Δημοφιλείς αναρτήσεις

Προς Αναγνώστη Καλωσόρισμα και μια εξήγηση

Αγαπητέ αναγνώστη, καλώς όρισες στα μέρη μας, μπορείς να ξεκουραστείς λίγο εδώ, δεν έχουμε θέματα που λειτουργούν σαν ενοχλητικές μυίγες, εδώ θα βρεις κάποια κείμενα ποίησης ή πεζά, κείμενα φιλοσοφίας, αρχαίου ελληνικού λόγου, κείμενα γραμμένα στις πιο γνωστές ευρωπαϊκές γλώσσες, (μια καλή μετάφραση εκ μέρους σου θα ήταν ευπρόσδεκτη) που μου έκαναν εντύπωση, αν κι εσύ βρεις κάτι, πολύ ευχαρίστως θα το δημοσιεύσω αν είναι κοντά σ'αυτά που αποτελούν την περιρρέουσα ατμόσφαιρα αυτού του μπλόγκ. Επίσης η Τέχνη αποτελεί κεντρική θέση όσον αφορά στις δημοσιεύσεις αυτού του ιστότοπου, αφού η πρωταρχική μου ενασχόληση από εκεί ξεκινά κι' εκεί καταλήγει. Φανατικά πράγματα μην φέρεις εδώ, δεν είναι αυτός ο τόπος, φτηνές δημαγωγίες επίσης εξαιρούνται, σκέψεις δικές σου, γνήσιες, προβληματισμούς δικούς σου, πολύ ευχαρίστως, ανακύκλωση εκείνου του χαώδους, όπου σεύρω κι όπου μεύρεις, δεν το θέλω. Οι καλές εξηγήσεις κάνουν τους καλούς φίλους. Εύχομαι καλή ανάγνωση.

σημ: κάθε κείμενο μπορεί να αναδημοσιευτεί ελεύθερα φτάνει να αναφέρεται οπωσδήποτε
η πηγή του, δηλ, η ονομασία του μπλόγκ μου.
Σας ευχαριστώ για την κατανόηση!







Δευτέρα 20 Δεκεμβρίου 2021

καθημερινά

 τα γατάκια μαζεύονται και κουρνιάζουν

μέσα στο χαρτονένιο κουτί ή πάνω στην πολυθρόνα για να ζεσταίνονται, αγκαλιασμενα γίνονται ένα σώμα 

Κυριακή 19 Δεκεμβρίου 2021

σχόλιο

 συμβαίνουν τόσα πράματα τι να πρωτοσχολιασεις να δείξεις να τα κοινωνήσεις στους άλλους ποιοι είναι οι άλλοι οι άλλοι είσαι εσυ εσυ ποιος εισαι;

ποιος σε καθορίζει ποιος σε ονομάζει ποιος σε κατατάσσει;

ποιος σε ακούει


Τετάρτη 31 Ιουλίου 2019

ΙΤΑΛΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ


ΠΙΕΡ ΠΑΟΛΟ ΠΑΖΟΛΙΝΙ


 

 

Ξυπνώ με τα βλέφαρα να καίνε

Τα πρώτα χρόνια θολά στα γένεια

που μεγάλωσαν στον ύπνο, την αδυ

νατισμένη σάρκα, παίρνουν μορφή με το φως

περεχυμένο στα στεγνά μου μάτια. Τελειώνω έτσι μέσα στην σκοτεινή φωτιά

μιας νεότητας ταραγμένης απ΄την αιωνιότητα· έτσι καίγομαι, είναι άχρηστο

-σκέφτομαι- νάναι αλλοιώτικα, να βάλεις

όρια στην αταξία: με σέρνει

πάντα πιο φθαρμένο, μ΄ένα πρόσωπο στεγνό

προς την ηλικία του μωρού, σε μια

ήσυχη και παράλογη τάξη, το βάρος της

μέρας μου χαμένο σε σιωπηλές ώρες

ευθυμίας, σε σιωπηλές στιγμές τρόμου...

 

μτφ: ν.κ.

: “Mi alzo con le palpebre infuocate” di Pier Paolo Pasolini

 

 

Mi alzo con le palpebre infuocate.
La fanciullezza smorta nella barba
cresciuta nel sonno, nella carne
smagrita, si fissa con la luce
fusa nei miei occhi riarsi.
Finisco così nel buio incendio
di una giovinezza frastornata

dall’eternità; così mi brucio, è inutile
– pensando – essere altrimenti, imporre
limiti al disordine: mi trascina
sempre più frusto, con un viso secco
nella sua infanzia, verso un quieto e folle
ordine, il peso del mio giorno perso
in mute ore di gaiezza, in muti
istanti di terrore…

da Poesie, compare nella sezione delle “poesie inedite” degli anni 1950-1951

 

 

 

ΙΤΑΛΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ

ΠΙΕΡ ΠΑΟΛΟ ΠΑΖΟΛΙΝΙ






Η Αντίσταση και το φως της
Έτσι έφτασα τις μέρες της Αντίστασης δίχως
Να γνωρίζω τίποτα παρά μόνο το ύφος:
Ήταν ύφος όλο φως, βαρυσήμαντη συνείδηση του ήλιου.
Δεν μπορούσε ποτέ να μαραθεί, ούτε για μια στιγμή, ούτε κι όταν η Ευρώπη βρίσκονταν στην πιο θανατερή αγρύπνια της.
Φύγαμε στο κάρο φορτωμένα τα πράματά μας απ΄την Casarsa σ΄ένα χωριό χαμένο ανάμεσα στ΄αρδευτικά κανάλια και τα κλήματα:
Κι ήταν καθάριο φως.ο αδελφός μου έφυγε, ένα σιωπηλό πρωινό του μάρτη, πάνω σ΄ένα τρένο, κρυφά, μέσα στο βιβλίο το πιστόλι: κι ήταν καθάριο φως.
Έζησε κάμποσο στα βουνά,που ξημέρωναν σχεδόν παραδεισένια μέσα στο ζοφερό γαλάζιο της φριουλανής πεδιάδας: κι ηταν καθάριο φως.μεσα στη σοφίτα του αγροτόσπιτου η μητέρα κοίταζε πάντα χαμένα εκείνα τα βουνά, γνωρίζοντας ήδη το πεπρωμένο:κι ήταν καθάριο φως.με τους λίγους χωριάτες γύρω ζούσα μια ένδοξη ζωή καταδιωγμένου από άγριες διαταγές:κι ήταν φως καθάριο.ήρθε η μέρα του θανάτου και της λευτεριάς, ο κόσμος βασανισμένος αναγνωρίστηκε νέος μέσα στο φως...
Εκείνο το φως ήταν ελπίδα της δικαιοσύνης: δεν γνώριζα ποιας: η Δικαιοσύνη.Το Φως είναι πάντοτε όμοιο με άλλο φως. Ύστερα άλλαξε: από φως ζωντανό, αβέβαιη αυγή, μια αυγή που μεγάλωνε, πλάτυνε πάνω απ΄τους φριουλιανούς κάμπους , πάνω στα κανάλια της άρδευσης. Φώτιζε τους εργάτες που πολεμούσαν. Έτσι η αυγή που γενιόταν ήταν ένα φως έξω απ΄την αιωνιότητα του ύφους...
Στην ιστορία η δικαιοσύνη υπήρξε συνείδηση μιας ανθρώπινης μοιρασιάς του πλούτου, κι η ελπίδα είχε πια κανούριο φως.




Μτφ: Νεοκλής Κυριάκου




Pier Paolo Pasolini
(da: La religione del mio tempo,
Bestemmia. Tutte le poesie, vol. I, Garzanti, Milano 1993)






La Resistenza e la sua luce







Così giunsi ai giorni della Resistenza senza saperne nulla se non lo stile: fu stile tutta luce, memorabile coscienza di sole. Non poté mai sfiorire, neanche per un istante, neanche quando l' Europa trem nella più morta vigilia. Fuggimmo con le masserizie su un carro da Casarsa a un villaggio perduto tra rogge e viti: ed era pura luce. Mio fratello partì, in un mattino muto di marzo, su un treno, clandestino, la pistola in un libro: ed era pura luce. Visse a lungo sui monti, che albeggiavano quasi paradisiaci nel tetro azzurrino del piano friulano: ed era pura luce. Nella soffitta del casolare mia madre guardava sempre perdutamente quei monti, già conscia del destino: ed era pura luce. Coi pochi contadini intorno vivevo una gloriosa vita di perseguitato dagli atroci editti: ed era pura luce. Venne il giorno della morte e della libertà, il mondo martoriato si riconobbe nuovo nella luce...
Quella luce era speranza di giustizia: non sapevo quale: la Giustizia. La luce è sempre uguale ad altra luce. Poi vari : da luce divent incerta alba, un'alba che cresceva, si allargava sopra i campi friulani, sulle rogge. Illuminava i braccianti che lottavano. Così l'alba nascente fu una luce fuori dall'eternità dello stile... Nella storia la giustizia fu coscienza d'una umana divisione di ricchezza, e la speranza ebbe nuova luce.




Pier Paolo Pasolini

Τρίτη 30 Ιουλίου 2019

ΙΤΑΛΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ

ΠΙΕΡ ΠΑΟΛΟ ΠΑΖΟΛΙΝΙ


Η απούσα πατρίδα


Στο έθνος μου


Ούτε άραβες, ούτε βαλκάνιοι, ούτε αρχαίοι
Μα έθνος ζωντανό, έθνος της ευρώπης:
Και τι είσαι; Γη των νηπίων, των πεινασμένων, των διεφθαρμένων,
Των κυβερνητών που ασχολούνται με την γεωργία, του αντιδραστικού νομάρχη,
Των δικηγορίσκων τίγκα στην μπριγιαντίνη και βρώμικα πόδια,
Αξιωματικών φιλελεύθερων καθάρματα όπως οι θείοι υποκριτές,
Ένας στρατώνας , ένα σεμινάριο, μια παραλία ελεύθερη, ένα καζίνο!
Εκατομμύρια μικροαστών όπως εκατομμύρια γουρούνια που βόσκουν στριμωγμένα κάτω από ασφαλή παλάτσα,
Ανάμεσα σε σπίτια αποικιακά γερασμένα σαν εκκλησίες.
Ακριβώς επειδή έχεις υπάρξει, τώρα δεν υπάρχεις,
Ακριβώς επειδή ήσουν συνειδητή, είσαι
Ασυνείδητη.
Και μόνο επειδή είσαι καθολική, δεν μπορείς να σκεφτείς πως το δικό σου κακό, είναι όλο το κακό, και γεννάει όλα τα κακά.
Βυθίσου λοιπόν σ΄αυτή την ωραία σου θάλασσα, ελευθέρωσε τον κόσμο.


Μτφ:ν.κ.


Pasolini, la patria assente



Alla mia nazione



Non popolo arabo, non popolo balcanico, non popolo antico,
ma nazione vivente, ma nazione europea:
e cosa sei? Terra di infanti, affamati, corrotti,
governanti impiegati di agrari, prefetti codini,
avvocatucci unti di brillantina e i piedi sporchi,
funzionari liberali carogne come gli zii bigotti,
una caserma, un seminario, una spiaggia libera, un casino!
Milioni di piccoli borghesi come milioni di porci
pascolano sospingendosi sotto gli illesi palazzotti,
tra case coloniali scrostate ormai come chiese.
Proprio perché tu sei esistita, ora non esisti,
proprio perché fosti cosciente, sei incosciente.
E solo perché sei cattolica, non puoi pensare
che il tuo male è tutto il male: colpa di ogni male.
Sprofonda in questo tuo bel mare, libera il mondo.

ΚΟΥΒΑΝΕΖΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ

Roberto Fernández Retamar


Μακάριοι οι φυσιολογικοί


Στην Antonia Eiriz


Μακάριοι οι φυσιολογικοί, αυτά τα περίεργα όντα.
Αυτοί που δεν είχαν μάνα τρελή, πατέρα μέθυσο, παιδί παραστρατημένο,
Ένα σπίτι στο πουθενά,μιαν αρρώστεια άγνωστη,
Αυτοί που δεν κάηκαν από μιαν αγάπη άρπακτική,
Αυτοί που έζησαν τα δεκαεφτά πρόσωπα του χαμόγελου, κι ίσως πιο πολύ ακόμα
Αυτοί που είναι παπουτσωμένοι, οι αρχάγγελοι με καπέλα.
Οι ευχαριστημένοι, οι χοντροί, οι ωραίοι,
Οι κουδουνάρηδες κι οι ακόλουθοί τους, γιατί όχι, οι απέναντι,
Αυτοί που κερδίζουν, αυτοί που είναι αγαπημένοι μέχρι τη λαβή
Του μαχαιριού,
Οι φλαουτίστες που συνοδεύονται από ποντίκια,
Οι πωλητές κι οι αγοραστές τους
Οι ιππότες ελαφρώς υπερφυσικοί,
Οι άνδρες που είναι ντυμένοι με βροντές και οι γυναίκες
Με αστροπελέκια
Οι ντελικάτοι, οι ευαίσθητοι, οι λεπτοί,
Οι αγαπημένοι, οι γλυκείς,τα βρώσιμα και τα ποτά.
Μακάρια τα πουλιά, η κοπριά, οι πέτρες.
Όμως δώστε το βήμα σ΄εκείνους που κάνουν τους κόσμους και τα όνειρα,
Τις ψευδαισθήσεις, τες συμφωνίες, τις λέξεις που μας διαταράζουν
Και μας χτίζουν, εκείνους που είναι πιο τρελοί απ΄τις
Μανάδες τους, πιο μέθυσοι απ΄τους πατεράδες τους
Και πιο αλήτες απ΄τους γιους τους
που τους κατασπάραξαν πιο πολύ αγάπες πυρωμένες.
Κι αφήστε τους στη θέση που είναι στην κόλαση, αυτό τους φτάνει.


Μτφ:ν.κ.




Roberto Fernández Retamar



Felices los normales


A Antonia Eiriz
Felices los normales, esos seres extraños.
Los que no tuvieron una madre loca, un padre borracho, un hijo delincuente,
Una casa en ninguna parte, una enfermedad desconocida,
Los que no han sido calcinados por un amor devorante,
Los que vivieron los diecisiete rostros de la sonrisa y un poco más,
Los llenos de zapatos, los arcángeles con sombreros,
Los satisfechos, los gordos, los lindos,
Los rintintín y sus secuaces, los que cómo no, por aquí,
Los que ganan, los que son queridos hasta la empuñadura,
Los flautistas acompañados por ratones,
Los vendedores y sus compradores,
Los caballeros ligeramente sobrehumanos,
Los hombres vestidos de truenos y las mujeres de relámpagos,
Los delicados, los sensatos, los finos,
Los amables, los dulces, los comestibles y los bebestibles.
Felices las aves, el estiércol, las piedras.
Pero que den paso a los que hacen los mundos y los sueños,
Las ilusiones, las sinfonías, las palabras que nos desbaratan
Y nos construyen, los más locos que sus madres, los más borrachos
Que sus padres y más delincuentes que sus hijos
Y más devorados por amores calcinantes.
Que les dejen su sitio en el infierno, y basta.

ΚΟΥΒΑΝΕΖΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ

Roberto Fernández Retamar



Epitafio de un invasor


Tu bisabuelo cabalgó por Texas,
Violó mexicanas trigueñas y robó caballos...
Hasta que se casó con Mary Stonehill y fundó un hogar
De muebles de roble y God Bless Our Home.
Tu abuelo desembarcó en Santiago de Cuba,
Vio hundirse la Escuadra española, y llevó al hogar
El vaho del ron y una oscura nostalgia de mulatas.
Tu padre, hombre de paz,
Sólo pagó el sueldo de doce muchachos en Guatemala.
Fiel a los tuyos,
Te dispusiste a invadir a Cuba, en el otoño de 1962.

Hoy sirves de abono a las ceibas.


La Habana, octubre, 1962


ΕΠΙΤΑΦΙΟΣ ΣΕ ΕΝΑ ΕΙΣΒΟΛΕΑ


Ο προπάππος σου καβάλλα στ΄άλογο εισέβαλε στο Τέξας,
Βίασε μεξικάνες μαύρες κι έκλεψε άλογα
Μέχρι που παντρέφτηκε την Mary Stonehill κι έκανε σπίτι
Έπιπλα από δρυ και God Bless Our Home.
Ο παππούς σου ξεμπάρκαρε στον Σαντιάγο
Της Κούβας,
Είδε την σπανιόλικη αρμάδα να βυθίζεται
Και γύρισε σπίτι
Οι ατμοί απ΄το ρούμι και μια σκοτεινή νοσταλγία για τις μουλάτες.
Ο πατέρας σου άνθρωπος της ειρήνης
Μόνο πλήρωνε το μισθό δώδεκα αγοριών στην
Γουατεμάλα.
Πιστός στους προγόνους του,
κανόνισε να εισβάλει στην Κούβα,το φθινόπωρο του 1962.
Σήμερα χρησιμεύει για λίπασμα
Στα μπαμπακόδεντρα.


Αβάνα, οκτώβρης, 1962


 Μτφ: Νεοκλής Κυριάκου

ΙΤΑΛΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ

Pier Paolo Pasolini


Σεξ, ανακούφιση της δυστυχίας!
Σεξ, ανακούφιση της δυστυχίας!...
Η πουτάνα είναι μια βασίλισσα, ο θρόνος της ένα ερείπιο, η γη της ένα κομμάτι
λιβάδι με σκατά, το σκήπτρο της
μια τσάντα βαμμένη κόκκινη:

γαυγίζει μέσα στη νύκτα,
βρώμικη κι άγρια
σαν μια αρχαία μητέρα:
υπερασπίζεται το έχει της και τη ζωή της.
Οι μαστρωποί, γύρω, ένα τσούρμο,
Πρησμένοι, κοιλαράδες, με μουστάκια
Πουλιέζοι ή σλάβοι, είναι τ΄αφεντικά,
Οι κυρίαρχοι: κάνουν τις κομπίνες τους
Στο σκοτάδι, δουλειές των εκατό λιρών,
Κλείνοντας το μάτι σιωπηλά, ανταλλάζοντας συνθήματα:
Ο κόσμος γύρω τους αποκλεισμένος, σιωπά, κι αυτοί αποκλεισμένοι
Σιωπηλά σκέλεθρα γυπών.
Κι όμως μες τ΄απορρίμματα, γενιέται
Ένας κόσμος καινούριος: γενιούνται καινούριοι νόμοι όπου πια δεν υπάρχουν νόμοι.γενιέται μια καινούρια τιμή όπου τιμή είναι η ατιμία...
Γενιούνται δυνάμεις και άρχοντες,
Άγριοι, μες τους σωρούς από τρώγλες,
Σε τόπους αχανείς όπου νομίζεις
Πως η πόλη τελειώνει, και που εντούτοις ξαναρχίζει, εχθρική, ξαναρχίζει χιλιάδες φορές, με γεφύρια και λαβυρίνθους, οικοδομές και μπάζα, πίσω από πλήμμυρες ουρανοξυστών,
που σκεπάζουν ολόκληρους ορίζοντες.
μέσα στην ευκολία του έρωτα
ο πλανημένος αισθάνεται άνθρωπος:
στηρίζει την εμπιστοσύνη στη ζωή
μέχρι του σημείου να περιφρονεί
όποιον κάνει άλλη ζωή.
Τ΄αγόρια ρίχνονται στην περιπέτεια
Σίγουροι ότι είναι μέσα σ΄ένα
Κόσμο που φοβάται αυτούς
Και το φύλο τους.
Η λύπη τους είναι νάναι
Αλύπητοι
Η δύναμή τους η ελαφρότητα
Η ελπίδα τους στο να μην
Έχουνε ελπίδα.


μτφ:ν.κ. (δεύτερη γραφή)


Pier Paolo Pasolini



Sesso, consolazione della miseria!


Sesso, consolazione della miseria!
La puttana è una regina, il suo trono
è un rudere, la sua terra un pezzo
di merdoso prato, il suo scettro
una borsetta di vernice rossa:
abbaia nella notte, sporca e feroce
come un'antica madre: difende
il suo possesso e la sua vita.
I magnaccia, attorno, a frotte,
gonfi e sbattuti, coi loro baffi
brindisi o slavi, sono
capi, reggenti: combinano
nel buio, i loro affari di cento lire,
ammiccando in silenzio, scambiandosi
parole d'ordine: il mondo, escluso, tace
intorno a loro, che se ne sono esclusi,
silenziose carogne di rapaci.
Ma nei rifiuti del mondo, nasce
un nuovo mondo: nascono leggi nuove
dove non c'è più legge; nasce un nuovo
onore dove onore è il disonore...
Nascono potenze e nobiltà,
feroci, nei mucchi di tuguri,
nei luoghi sconfinati dove credi
che la città finisca, e dove invece
ricomincia, nemica, ricomincia
per migliaia di volte, con ponti
e labirinti, cantieri e sterri,
dietro mareggiate di grattacieli,
che coprono interi orizzonti.
Nella facilità dell'amore
il miserabile si sente uomo:
fonda la fiducia nella vita, fino
a disprezzare chi ha altra vita.
I figli si gettano all'avventura
sicuri d'essere in un mondo
che di loro, del loro sesso, ha paura.
La loro pietà è nell'essere spietati,
la loro forza nella leggerezza,
la loro speranza nel non avere speranza.

ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΠΟΙΗΣΗ

ΑΡΙΖΙΚΟΣ


Του φώναζε η μάνα του νά μπει στο σπίτι
Τον ήξερε τον μήτσο άμ΄αγριέψει
Η θάλασσα αχνογυάλιζε τα ψάρια πάγαιναν βαθειά να δροστιστούνε εκείνη χώνονταν στα σκέλια του ο κόσμος να καεί...
Ύστερα ήρθε η άλλη τούφτιαχνε καφέ να ηρεμήσει
Τουφερνε τσιγάρα να καπνίσει τούφερνε καπότες να γαμήσει
Και τι δεν έκανε για να τον ευτυχήσει
Τίποτα είχε ένα μαράζι τρικούβερτο
Μια θλίψη που ραγίζει τα βουνά
Ζητούσε κάτι άλλο το άφταστο
εφυγε κι ετούτη
Κουράστηκε να κουμαντάρει ένα καράβι που ήτανε μονάχα για φουρτούνες μα δεν είχε λιμάνι για δαύτους;
Πέρασαν τα χρόνια.χτίκιασε, ένα χέρι τούμεινε γερό αρπάζονταν πάλι
Ο άλλος κακό κουμάσι του φερε μια στο στέρνο τώρα ποθαίνει έχει μια πίκρα που
Δεν μπόρεσε να φύγει απ΄όλα να ξεχάσει
Ο χάρος θα τον κάνει να ξεχάσει τα όλα
Νάν σίγουρος
Τον θάψανε κι αυτόνε στο παλιό νεκροταφείο
Με τους παλιούς σπασμένους σταυρούς
δεν ήθελε
παπα να δει μπροστά του ρίξανε μια φτυαριά κι ύστερα άλλες και τον αφήσανε να λειώσει τα σκουλήκια ποτέ δεν δείχνουν χορτασμό...

ΠΑΛΑΤΙΝΗ ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ

ΑΛΚΑΙΟΣ ΜΕΣΣΗΝΙΟΣ


174. – πᾶσά τοι οἰχομένῳ



Το πένθος για τον κιθαρωδό Πυλάδη
πᾶσά τοι οἰχομένῳ, Πυλάδη, κωκύεται Ἑλλάς...
ἄπλεκτον χαίταν ἐν χροῒ κειραμένα,
αὐτὸς δ᾽ ἀτμήτοιο κόμας ἀπεθήκατο δάφνας
Φοῖβος, ἑὸν τιμῶν ᾗ θέμις ὑμνοπόλον,
5 Μοῦσαι δ᾽ ἐκλαύσαντο, ῥόον δ᾽ ἔστησεν ἀκούων
Ἀσωπὸς γοερῶν ἦχον ἀπὸ στομάτων,
ἔλληξεν δὲ μέλαθρα Διωνύσοιο χορείης,
εὖτε σιδηρείην οἶμον ἔβης Ἀίδεω.



ΠΑ 7, 412


στο χαμό σου όλη η ελλάδα οδύρεται
Πυλάδη
και τα μαλιά της τα λυτά έχει κόψει
ο Φοίβος απ΄την άκοπη του κόμη
δάφνες απόθεσε σαν άξιζε
τιμώντας το δικό του ποιητή
κι οι Μούσες έκλαψαν, ο Ασωπός σταμάτησε
τον ρου του, σαν άκουσε τους γόους και τα κλάματα
και στου Διόνυσου τα δώματα οι χοροί και τα
τα τραγούδια τέλεψαν
σαν πήρες το στρατί το σιδερένιο του Άδη
και τ΄ αγύριστο


μεταφορά στη νέα ελληνική: ν.κ.