Δημοφιλείς αναρτήσεις

Προς Αναγνώστη Καλωσόρισμα και μια εξήγηση

Αγαπητέ αναγνώστη, καλώς όρισες στα μέρη μας, μπορείς να ξεκουραστείς λίγο εδώ, δεν έχουμε θέματα που λειτουργούν σαν ενοχλητικές μυίγες, εδώ θα βρεις κάποια κείμενα ποίησης ή πεζά, κείμενα φιλοσοφίας, αρχαίου ελληνικού λόγου, κείμενα γραμμένα στις πιο γνωστές ευρωπαϊκές γλώσσες, (μια καλή μετάφραση εκ μέρους σου θα ήταν ευπρόσδεκτη) που μου έκαναν εντύπωση, αν κι εσύ βρεις κάτι, πολύ ευχαρίστως θα το δημοσιεύσω αν είναι κοντά σ'αυτά που αποτελούν την περιρρέουσα ατμόσφαιρα αυτού του μπλόγκ. Επίσης η Τέχνη αποτελεί κεντρική θέση όσον αφορά στις δημοσιεύσεις αυτού του ιστότοπου, αφού η πρωταρχική μου ενασχόληση από εκεί ξεκινά κι' εκεί καταλήγει. Φανατικά πράγματα μην φέρεις εδώ, δεν είναι αυτός ο τόπος, φτηνές δημαγωγίες επίσης εξαιρούνται, σκέψεις δικές σου, γνήσιες, προβληματισμούς δικούς σου, πολύ ευχαρίστως, ανακύκλωση εκείνου του χαώδους, όπου σεύρω κι όπου μεύρεις, δεν το θέλω. Οι καλές εξηγήσεις κάνουν τους καλούς φίλους. Εύχομαι καλή ανάγνωση.

σημ: κάθε κείμενο μπορεί να αναδημοσιευτεί ελεύθερα φτάνει να αναφέρεται οπωσδήποτε
η πηγή του, δηλ, η ονομασία του μπλόγκ μου.
Σας ευχαριστώ για την κατανόηση!







Πέμπτη 4 Απριλίου 2019

ΠΟΙΗΣΗ

ΕΙΜΑΡΜΕΝΗ

Ποιος νοιάζεται για τους κοινούς θνητούς
Τα μεγαλεία ανήκουνε στους ευγενείς
Στους προύχοντες εις τα μεγάλα ...
Τζάκια
τους βασιλιάδες περιωπης
Γι αυτούς γράφουν οι ποιητές
Τις πολυσέλιδες συνθέσεις τους
Τα έπη τα ξακουστά τις ραψωδιες
Τα επιγραμματα τους ύμνους
Εξον κι αν ο κοινός θνητός στη μάχη
διαπρέψει κι ανδραγαθησει
Κι αφήσει το κουφάρι του
στη μαύρη γης
Τότες θα γράψουνε γι αυτον
Πως επεσε υπέρ πατρης ηρωϊκως
Πως έχυσε το αιμα του για την πατρίδα
μέχρι και την τελευταία ρανιδα
Και κάποιος δρόμος ίσως
Μια πινακίδα
Ποιος να ξέρει
που θα γράφει
Τ' όνομα του

Στο μέλλον
θα κοσμεί
Μια κάποια πολη

Τετάρτη 3 Απριλίου 2019

Shootng an Elephant


ΤΖΙΩΡΤΣ ΟΡΓΟΥΕΛ

George Orwell  (1903 – 1950)

 

ΠΥΡΟΒΟΛΩΝΤΑΣ ΕΝΑΝ ΕΛΕΦΑΝΤΑ

 

Στο Μουλμάϊν στην κάτω Μπούρμα, ήμουν μισητός από ένα μεγάλο αριθμό ανθρώπων – η μόνη φορά στη ζωή μου όπου ήμουν αρκετά σπουδαίος για να μου συμβεί αυτό.

Ήμουν υπο περιφερειακός υπαξιωματικός της αστυνομίας της πολεως, και με ένα άσκοπο τρόπον τινά τρόπο το αντιευρωπαϊκό αίσθημα ήταν πολύ πικρό. Κανένας δεν είχε το θράσος να ξεσηκωθεί, αλλά αν μια ευρωπαία γυναίκα  πήγαινε στο παζάρι μόνη της κάποιος ήταν πιθανόν να τις έρριχνε βητοζούμι πάνω στο φόρεμα. Ως αξιωματικός της αστυνομίας ήμουν καθαρά στόχος και δεν μου τη χάριζαν όταν αισθάνονταν ασφαλεια επί τούτου. Όταν ένας πονηρός Βιρμανέζος με οδήγησε  πάνω στο γήπεδο ποδοσφαίρου κι ο διαιτητής επίσης Βιρμανός κοίταξε απ΄την άλλη πλευρά, το πλήθος κραύγασε με απαίσιο γέλιο. Αυτό δεν έγινε μόνο μια φορα. Στο τέλος τα περιφρονητικά κίτρινα πρόσωπα των νεαρών που με συναντούσαν παντού, οι βρισιές που εκτοξεύονταν  όταν βρισκόμουν σε απόσταση ασφαλείας, σπάσανε τα νεύρα μου. Οι νεαροί βουδδιστές μοναχοί ήταν οι χειρότεροι απ΄όλους. Υπήρχαν καμπόσες χιλιάδες απ΄αυτούς στην πόλη και όπως έδειχναν τα πράματα κανένας απ΄αυτούς δεν είχε κάτι άλλο να κάνει από του να στέκεται στις γωνιές των δρόμων και να σαρκάζει τους ευρωπαίους.

 

Όλ΄αυτά ήταν μπερδεμένα και προκαλούσαν θυμό. Διότι εκείνο τον καιρό κατέληξα ήδη ότι ο ιμπεριαλισμός ήταν ένα σατανικό πράγμα και όσο πιο γρήγορα παρατούσα αυτό το επάγγελμα τόσο το καλύτερο.

Θεωρητικά- και μυστικά, βεβαίως – ήμουν με τους Βιρμανούς και απόλυτα εναντίον των καταπιεστών τους, των Αγγλων.όσο δε για τη δουλειά που έκανα την μισούσα πιο πικρά απ΄ό,τι ίσως θα μπορούσα να έκανα πιο καθαρό.σ΄ένα τέτοιο επάγγελμα βλέπεις εκ του πλησίον τη βρώμικη πλευρά  της Αυτοκρατορίας. Τους άθλιους κρατουμενους  στριμωγμένους στα βρώμικα κελιά  των κρατητηρίων, τα χλωμά, φοβισμένα πρόσωπα  των μακροχρόνια καταδικασμενων, τα πληγωμένα πισινά όσους βασανισαν με βέργες μπαμπού- όλ΄αυτα με κατέθλιβαν μ΄ένα αφόρητο αίσθημα ενοχής. Αλλά δεν ήμουν σε θέση να δώσω την πραγματική σημασία. Ημουν νέος δίχως αρκετή μόρφωση

Κι έπρεπε να δω τα προβλήματά μου σε απόλυτη σιωπή όπως επιβαλλεται σε κάθε Άγγλο στην Ανατολή. Ουτε καν γνωριζα πως η Βρεττανικη Αυτοκρατορία πεθαίνει,κι ακόμα λιγότερο δεν ηξερα  πως έτσι ήταν καλυτερα απ΄τις νέες αυτοκρατοριες που θα την αντικαθιστούσαν. Το μόνο που γνώριζα ήταν ότι ήμουν κολλημένος αναμεσα στο μισος για την αυτοκρατορία που υπηρετουσα και την οργή μου ενάντια στους μικρους  αυτούς διαβόλους που έκαναν την δουλειά μου αδύνατη. Με ενα μερος του μυαλου μου θεωρούσα την Βρεττανική ινδική εξουσία  σαν μια τυραννία άθραυστη, σαν κάτι που μέσα στους αιωνες σφίγγει τα λουριά πάνω στη θέληση αδύνατων ανθρωπων.με ένα άλλο μέρος θεωρούσα την πιο μεγάλη ηδονη στον κόσμο να χωσω μέσα στην κοιλιά ενός ινδουϊστή μοναχου μια μπαγιονετα. Αισθήματα σαν αυτά είναι τα φυσικά επακόλουθα του ιμπεριαλισμού.ρωτηστε οποιονδήπογε αγγλοινδό αξιωματουχο,αν  μπορειτε να τον βρείτε εκτός καθηκοντος.

 

Μια μέρα έγινε κάτι που έμμεσα κατά κάποιο τρόπο φώτισε τα πράματα. Ήταν ενα μικρό περιστατικό από μόνο του, αλλά μου έδωσε μια καλύτερη οπτική  απ΄ο,τι είχα πριν πάνω στην πραγματική φύση του  ιμπεριαλισμού- τα πραγματικα ελατήρια για οποία οι δεσποτικές εξουσίες δρουν. Νωρίς ένα πρωί ο υποεπιθεωρητης  ενός αστυνομικου σταθμού στην άλλη άκρη της πολης με πηρε τηλεφωνο και μου είπε οτι ενας ελέφαντας ρήμαζε το παζάρι. Θα μπορουσα παρακαλώ να έρθω και να κάνω κάτι γι αυτό; Δεν ήξερα τι θα μπορούσα να κάνω, αλλά ήθελα να δω τι συνέβαινε καβαλίκεψα ένα πόνυ και ξεκίνησα.πηρα το τυφεκιό μου, ένα παλιο 44 Winchester και πάρα πολύ μικρό για να σκοτωσει έναν ελέφαντα, αλλά σκέφτηκα πως ο θόρυβος  θα μπορουσε να ηταν χρήσιμος προς εκφοβισμό. Αρκετοί Βιρμανοι με σταματησαν στον δρομο και μουλεγαν τα σχετικά με τον ελέφαντα. Δεν ήταν βεβαια ενας άγριος ελέφαντας, αλλά ένας  ήμερος που είχε περιέλθει σε κατάσταση  «μαστ». Τον είχαν δέσει με αλυσίδες πριν, όπως συνηθίζεται να κάνουν σε όλους τους εξημερωμένους ελέφαντες όταν επίκειται η κατάσταση μαστ, αλλά την προηγούμενη νύκτα τις είχε σπάσει και δραπετεύσε. Ο μαχούτ του, το μόνο πρόσωπο που μπορούσε να τον κοντρολλάρει όταν περιειρχετο σ΄αυτή την κατάσταση, είχε ξεκινήσει προς αναζήτησή του, αλλά  πήρε λάθος δρόμο και τώρα ήταν μακρυά δώδεκα ώρες ταξίδι, και το πρωί ο ελέφαντας έκανε ξαφνικά την εμφάνισή του εκ νέου στην πόλη. Ο πληθυσμός των Βιρμανών δεν είχε όπλα κι ήταν στο έλεος της κατάστασης. Είχε ήδη καταστρεψει κάποιου την καλύβα , σκότωσε ένα βώδι και επέδραμε σε αποθήκες φρούτων όπου καταβρόχθησε όλο την πραμάτεια.επίσης συνάντησε το αυτοκίνητο περισυλλογής σκυβάλων του δήμου και όταν ο οδηγός πετάχτηκε έξω και τόβαλε στα πόδια είχε αναποδογυρισει το βαν και το ποδοπάτησε.

 

Ο Μπουρμέζος υπο-επιθεωρητής και μερικοί Ινδοί αστυνομικοί  με περίμεναν στο τετράγωνο όπου ο ελέφαντας είχε κάνει την εμφάνισή του. Ήταν ένα πολύ φτωχό τετράγωνο, ένας λαβύρινθος από ρυπαρές καλύβες από μπαμπού, στεγασμένες με φύλλα φοινικιάς, που φιδοσερνονταν πάνω σε μια απότομη  πλαγιά λόφου. Θυμάμαι ότι ήταν ένα συννεφιασμένο πνιγηρό πρωϊνό στις αρχές των βροχών. Αρχίσαμε να ρωτάμε τον κόσμο για το που είχε παει ο ελεφαντας και, ως συνήθως, δεν πήραμε καμμιά οριστική πληροφορία. Αυτή είναι    σταθερά η περίπτωση της Ανατολης.μια ιστορία ακούγεται αρκετά καθαρά από αποσταση, αλλά όσο πηγαίνεις πιο κοντά στη σκηνή των γεγονότων τόσο πιο αμυδρή γίνεται. Μερικοί έλεγαν ότι ο ελέφαντας είχε πάει σε μια κατεύθυνση, άλλοι έλεγαν ότι πήγε σε άλλη, μερικοί πάλι ομολογούσαν πως τίποτα δεν ακουσαν για κανένα ελέφαντα. Σχεδόν κατέληξα πως  η όλη ιστορία είναι ένα μάτσο ψεματα,όταν ακούσαμε ουρλιακτά σε μικρή απόσταση. Ακουγόταν μια δυνατή, τρομερή κραυγή, «Φύγε, παιδί! Φύγε αυτή τη στιγμή!»και μια γριά γυναίκα με μια βέργα στο χέρι ήρθε απ΄τη πίσω γωνιά μιας καλύβας, διώχνοντας μακρυά  με βία ένα πλήθος γυμνά παιδιά. Ακολούθησαν μερικές ακόμα γυναίκες , πλαταγίζοντας τις γλώσσες τους  κραυγάζοντας. Προφανώς υπήρχε κάτι που τα παιδιά δεν επιτρεπόταν να δούνε. Έκανα το γύρο της καλύβας κι αντίκρυσα το νεκρό σώμα ενός ανδρός ξαπλωμένου στη λάσπη. Ήταν ένας Ινδιάνος, ένας μαύρος Δραβιδιανός  εργάτης, σχεδόν γυμνός, και δεν θάταν παρα λίγα λεπτά σκοτωμένος. Ο κόσμος έλεγε πως ο ελέφαντας  ξαφνικά ήρθε πάνω του πίσω απ΄τη γωνιά της καλύβας , τον έπιασε με την προβοσκίδα του, έβαλε το πόδι του στην πλάτη του και τον φύτεψε στο έδαφος. Ήταν η εποχή των βροχών και το χώμα ήταν μαλακό, και το πρόσωπό του είχε χαράξει ένα αυλακι ένα πόδι βάθος και μερικές οργιές μάκρος. Κοιτόταν με την κοιλιά του κάτω  με τα χέρια σταυρωμενα  και το κεφαλι απότομα στριμμενο στη μια μεριά΄.το πρόσωπό του ήταν σκεπασμένο λασπη, τα μάτια ορθάνοικτα, και τα δόντια γυμνά  σε μια γκριμάτσα έκφρασης ατελείωτης αγωνίας.

Μην μου πείτε, παρεμπιπτόντως, ότι οι νεκροί φαίνονται ήρεμοι. Τα περισσότερα από τα πτώματα που έχω δει έδειχναν διαβολικά. Η τριβή του ποδιού του μεγάλου θηρίου έγδαρε το δέρμα απ΄την πλάτη του τελείως έτσι όπως κάποιος γδέρνει ένα κουνέλι. Μόλις είδα τον νεκρό έστειλα ένα στρατιώτη στο σπίτι ενός φίλου κοντά να δανειστεί ένα τυφέκιο για ελέφαντες. Είχα ήδη στείλει πίσω το πόνυ, γιατι δεν ήθελα να μυριστεί τον ελέφαντα και τρελαθεί απ΄το φόβο του κι ύστερα  με ρίξει κάτω.

 

Ο στρατιώτης επέστρεψε σε μερικά λεπτά με ένα τυφέκιο και πέντε φυσίγγια, εν τω μεταξύ έφτασαν μερικοί Μπουρμανέζοι και μας είπαν ότι ο ελέφαντας ήταν  κάτω στα χωράφια με ρύζι, μόνο μερικές υάρδες μακριά. Καθώς προχωρούσα μπροστά,  σχεδόν όλος ο πληθυσμός του τετραγώνου  εγκατέλειψε τα σπιτια και με ακολούθησε. Είχαν δει το τυφέκιο και ερεθισμένοι φώναζαν ότι πρόκειται να πυροβολήσω τον ελέφαντα. Δεν είχαν δείξει μεγάλο ενδιαφέρον  στον ελέφαντας  όταν σχεδόν κατέστρεφε τα σπίτια τους, αλλά τώρα ήταν διαφορετικό που θα τον πυροβολούσαν. Ήταν μια διασκέδαση γι αυτούς όπως θα ήταν και για ένα πλήθος Εγγλέζων.εξ΄άλλου ήθελαν το κρέας. Αυτό μ΄έκανε κάπως ανήσυχο.  Δεν είχα πρόθεση να πυροβολήσω τον ελέφαντα – απλά  εστειλα να μου φερουν το τυφέκιο για να προστατέψω τον εαυτό μου αν χρειαζόταν. – κι είναι πάντα εκνευριστικό νά έχεις ένα πλήθος να σε ακολουθει. Περπάτησα κάτω απ΄τον λόφο,καθώς έδειχνα κι αισθανόμουνα ανόητος με το τυφέκιο στον ώμο και μ΄ένα στρατό από κόσμο που όσο πήγαινε και μεγάλωνε να στριμώχνεται στα πόδια μου. Στο βάθος, όταν έφτανες μακρυά απ΄τις καλύβες , βρισκόταν ένας χαλικόδρομος και πέρα απ΄αυτό μια λασπωμένη έκταση κατά μήκος χίλιες οργιές,  ρυζοχώραφων αφημένων, ακομα ακαλλιέργητων αλλά φουσκωμένων απ΄τις πρώτες βροχες και με μικρά σημάδια βλάστησης. Ο ελέφαντας στεκόταν  οκτώ υάρδες  απ΄το δρόμο, η αριστερή πλευρά του προς το μερος μας΄. Δεν πρόσεξε κατ΄ελάχιστο το πλήθος που πλησίαζε. Έκοβε μάτσα  από χορτο, τα κτυπουσε  στα γόνατά του  να καθαρισουν και τα’ σπρωχνε μέσα  στο στόμα του.

 

Είχα σταματήσει στο δρόμο. Την ίδια στιγμή που αντίκρυσα τον ελέφαντα γνώριζα με απόλυτη βεβαιότητα ότι δεν έπρεπε να τον πυροβολήσω. Είναι ένα σοβαρό θέμα να πυροβολήσεις ένα ελέφαντα εν ώρα εργασίας – μπορεί να συγκριθεί με την καταστροφή ενος τεράστιου και ακριβού μηχανήματος – και είναι ξεκάθαρο πως κάποιος δεν πρέπει να το κάνει εάν είναι δυνατό να αποφευχθεί. Και σ΄εκείνη την απόσταση, τρώγοντας ήσυχα ο ελέφαντας δεν έδειχνε περισσότερο επικίνδυνος από μια αγελάδα. Σκέφτηκα τότε και σκέφτομαι και τώρα  ότι η κρίση του «μαστ» θα είχε ήδη περάσει.στην προκειμένη περίπτωση απλώς θα περιπλανιόταν γύρω ακίνδυνα  μέχρι που ο «μαχούτ» (υπεύθυνος) θα επέστρεφε να  τον πιάσει. Επιπλέον, δεν ήθελα απολύτως να τον πυροβολήσω. Αποφάσισα ότι θα τον παρακολουθούσα για λίγο ώστε να είμαι σίγουρος πως δεν θα ξανααγρίευε, κι ύστερα θα πήγαινα πίσω.

 

Εκείνη όμως τη στιγμή κοίταξα γύρω το πλήθος που με είχε ακολουθήσει. Ήταν ένα τεράστιο πλήθος, δυο χιλιάδες τουλάχιστο που μεγάλωνε κάθε λεπτό. Μπλόκαρε το δρόμο σε μεγάλη απόσταση  και στις δυο πλευρές. Κοίταξα τη θάλασσα με τα κίτρινα πρόσωπα πάνω απ΄τις φανταχτερές μαντήλες όλα ευτυχισμένα και ερεθισμένα  γι αυτή τη μικρή διασκέδαση , όλοι βέβαιοι πως  ο ελέφαντας επρόκειτο να πυροβοληθεί. Με κοίταζαν με τον ίδιο τρόπο που θα κοίταζαν ένα ταχυδακτυλουργό που θα έκανε το κόλπο του. Δεν με συμπαθούσαν, αλλά με το μαγικό τουφέκι στο χέρι για μια στιγμή ήμουν άξιος της θέας. Και ξαφνικά συνειδητοποίησα πως τελικά έπρεπε να πυροβολήσω τον ελέφαντα.  Ο κόσμος το περίμενε από μένα κι εγώ έπρεπε να το κάνω. Μπορούσα να αισθανθώ την δυο χιλιάδων θέλησή τους  να με σπρώχνουν, ακατανίκητα. Και ήταν αυτή τη στιγμή, ενώ στεκόμουν εκεί με το τυφέκιο στα χέρια , όπου για πρώτη φορά συνέλαβα την κενότητα και τη ματαιότητα της κυριαρχίας του λευκού στην Ανατολή. Εδώ ήμουν εγώ, ο λευκός με το όπλο του, να στέκεται μπροστά στο άοπλο αγροίκο πλήθος – φαινομενικά ο πρώτος ηθοποιός του έργου.αλλά στην πραγματικότητα ήμουν μονάχα  μια ανόητη κούκλα που κουνούσαν μπρος πίσω  το πνεύμα εκείνων των κίτρινων προσώπων στο παραβάν. Αντιλήφθηκα σ΄αυτή τη στιγμή  πως όταν ο λευκός γίνεται τύραννος, είναι την δική του ελευθερία που καταστρέφει. Γίνεται  ένα είδος κενής , κούκλας που ποζάρει, η συμβατικοποιημένη φιγούρα ενός σαχίμπ (αφέντη). Γιατί είναι οι νόμοι του που απαιτούν να ξοδέψει όλη τη ζωή του προσπαθώντας να εντυπωσιάσει τους ντόπιους, κι έτσι σε κάθε κρίση είναι υποχρεωμένος να κάνει αυτό που οι ντόπιοι περιμένουν απ΄αυτόν. Φορά μια μάσκα και το πρόσωπό του μεγαλώνει ώστε να ταιριάξει σ΄αυτήν. Ήμουν υποχρεωμένος να πυροβολήσω τον ελέφαντα. Αυτό συνεπήγετο το ότι έστειλα να μου φέρουν το τυφέκιο. Ένας σαχίμπ  πρέπει να δρά όπως ένας σαχίμπ.πρέπει να δείχνει αποφασισμένος, να γνωρίζει το μυαλό του και να κάνει οριστικά πράματα.  Το να κάνεις όλο αυτό το δρόμο, τυφέκιο ανα χείρας, με δυο χιλιάδες κόσμο να σε ακολουθεί, κι ύστερα να το στρίψεις αδύναμα, δίχως να έχεις κάνει τίποτα, - όχι, αυτό ήταν αδύνατο. Το πλήθος θα γελούσε εις βάρος μου. Και όλη μου η ζωή, κάθε λευκού η ζωή στην Ανατολή, ήταν ένας μακρύς αγώνας για να μη γελοιοποιείται.

 

Όμως δεν ήθελα να πυροβολήσω τον ελέφαντα. Τον παρακολουθούσα καθώς κτυπούσε το μάτσο τα χόρτα  πάνω στα γόνατά του με εκείνη την ανησυχία τη χαρακτηριστική των γιαγιάδων που έχουν οι ελέφαντες. Μου φαινόταν σαν έγλημα να τον πυροβολήσω. Σ΄εκείνη την ηλικία δεν είχα ενδοιασμούς να σκοτώσω ζώα, αλλά ποτέ δεν πυροβόλησα ελέφαντα κι ούτε ήθελα να το κάνω. Είναι βέβαιο πως το να σκοτώσεις ένα μεγάλο ζώο πάντοτε φαίνεται χειρότερο. Έπειτα, έπρεπε να σκεφτούμε τον ιδιοκτήτη του ζώου. Ζωνταντός, ο ελέφαντας άξιζε τουλάχιστο εκατό λίρες.νεκρός, θ΄άξιζε μόνο τη δουλειά που κάνει, πέντε λίρες, πιθανόν. Όμως έπρεπε να δράσω γρήγορα. Στράφηκα σε κάποιους Μπουρμανέζους που φαινόντουσαν έμπειροι κι ήταν εκεί όταν φτάσαμε, και τους ρώτησα  πως συμπεριφερόταν ο ελέφαντας. Όλοι έλεγαν το ίδιο πράγμα:αν τον άφηνες ήσυχο ούτε που σε πρόσεχε, αλλά ίσως αν πήγαινες πιο κοντά ν΄αγρίευε.

 

Ήταν πεντακάθαρο σε μένα τι έπρεπε να κάνω. Έπρεπε να πάω προς τα μέσα , ας πούμε, εικοσιπέντε υάρδες περίπου προς τον ελέφαντα να τσεκάρω την συμπεριφορά του.  Αν αγρίευε, θα μπορούσα να πυροβολήσω.αν δεν με πρόσεχε, θάταν ασφαλές  να τον αφήσω μέχρι νάρθει ο οδηγός  του. Όμως ήξερα επίσης πως δεν θα κανα κάτι τέτοιο. Δεν ήμουνα καλός σκοπευτής με το τυφέκιο και το έδαφος ήταν μαλακή λάσπη μέσα στην οποία κάποιος θα βούλιάζε σε κάθε βήμα. Αν ο ελέφαντας αγρίευε και αστοχούσα, θα είχα ακριβώς την τύχη ενός φρύνου κάτω από ένα σιδερένιο οδοστρωτήρα. Αλλά ακόμα και τότε δεν σκεφτόμουνα τόσο το τομάρι μου όσο τα βλέμματα των κίτρινων προσώπων πίσω μου. Διότι εκείνη τη στιγμή, με το πλήθος να με παρακολουθεί, δεν φοβόμουν με τον συνήθη τρόπο, όπως θα αισθανόμουνα αν ήμουν μόνος. Ένας λευκός δεν πρέπει να τρομοκρατείται μπροστά  στα μάτια των «ιθαγενών».κι έτσι, γενικά, δεν τρομάζει. Η μόνη σκέψη στο μυαλό μου ήταν πως αν κάτι πήγαινε στραβά εκείνοι οι δυο χιλιάδες Μπουρμανοί θα με έβλεπαν να κυνηγιέμαι,να πιάνομαι, να ποδοπατούμαι και να γίνομαι ένα απαίσιο πτώμα σαν εκείνο του ινδού στον λόφο. Κι αν αυτό συνέβαινε είναι σίγουρο πως μερικοί θα γελούσαν. Αυτό ποτέ δεν θα συνέβαινε.

 

Υπήρχε μονάχα μια εναλλακτική λύση. Έσπρωξα τα φυσίγγια μέσα στην κάννη και ξάπλωσα κάτω στο δρόμο για να έχω καλύτερο στόχο. Το πλήθος έμεινε τελείως ακίνητο, και ένα βαθύ, χαμηλό, ευτυχισμένο αναστέναγμα, όπως ανθρώπων που βλέπουν στο θέατρο την κουρτίνα να σηκώνεται επιτέλους, βγήκε από αναρίθμητα στόματα. Επρόκειτο τελικά να έχουν την μικρή τους απόλαυση. Το τυφέκιο ήταν ένα όμορφο Γερμανικό όπλο με στόχαστρα. Δεν ήξερα τότε ότι όταν πυροβολείς έναν ελέφαντα  πρέπει να πυροβολείς για να κόψεις μια φανταστική γραμμή απ΄τη μια οπή του αυτιού στην άλλη. Έτσι, έπρεπε , καθώς ο ελέφαντας ήταν γυρισμένος πλευρό, να στοχεύσω στην οπή του αυτιού, στην ουσία σκόπευσα αρκετές ίντζες μπροστά απ΄αυτή, σκεπτόμενος ότι το μυαλό θα ήταν μακριά μπροστά.

 

Όταν τράβηξα την σκανδάλη δεν άκουσα τον κρότο ούτε αισθάνθηκα το σπρώξιμο – σε κανένα δεν συμβαίνει όταν φεύγει η σφαίρα – παρά μόνο ένα διαβολικό βουητό αγαλλίασης που ανέβηκε από το πλήθος.Εκείνη τη στιγμή, σε ελάχιστο χρόνο, θα σκεφτόταν κάποιος, ακόμα και για τη σφαίρα να φτάσει εκεί, μια μυστηριώδης, τρομερή αλλαγή είχε επέλθει στον ελέφαντα.

Ούτε ταράχτηκε ούτε έπεσε, αλλά κάθε γραμμή του σώματός του είχε μεταβληθεί. Φαινόταν αίφνης κτυπημένος, συρρικνωμένος, φοβερά γέρος, ως εάν  η τρομερή επίδραση της σφαίρας  τον είχε παραλύσει δίχως να τον ρίξει κάτω. Στο τέλος, ύστερα από αρκετό  φαινομενικά χρόνο – θα μπορούσε να ήταν πέντε δευτερόλεπτα, θα τολμούσα να πω -  έπεσε αδύναμα στα γόνατα. Το στόμα του γέμισε σάλια. ΄Ενα τεράστιο γήρας φαινόταν να κατκάθισε επάνω του. Κάποιος θα μπορούσε να τον είχε φανταστεί  πως ήταν μερικών  χιλιάδων ετών σε ηλικία. Πυροβόλησα πάλι στο ίδιο σημείο. Στο δεύτερο κτύπημα δεν κατέρρευσε αλλά αναστηλώθηκε με απελπισμένη βραδύτητα στα πόδια του και στάθηκε αδύναμα  όρθιος, με τα σκέλη του να κρέμονται και το κεφάλι κάτω σακουλιασμένο. Πυροβόλησα για Τρίτη φορά. Αυτό ήταν το κτύπημα που τον έπιασε. Θα μπορούσες να δεις την αγωνία να τινάζει ολόκληρο το σώμα του και να κτυπά τα τελευταία υπολείμματα δύναμης απο τα σκέλη του. Αλλά πέφτοντας φάνηκε προς στιγμή να σηκώνεται, αφού καθώς τα πισινά πόδια κατέρρεαν από κάτω φάνηκε να πυργώνει επάνω σαν βράχος που κατρακυλά, η προβοσκίδα του να υψώνεται στον ουρανό σαν δέντρο. Σάλπισε για πρώτη και τελευταία φορά. Κι ύστερα έπεσε κάτω, η κοιλιά του προς το μέρος μου, μ΄ένα κρότο που φάνηκε να κουνά το έδαφος ακόμα κι εκεί όπου ήμουν εγώ.

 

Σηκώθηκα. Οι Μπουρμανοί ήδη έτρεχαν προσπερνώντας με κατά μήκος της λάσπης. Ήταν καθαρό πως ο ελέφαντας δεν επρόκειτο να ξανασηκωθεί, αλλά δεν ήταν νεκρός. Ανέπνεε  πολύ ρυθμικά με  μακρείς λαχανιασμένους ρόγχους, σηκώνοντας τον μεγάλο του όγκο στο πλευρό με πόνο και πέφτοντας πάλι. Το στόμα του ήταν ανοικτό, μπορούσα να δω βαθειά τον σπηλαιώδη  χλωμό ροζ λάρυγγά του. Περίμενα αρκετή ώρα μέχρι να πεθάνει, αλλά η αναπνοή του δεν αδυνάτιζε.  Τελικά έρριξα τα τελευταία δύο  εναπομείναντα φυσίγγια εκεί που υπολόγισα ότι πρέπει να είναι η καρδιά του. Το πηκτό αίμα ανάβλυσε απ΄το σώμα του κόκκινο σαν βελούδο, αλλά ακομα δεν πέθαινε. Το σώμα του ούτε που τινάχτηκε όταν τα βλήματα τον κτύπησαν, η βασανιστική αναπνοή συνεχίστηκε δίχως ανάπαυλα. Πέθαινε, πολύ αργά και σε μεγάλη αγωνία, αλλά  σ΄ένα κόσμο μακρυνό από μένα όπου ακόμα και μια σφαίρα δεν ήταν ικανή να τον πληγώσει περισσότερο. Αισθάνθηκα ότι έπρεπε να βάλω ένα τέλος σε κείνο τον τρομερό θόρυβο. Φαινόταν φοβερό  να βλέπω το μεγάλο θηρίο να κοίτεται εκεί, ανήμπορο να κινηθεί αλλά και ανήμπορο να πεθάνει, κι εγώ να μην μπορώ να το αποτελειώσω. Έστειλα να μου φέρουν το μικρό τυφέκιο και έρριξα κατ΄επανάληψη στην καρδιά του και κάτω στο λαιμό του. Φάνηκαν να μην κάνουν καμμιά εντύπωση. Τα βασανιστικά λαχανιάσματα συνεχίστηκαν σταθερά όπως το τικ τακ του ρολογιού.

 

Στο τέλος δεν μπόρεσα ν΄αντέξω άλλο κι έφυγα. Άκουσα αργότερα πως του πήρε μισή ώρα να πεθάνει. Oι Μπουρμανέζοι έφερναν μαχαίρια και κοφίνια πριν ακόμα φύγω, κι έμαθα ότι το σώμα το καθάρισαν μέχρι τα κόκκαλα μέχρι το απόγευμα.

 

Ύστερα, σίγουρα, υπήρξαν ατελείωτες συζητήσεις γύρω απ΄τον τυφεκισμό του ελέφαντα. Ο ιδιοκτήτης ήταν οργισμένος, αλλά ήταν απλώς ένας Ινδός και δεν μπορούσε να κάνει τίποτα. Εξ΄άλλου, νομικά έκανα το σωστό, διότι ένας τρελός ελέφαντας πρέπει να σκοτώνεται, όπως ένας λυσσασμένος σκύλος, αν ο ιδιοκτήτης του δεν είναι σε θέση να τον ελέγξει. Ανάμεσα στους Ευρωπαίους οι απόψεις διίσταντο. Οι πιο ηλικιωμένοι είπαν πως είχα δίκιο, οι νεώτεροι είπαν ότι ήταν ντροπή να πυροβολήσεις έναν ελέφαντα γιατί σκότωσε έναν ξένο εργάτη, διότι ένας ελέφαντας  άξιζε περισσότερο από κάθε σκατο Κορινγκιανό εργάτη. Κι ύστερα ήμουν πολύ ευχαριστημένος που ο εργάτης είχε σκοτωθεί.μ΄έβαζε στη μεριά του σωστού και μούδινε το απαραίτητο πρόσχημα για να πυροβολήσω τον ελέφαντα. Συχνα αναρωτιέμαι αν κανείς από δαύτους κατάλαβε πως το είχα κάνει απλώς για να μη φανώ ηλίθιος.