el sueldo de doce muchachos en Guatemala.
Fiel a los tuyos,
Te dispusiste a invadir a Cuba, en el otoño de 1962.

Hoy sirves de abono a las ceibas.


La Habana, octubre, 1962


ΕΠΙΤΑΦΙΟΣ ΣΕ ΕΝΑ ΕΙΣΒΟΛΕΑ


Ο προπάππος σου καβάλλα στ΄άλογο εισέβαλε στο Τέξας,
Βίασε μεξικάνες μαύρες κι έκλεψε άλογα
Μέχρι που παντρέφτηκε την Mary Stonehill κι έκανε σπίτι
Έπιπλα από δρυ και God Bless Our Home.
Ο παππούς σου ξεμπάρκαρε στον Σαντιάγο
Της Κούβας,
Είδε την σπανιόλικη αρμάδα να βυθίζεται
Και γύρισε σπίτι
Οι ατμοί απ΄το ρούμι και μια σκοτεινή νοσταλγία για τις μουλάτες.
Ο πατέρας σου άνθρωπος της ειρήνης
Μόνο πλήρωνε το μισθό δώδεκα αγοριών στην
Γουατεμάλα.
Πιστός στους προγόνους του,
κανόνισε να εισβάλει στην Κούβα,το φθινόπωρο του 1962.
Σήμερα χρησιμεύει για λίπασμα
Στα μπαμπακόδεντρα.


Αβάνα, οκτώβρης, 1962


 Μτφ: Νεοκλής Κυριάκου

ΙΤΑΛΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ

Pier Paolo Pasolini


Σεξ, ανακούφιση της δυστυχίας!
Σεξ, ανακούφιση της δυστυχίας!...
Η πουτάνα είναι μια βασίλισσα, ο θρόνος της ένα ερείπιο, η γη της ένα κομμάτι
λιβάδι με σκατά, το σκήπτρο της
μια τσάντα βαμμένη κόκκινη:

γαυγίζει μέσα στη νύκτα,
βρώμικη κι άγρια
σαν μια αρχαία μητέρα:
υπερασπίζεται το έχει της και τη ζωή της.
Οι μαστρωποί, γύρω, ένα τσούρμο,
Πρησμένοι, κοιλαράδες, με μουστάκια
Πουλιέζοι ή σλάβοι, είναι τ΄αφεντικά,
Οι κυρίαρχοι: κάνουν τις κομπίνες τους
Στο σκοτάδι, δουλειές των εκατό λιρών,
Κλείνοντας το μάτι σιωπηλά, ανταλλάζοντας συνθήματα:
Ο κόσμος γύρω τους αποκλεισμένος, σιωπά, κι αυτοί αποκλεισμένοι
Σιωπηλά σκέλεθρα γυπών.
Κι όμως μες τ΄απορρίμματα, γενιέται
Ένας κόσμος καινούριος: γενιούνται καινούριοι νόμοι όπου πια δεν υπάρχουν νόμοι.γενιέται μια καινούρια τιμή όπου τιμή είναι η ατιμία...
Γενιούνται δυνάμεις και άρχοντες,
Άγριοι, μες τους σωρούς από τρώγλες,
Σε τόπους αχανείς όπου νομίζεις
Πως η πόλη τελειώνει, και που εντούτοις ξαναρχίζει, εχθρική, ξαναρχίζει χιλιάδες φορές, με γεφύρια και λαβυρίνθους, οικοδομές και μπάζα, πίσω από πλήμμυρες ουρανοξυστών,
που σκεπάζουν ολόκληρους ορίζοντες.
μέσα στην ευκολία του έρωτα
ο πλανημένος αισθάνεται άνθρωπος:
στηρίζει την εμπιστοσύνη στη ζωή
μέχρι του σημείου να περιφρονεί
όποιον κάνει άλλη ζωή.
Τ΄αγόρια ρίχνονται στην περιπέτεια
Σίγουροι ότι είναι μέσα σ΄ένα
Κόσμο που φοβάται αυτούς
Και το φύλο τους.
Η λύπη τους είναι νάναι
Αλύπητοι
Η δύναμή τους η ελαφρότητα
Η ελπίδα τους στο να μην
Έχουνε ελπίδα.


μτφ:ν.κ. (δεύτερη γραφή)


Pier Paolo Pasolini



Sesso, consolazione della miseria!


Sesso, consolazione della miseria!
La puttana è una regina, il suo trono
è un rudere, la sua terra un pezzo
di merdoso prato, il suo scettro
una borsetta di vernice rossa:
abbaia nella notte, sporca e feroce
come un'antica madre: difende
il suo possesso e la sua vita.
I magnaccia, attorno, a frotte,
gonfi e sbattuti, coi loro baffi
brindisi o slavi, sono
capi, reggenti: combinano
nel buio, i loro affari di cento lire,
ammiccando in silenzio, scambiandosi
parole d'ordine: il mondo, escluso, tace
intorno a loro, che se ne sono esclusi,
silenziose carogne di rapaci.
Ma nei rifiuti del mondo, nasce
un nuovo mondo: nascono leggi nuove
dove non c'è più legge; nasce un nuovo
onore dove onore è il disonore...
Nascono potenze e nobiltà,
feroci, nei mucchi di tuguri,
nei luoghi sconfinati dove credi
che la città finisca, e dove invece
ricomincia, nemica, ricomincia
per migliaia di volte, con ponti
e labirinti, cantieri e sterri,
dietro mareggiate di grattacieli,
che coprono interi orizzonti.
Nella facilità dell'amore
il miserabile si sente uomo:
fonda la fiducia nella vita, fino
a disprezzare chi ha altra vita.
I figli si gettano all'avventura
sicuri d'essere in un mondo
che di loro, del loro sesso, ha paura.
La loro pietà è nell'essere spietati,
la loro forza nella leggerezza,
la loro speranza nel non avere speranza.

ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΠΟΙΗΣΗ

ΑΡΙΖΙΚΟΣ


Του φώναζε η μάνα του νά μπει στο σπίτι
Τον ήξερε τον μήτσο άμ΄αγριέψει
Η θάλασσα αχνογυάλιζε τα ψάρια πάγαιναν βαθειά να δροστιστούνε εκείνη χώνονταν στα σκέλια του ο κόσμος να καεί...
Ύστερα ήρθε η άλλη τούφτιαχνε καφέ να ηρεμήσει
Τουφερνε τσιγάρα να καπνίσει τούφερνε καπότες να γαμήσει
Και τι δεν έκανε για να τον ευτυχήσει
Τίποτα είχε ένα μαράζι τρικούβερτο
Μια θλίψη που ραγίζει τα βουνά
Ζητούσε κάτι άλλο το άφταστο
εφυγε κι ετούτη
Κουράστηκε να κουμαντάρει ένα καράβι που ήτανε μονάχα για φουρτούνες μα δεν είχε λιμάνι για δαύτους;
Πέρασαν τα χρόνια.χτίκιασε, ένα χέρι τούμεινε γερό αρπάζονταν πάλι
Ο άλλος κακό κουμάσι του φερε μια στο στέρνο τώρα ποθαίνει έχει μια πίκρα που
Δεν μπόρεσε να φύγει απ΄όλα να ξεχάσει
Ο χάρος θα τον κάνει να ξεχάσει τα όλα
Νάν σίγουρος
Τον θάψανε κι αυτόνε στο παλιό νεκροταφείο
Με τους παλιούς σπασμένους σταυρούς
δεν ήθελε
παπα να δει μπροστά του ρίξανε μια φτυαριά κι ύστερα άλλες και τον αφήσανε να λειώσει τα σκουλήκια ποτέ δεν δείχνουν χορτασμό...

ΠΑΛΑΤΙΝΗ ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ

ΑΛΚΑΙΟΣ ΜΕΣΣΗΝΙΟΣ


174. – πᾶσά τοι οἰχομένῳ



Το πένθος για τον κιθαρωδό Πυλάδη
πᾶσά τοι οἰχομένῳ, Πυλάδη, κωκύεται Ἑλλάς...
ἄπλεκτον χαίταν ἐν χροῒ κειραμένα,
αὐτὸς δ᾽ ἀτμήτοιο κόμας ἀπεθήκατο δάφνας
Φοῖβος, ἑὸν τιμῶν ᾗ θέμις ὑμνοπόλον,
5 Μοῦσαι δ᾽ ἐκλαύσαντο, ῥόον δ᾽ ἔστησεν ἀκούων
Ἀσωπὸς γοερῶν ἦχον ἀπὸ στομάτων,
ἔλληξεν δὲ μέλαθρα Διωνύσοιο χορείης,
εὖτε σιδηρείην οἶμον ἔβης Ἀίδεω.



ΠΑ 7, 412


στο χαμό σου όλη η ελλάδα οδύρεται
Πυλάδη
και τα μαλιά της τα λυτά έχει κόψει
ο Φοίβος απ΄την άκοπη του κόμη
δάφνες απόθεσε σαν άξιζε
τιμώντας το δικό του ποιητή
κι οι Μούσες έκλαψαν, ο Ασωπός σταμάτησε
τον ρου του, σαν άκουσε τους γόους και τα κλάματα
και στου Διόνυσου τα δώματα οι χοροί και τα
τα τραγούδια τέλεψαν
σαν πήρες το στρατί το σιδερένιο του Άδη
και τ΄ αγύριστο


μεταφορά στη νέα ελληνική: ν.κ.

ΚΥΠΡΟΣ

Επί τον τύπον των ήλων
(Ήλοι είναι τα καρφιά)


Θυμάμαι που είδα κάποτε στο δρόμο, ένα φορτηγό γεμάτο γουρούνια που πήγαιναν για το κρεματόριο.ωραίες λαχταριστές μπριζόλες για το τραπέζι μας, ιδίως πάνω στα κάρβουνα. Γρύλιζαν και μερικά ερχόντουσαν σε συνουσία εν πλω για τελευταία φορά.τι θα μπορούσαν να κάνουν, θα μου πείτε.και τα τραίνα όπου φόρτωναν εβραίους κάποτε για τα κρεματόρια, τι μπορούσαν να κάνουν. Τώρα η τουρκιά μας έχει ξανά κυκλώσει, αγοράζοντας πανίσχυρα οπλικά ...συστήματα,απ΄τους δύο παγκόσμιους γίγαντες που τσακώνονται μεταξύ τους ποιος θα τους εξοπλίσει πρώτος.μα αυτά δεν ειναι παιδικά παιχνίδια.ο πιλότος στο βιετνάμ,βομβάρδισε το λάος γιατί λέει είμασταν φορτωμένοι πυρομαχικά, τι να τα κάναμε.να τα φέρναμε πίσω;
Σαν τα γουρουνια μοιάζουμε σε υπεραστικό δρόμο, αλλά συνεχίζουμε να υποκρινόμαστε πως τίποτα δεν συμβαίνει.ως συνηθως όταν ειναι νάρθει το κακό, οι ιθυνοντες, οι δράκοι της εξουσίας, θα βάλουν κάποιον να βγει να δηλώσει, πως δεν πρέπει να ανησυχούμε, και τίποτα το σοβαρό δεν συμβαίνει.όπως τότε με τη μεγάλη ληστεία του αιώνα των αδηφάγων τραπεζών.παιδιά ο αδηφάγος είναι αυτός που τρώει τον άδη, ετυμολογικά.φανταστείτε λοιπόν.διότι είπε κι ο πικασο, ό,τι μπορούμε να φανταστούμε, είναι αληθινό.άντε και καλή δροσιά.

ΝΕΟΕΛΛΗΝΕΣ

ΦΩΤΗΣ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ


Πιστεύω πως κανείς δεν αμφιβάλλει πως ο ουρανός είναι γαλάζιος. Οι βυζαντινοί τον βάφουνε χρυσό, γκρι, πράσινο, κόκκινο. Γιατί; Γιατί έτσι συμβολίζει το Βυζάντιο. Μπορούσαμε ευκολότατα να φτιάχνουμε ζωγραφιές, όπως γίνονται, που νομίζεις πως βλέπεις το ίδιο το πράγμα. Αυτό είναι φωτογραφία και τίποτα παραπάνω. Αν πέφτει λίγο περισσότερο φως ή λιγότερο, αν η γραμμή του ποδιού είναι στραβή ή ίσια, αν η μύτη είναι χοντρή, δε με ενδιαφέρουν καθόλου. Φτάνει να εξυπ...ηρετεί την ιδέα μου κι ας έχει στραβά κανιά ή χοντρή μύτη, Αν θέλω να δω αληθινά λουλούδια πάω και τα βλέπω στο βουνό - γιατί να τα φτιάξω στο μουσαμά; Λουλούδια όμως που θα 'χουνε κάτι από τον εαυτό μου, να μου λένε κάτι, δε θα βρω πουθενά. Στη φύση τα πράγματα έχουνε ένα δικό τους ρυθμό, μυστικό, εσύ όμως μπορείς να τα βάλεις έτσι που να χουνε μιαν άλλη αρμονία. Αυτό γίνεται αυθόρμητα. Η βυζαντινή φόρμα είναι η πιο πλεονεκτική αν το δεις από τις παραπάνω πλευρές. Έχει καταργήσει πολλά σχολαστικά εμπόδια , κανονίζει το φως την προοπτική, το σχέδιο, το χρώμα, ανάλογα με την ανάγκη της.

Κυριακή 21 Ιουλίου 2019

ΠΑΛΑΤΙΝΗ ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ


Αντιπάτρου Θεσσαλονικέως

ὄρθρος ἔβη, Χρύσιλλα, πάλαι δ᾽ ἠῷος ἀλέκτωρ

κηρύσσων φθονερὴν Ἠριγένειαν ἄγει.

ὀρνίθων ἔρροις φθονερώτατος, ὅς με διώκεις

οἴκοθεν εἰς πολλοὺς ἠιθέων ὀάρους.

γηράσκεις, Τιθωνέ: τί γὰρ σὴν εὐνέτιν Ἠῶ

οὕτως ὀρθριδίην ἤλασας ἐκ λεχέων;

 

 

Αντίπατρος

ΠΑΛΑΤΙΝΗ ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ

 

έχει χαράξει, Χρύσιλλα, κι έχει ώρα που

της αυγής ο πετεινός ελάλησε, και τη ζηλόφθονη τη μέρα φέρνει. Άμε στο διάολο το πιο ζηλοφθονο πουλί εσύ, απ΄όλα τ΄άλλα,

που απ΄το σπίτι μ΄αποδιώχνεις από τώρα, τις ομιλίες στους εφήβους ν΄αρχινήσω.

Έχεις αρχίσει Τιθωνέ πια να γερνάς:αλλοιώς απ΄το κρεββάτι σου  ξημέρωμα, την σύντροφό σου την Ηώ δεν θα΄χες διώξει.

 

 

μεταφορα στη νέα ελληνική:ν.κ.

 

 

ΣΤΑΤΥΛΛΙΟΣ ΦΛΑΚΚΟΣ


εις εταίραν τινά

Αργύρεον νυχίων με συνίστορα πιστόν ερώτων
ου πιστήι λύχνον Φλάκκος έδωκε Νάπηι,

ης παρά νυν λεχέεσι μαραίνομ' ο της επιόρκου
παντοπαθή κούρης αίσχεα δερκόμενος,
Φλάκκε, σε δ' άγρυπνον χαλεπαί τείρουσι μέριμναι΄
άμφω δ' αλλήλων άνδιχα καιόμεθα.

Παλατινή Ανθολογία, 4.

 

Σε κάποια εταίρα

 

Μέ δωκε ο Φλάκκος

Ασημένιο λύχνο γνώστη πιστό τις νύχτες

Των ερώτων  του στην άπιστη τη Νάπη

Και λειώνω δίπλα στο κρεβάτι της επίορκης

Ωσάν τη βλέπω σε πάθη ανοσια δοσμένη

Ώ, Φλάκκε σένα βασανίζουν άγρυπνο

Έγνοιες βαρειές

Κι οι δυο

μαζί και ξέχωρα  καιγόμαστε

 

μεταφορα στη νέα ελληνική:ν.κ.

 

 


Τρίτη 16 Ιουλίου 2019

ΕΠΙΣΤΗΜΗ- ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΑΔΑ


 

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ

 

 

Τῶν δ' ἐντόμων τὰ μὲν ἔχοντα ὀδόντας παμφάγα ἐστί, τὰ δὲ γλῶτταν μόνον τοῖς ὑγροῖς τρέφεται, πάντοθεν ἐκχυλίζοντα ταύτῃ. Καὶ τούτων τὰ μὲν παμφάγα (πάντων γὰρ γεύεται τῶν χυμῶν), οἷον αἱ μυῖαι, τὰ δ' αἱμοβόρα, καθάπερ μύωψ καὶ οἶστρος· τὰ δὲ φυτῶν καὶ καρπῶν ζῇ χυλοῖς. Ἡ δὲ μέλιττα μόνον πρὸς οὐδὲν σαπρὸν προσίζει, οὐδὲ χρῆται τροφῇ οὐδεμιᾷ ἀλλ' ἢ τῇ γλυκὺν ἐχούσῃ χυμόν· καὶ ὕδωρ δ' ἥδιστα εἰς ἑαυτὰς λαμβάνουσιν, ὅπου ἂν καθαρὸν ἀναπηδᾷ. Τροφαῖς μὲν οὖν χρῶνται τὰ γένη τῶν ζῴων ταῖς εἰρημέναις

 

Από τα έντομα εκείνα που έχουν δοντια ειναι παμφάγα, ενώ εκεινα που έχουν μονάχα γλώσσα τρέφονται με υγρά, ρουφώντας με αυτήν από παντού. Κι απ΄αυτά, τα μεν είναι παμφαγα, (διότι γεύονται όλους τους χυμους), όπως είναι οι μύγες τα δε άλλα αιμοφόρα όπως είναι η βωιδόμυγα  και η αλογόμυγα, [ο οίστρος που λέμε των ποιητών].τα δε άλλα ζουν με το ζουμί των φυτών και των καρπων. Και μονάχα η μέλισσα δεν πλησιάζει  ποτέ κάτι βρώμικο, κι ούτε τρέφεται με καμμιά άλλη τροφή, εκτός από εκείνες που έχουν γλυκό χυμό. Και νερό πίνουν με μεγάλη προθυμία όταν το βρίσκουν γάργαρο σε καθαρές πηγες.

Λοιπόν, τα ζώα τρέφονται με αυτά που αναφέραμε.

 

Μτφ:ν.κ.

Κυριακή 14 Ιουλίου 2019

μετάφραση: ΞΕΝΗ ΠΟΙΗΣΗ


ΕΖΡΑ ΠΑΟΥΝΤ

 

 Λι Πο

 

 Η γυναίκα του ποταμέμπορα: Ένα γράμμα

 

Ενώ ακόμα είχα τα μαλλιά  μπροστά στο μέτωπό μου φράντζες

 έπαιζα γύρω απ΄τη μπροστινή την καγκελλόπορτα, μαζεύοντας λουλούδια,

Κι εσύ απάνω στ ΄ αλογάκι σου από μπαμπού ήρθες

 εκεί δίπλα κι έπαιζες, γύρω απ΄τη πέτρα που καθόμουνα

 πετώντας  μπλε δαμάσκηνα στα χέρια.

Και συνεχίσαμε  να ζούμε έτσι στο χωριό του Chokan:

Δυό  άνθρωποι μικροί, δίχως τη ζήλεια δίχως υποψία.

 

Στα δεκατέσσερα  παντρέφτηκα εσένα τον Αφέντη μου.

Ποτέ δε γέλασα, ήμουν τόσο ντροπαλή.

Και το κεφάλι μου χαμήλωνα και το ΄στρεφα  στον τοίχο .

χίλιες φορές με φώναζες, και δεν εγύριζα ποτέ να σε κοιτάξω.

 

Στα δεκαπέντε μου σταμάτησα τα φρύδια να μαζεύω

 Κι ήθελα η σκόνη μου να σμίγεται με τη δικιά  σου

 Για πάντα, και για πάντα, και για πάντα.

Στον εξώστη έξω να κοιτάξω, τι  ν ΄ ανέβω;

 

Στα δεκάξη μου έφυγες,

πήγες στο μακρυνό Ku-to-Yen,  με το ποτάμι δίπλα

 με τα πυκνά τα  ρεύματα,

Και τώρα λείπεις πέντε μήνες.

ψηλά βγάζουν λυπητερές φωνές οι μαϊμούδες

σαν  έφευγες τα βήματά σου τα σερνες στην ξώπορτα.

 έξω στην καγκελλόπορτα, τώρα χορτάριασε πολύ

 δύσκολο πια να καθαρίσω!

Τα φθινοπωρινά  τα φύλλα φέτος πέσανε νωρίς, στο φύσημα του ανέμου.

Κι οι πεταλούδες είναι τώρα κίτρινες τον Αύγουστο

 στο δυτικό τον κήπο στο χορτάρι –

και με πληγώνουνε.

Αρχίζω πια να μεγαλώνω.

 Ωσάν τ΄αποφασίσεις νάρθεις κάτω, περνώντας τα στενά του ποταμού Kiang,

 στείλε μου γράμμα πιο μπροστά καλέ μου,

Και θάρθω έξω ως εκεί

 στο μακρυνό Cho-fu-Sa

να σ΄απαντήσω .

 

Μετάφραση απ΄το κείμενο του ΄Εσρα Πάουντ: Νεοκλής Κυριάκου

 εικόνα, πουλί σε πεύκο, του Lee Zi Chyang

 

 The River-Merchant’s Wife: A Letter

 

 By Ezra Pound

 

 After Li Po

 

 While my hair was still cut straight across my forehead

 

 I played about the front gate, pulling flowers.

 

 You came by on bamboo stilts, playing horse,

 

 You walked about my seat, playing with blue plums.

 

 And we went on living in the village of Chōkan:

 

 Two small people, without dislike or suspicion.

 

 At fourteen I married My Lord you.

 

 I never laughed, being bashful.

 

 Lowering my head, I looked at the wall.

 

 Called to, a thousand times, I never looked back.

 

 At fifteen I stopped scowling,

 

 I desired my dust to be mingled with yours

 

 Forever and forever, and forever.

 

 Why should I climb the look out?

 

 At sixteen you departed

 

 You went into far Ku-tō-en, by the river of swirling eddies,

 

 And you have been gone five months.

 

 The monkeys make sorrowful noise overhead.

 

 You dragged your feet when you went out.

 

 By the gate now, the moss is grown, the different mosses,

 

 Too deep to clear them away!

 

 The leaves fall early this autumn, in wind.

 

 The paired butterflies are already yellow with August

 

 Over the grass in the West garden;

 

 They hurt me.

 

 I grow older.

 

 If you are coming down through the narrows of the river Kiang,

 

 Please let me know beforehand,

 

 And I will come out to meet you

 

 As far as Chō-fū-Sa.

μεταφράσεις: ΞΕΝΗ ΠΟΙΗΣΗ


CATHAY – EZRA POUND

Rihaku

 

Θρήνος του Φρουρού των Συνόρων

 

φυσά ο άνεμος

στη Βόρεια Πύλη,  άμμο γεμάτος

Μοναχικός απ΄τις αρχές ως τώρα των αιώνων!

Πεσμένα δέντρα, κίτρινο του

Φθινοπώρου το χορτάρι

κάστρα ανεβαίνω και κάστρα

τη γη των βαρβάρων να προσέχω:

Ερηπωμένο κάστρο, ο ουρανός, κι η έρημος πλατειά.

Δεν έχει μείνει τοίχος σε τούτο  το χωριό όρθιος.

από χιλιάδες παγετώνες ασπρισμένα κόκκαλα,

Ψηλοί σωροί, χορτάρι κι από δέντρα  σκεπασμένοι

Ποιος τόφερε το πράγμα ετούτο;

Ποιος έφερε την πυρωμένη του αυτοκράτορα οργή;

Ποιος έφερε με τα  νταούλια και τα τύμπανα

Στρατόν;

Οι  βασιλιάδες των βαρβάρων.

Μιαν άνοιξη αρχόντισα π΄άλλαξε

Σ΄ένα   φθινόπωρο για αίμα διψασμένο

Κι ο συρφετός  των στρατιωτών  μες στο μεσαίο βασίλειο απλωμένος,

Τριακόσιες εξήκοντα χιλιάδες,

Και θλίψη, θλίψη σαν και τη βροχή.

Θλίψη να πας και θλίψη, θλίψη να΄ρθεις πίσω,

Ερημωμένα, ερημωμένα τα χωράφια,

Δίχως παιδιά πολέμου επάνω τους

Δίχως τους άνδρες πια  να ορμήσουν ή ν΄αντισταθούνε.

Ώ, πως μπορείς τη μουντή θλίψη στη Βόρεια Πύλη να μαντέψεις,

Με του Rihoku τόνομα πια ξεχασμένο,

Κι εμείς φρουροί

Το θήραμα  για   τίγρεις.

 

Μτφ: ν.κυρ.

 

CATHAY – EZRA POUND

 

Lament of the Frontier Guard

 

By the North Gate, the wind blows full of sand,

Lonely from the beginning of time until now!

Trees fall, the grass goes yellow with autumn.

I climb the towers and towers

to watch out the barbarous land:

Desolate castle, the sky, the wide desert.

There is no wall left to this village.

Bones white with a thousand frosts,

High heaps, covered with trees and grass;

Who brought this to pass?

Who has brought the flaming imperial anger?

Who has brought the army with drums and with kettle-drums?

Barbarous kings.

A gracious spring, turned to blood-ravenous autumn,

A turmoil of wars-men, spread over the middle kingdom,

Three hundred and sixty thousand,

And sorrow, sorrow like rain.

Sorrow to go, and sorrow, sorrow returning,

Desolate, desolate fields,

And no children of warfare upon them,

No longer the men for offence and defence.

Ah, how shall you know the dreary sorrow at the North Gate,

With Rihoku's name forgotten,

And we guardsmen fed to the tigers.

 

_Rihaku._

Πέμπτη 11 Ιουλίου 2019

ΜΙΚΡΟΚΕΙΜΕΝΑ


ΑΗΣ ΓΙΑΝΝΗΣ

Μέρες του 1955

Η ενορία εκείνη ήτο ακόμη πολύ φτωχική.γειτνίαζε με το εργοστάσιο κουμπιών το λεγόμενο κομποποιείο όπου η μητέρα πήγε να δουλέψει πρώτη φορά στη ζωή της έξω απ΄το σπίτι.δεν θυμάμαι αν άντεξε μια βδομάδα ή ένα μήνα.είχαμε νοικιάσει δυο απ΄εκείνες τις κάμαρες που ήτανε τότε κτισμένες γι αυτό το σκοπό γιατί δεν λογιάζονταν για σπίτια αλλά κάτι κατώτερο ας πούμε.ετσι σκέφτομαι τώρα που το γράφω ύστερ΄από εξήντα τόσα χρόνια.έξω απ΄το δωματιάκι είχε μικρή αυλή κι εκείνος πάρκαρε το ποδήλατό του και νομίζω το αλυσόδενε γι ασφάλεια.πάντα το κλέβαμε και κάναμε τις πρώτες μας βόλτες και τσακιζόμασταν αλλά το τσακίζαμε κι εκείνο.το παιρνε και το ηλεκτροκολλούσε, θάχε κάποιο φίλο, δεν ξέρω και τόφερνε πίσω.ξανά εμείς να το ροβολάμε και να το χαλάμε.κάπου εκεί κοντά στο μεγάλο δρόμο, ήταν ένας μεγάλος ευκάλυπτος στην κούρβα. Μια μέρα έπεσε επάνω του ένα καμιόνι στοίβα στρατιώτες εγγλεζους και τσακίστηκε, είχε αναποδογυριστεί κι ακούγαμε τα βογγητά τους.δεν είναι όπως όταν μεγαλώσεις. Εκείνη την εποχή δεν μας ενοιαζε δεν θυμάμαι να λυπόμαστε ιδιαίτερα.ίσως γιατί ήτανε κατακτητές,δεν ξέρω.μερικά παιδιά της ηλικίας μου, μπασμένα, πήγαν και τους μάζευαν τα όπλα.

Με τον πατέρα δεν παιρνούσαμε καλά.η μητέρα γνώρισε εκεί μια γυναίκα ίσως προσφυγούλα,είχε και τότες πρόσφυγες, τώρα από ποιο πόλεμο θα σας γελάσω.δεν μας ένοιαζε, δεν είχαμε περιέργεια να μάθουμε. Αντάλλαζαν μαγειρικές γνώσεις κι η μια βοήθαγε την άλλη.με τα παιδιά της κάναμε παρέα, και μια μέρα μας ήρθε η ιδέα και βάλαμε φωτιά σε κάτι  χαρτιά μέσα στην μια κάμαρη.πήγαμε να τη σβύσουμε με την εφημερίδα κι αυτή φούντωνε.εκείνοι πετάχτηκαν κι έφυγαν απ΄το παράθυρο.έμεινα και την έσβυσα δεν θυμάμαι πως.υπήρχαν συμμορίες στη γειτονιά.μερικά άλλα παιδιά οχυρώνονταν όπως σε οδοφράγματα και μας έρριχναν πέτρες.θα μπορούσαν να μας άνοιγαν το κεφάλι.τότε κουβαλούσαν τον άμμο από τη θάλασσα με το κάρρο.ήταν ένας λίγο πιο πάνω και τον κουβάλαγε.θυμαμαι επίσης μια μεγαλόσωμη ασουλούπωτη γυναίκα που γύριζε και της έδιναν πράματα.τάβαζε μεσα απ΄τα ρούχα της, ακόμα και τα βούτυρα.δεν είχε τότε τσάντες πλαστικές και η μόλυνση του περιβάλλοντος ελάχιστη.ό,τι μας ήταν άχρηστο το ρίχναμε στη θάλασσα αλλά πλαστικά δεν υπήρχαν.βέβαια θυμάμαι κάποια πρωϊνά που επέπλεαν στην επιφάνεια της θάλασσας εκεί στο τέλος του τοτινού μώλου πράγματα και ξιμαρισιές.αυτό ήταν όλο.σιχαινόσουν λιγάκι και παρακάτω τα νερα των εργοστασίων της ΚΕΟ και της ΚΕΑΝ, έπεφταν κι αυτά και κατέληγαν εκεί. Τα φώτα που αντανακλώντο στα νερά,με έκαναν να θέλω να γίνω ζωγράφος να τα ζωγραφίσω όπως ο βαν γκογκ.σπούδασα ζωγραφική,αλλά ουδέποτε ζωγράφισα φώτα αντανακλωμενα στα νερά όπως ο βαν γκογκ ή ο μονε στη γαλλία...

Κυριακή 30 Ιουνίου 2019

ΠΟΙΗΣΗ

Κώστας Σοφιανός


ΠΕΤΡΩΝΙΟΣ


Όχι μόνο δεν επέτρεψε
στο Νέρωνα
ν’ απλώσει χέρι απάνω του
μα
ούτε στο Θάνατο δεν καταδέχτηκε να πάει.
Άλυπος, αόργητος, αρρενικός
κάλεσε γύρω του συμπότες
διέταξε: φώτα
εδέσματα
αυλούς
κ’ ενώ οι παίδες γέμιζαν τους κύλικες
πήρε το μαχαίρι˙
το σίδερο δίστασε- εκείνος όχι
το νερό ταράχτηκε- εκείνος καθόλου
οι φίλοι είπαν μη- εκείνος δεν είπε τίποτα
με μια κίνηση έκοψε τις φλέβες
-δίχως να κόψει την κουβέντα-
και γύρεψε κρασί.
Το κύπελλο έκανε κύκλο,
κάποιος πέταξε ένα πείραγμα,
εκείνος το γύρισε πίσω,
μάλωσε για κάτι ασήμαντο τον υπηρέτη
και
συνέχισε ν’ ανοίγει και να κλείνει την πληγή
αφήνοντας το Θάνατο να περιμένει
σαν αχθοφόρος- έξω.
Κανείς δεν τόλμησε να προσέξει
τη χλωμάδα π’ απλωνόταν σιγά- σιγά
στ’ αγαπημένο πρόσωπο.
Φρούτα και γέλια ζωντάνευαν τα στόματα
κι όταν το αίμα σώθηκε
κι ο Πετρώνιος ανεχώρησε
και μπήκε ο Θάνατος
-να διεκδικήσει το κουφάρι-
μόνον οι φλόγες των πυρσών
δεν μπόρεσαν να κρατηθούν
κι άρχισαν να τρέμουν.

Παρασκευή 28 Ιουνίου 2019

ΠΟΙΗΣΗ



Το Βουνό


"Ne mutlu Türküm diyene"


 


Τα πέντε δάκτυλά του κρέμονται νεκρά


Κάθε σταγόνα αίμα στάζει στην καρδιά μας


Κι ο Διγενής; Πού νάναι ο Διγενής; Άραγε


Θα ξυπνήσει κάποια μέρα;


Πάρε τον τούρκο απ΄την πλάτη σου ωρέ


Φωνάζει ο ποιητής απελπισμένος


«Ανασήκωσε την πλατη κι απόσεισέ τους»


 Ως νάχε αυτιά κι ακούει το Βουνό


Ως νάχε χέρια να κουνήσει


  Ως νάχε θέληση δική του το βουνό


Κι όλο τον κόσμο να ταρακουνήσει


Ήταν καιροί και διάβηκαν που τραγουδούσανε


Την τόλμη εκείνων των αντρών


Που ζούσαν φύλακες στις άκρες των ακρών


Τώρα σφαδάζει ο πετεινός σφαμένος


Με το κεφάλι του να καμπουρα γαίμα καυτό


Και το τρελό του σώμα να σβουρίζει...


ΠΟΙΗΣΗ



ΑΠΟΚΑΘΗΛΩΣΗ


 


Ήσουν αρχαίο μαυσωλείο


από γρανίτη κι άντεχες


στις καταιγίδες στις βροχές


στα χιόνια.


Τώρα που πέρασαν κείνα τα


Χρόνια


Έγειρες κι έπεσες  


μες τα βορβόπηλα


μέσα στις λάσπες


Και τα σκατά.

Πέμπτη 27 Ιουνίου 2019

ΠΟΙΗΣΗ


ΑΝΤΙΡΡΗΣΗ

 

Η καμπύλη ενέχει την ανωφέρεια

Και την κατωφέρεια εγγενώς

οδός άνω κάτω μία και ωυτή

έφθέξατο ο σκοτεινός φιλόσοφος

όμως τα χείλη σου ιδιαζόντως

φέρουν αμυδρώς μείγμα καμπύλης

Και άλικου αίματος.

το σώμα σου δε

 απέραντος

κάμπος στάχυα θερισμένα

πριν ακομα ο βικέντιος

παραφρονήσας τραβήξει

τελειωτικά τη σκανδάλη