Roberto Fernández Retamar
Μακάριοι οι φυσιολογικοί
Στην Antonia Eiriz
Μακάριοι οι φυσιολογικοί, αυτά τα περίεργα όντα.
Αυτοί που δεν είχαν μάνα τρελή, πατέρα μέθυσο, παιδί παραστρατημένο,
Ένα σπίτι στο πουθενά,μιαν αρρώστεια άγνωστη,
Αυτοί που δεν κάηκαν από μιαν αγάπη άρπακτική,
Αυτοί που έζησαν τα δεκαεφτά πρόσωπα του χαμόγελου, κι ίσως πιο πολύ ακόμα
Αυτοί που είναι παπουτσωμένοι, οι αρχάγγελοι με καπέλα.
Οι ευχαριστημένοι, οι χοντροί, οι ωραίοι,
Οι κουδουνάρηδες κι οι ακόλουθοί τους, γιατί όχι, οι απέναντι,
Αυτοί που κερδίζουν, αυτοί που είναι αγαπημένοι μέχρι τη λαβή
Του μαχαιριού,
Οι φλαουτίστες που συνοδεύονται από ποντίκια,
Οι πωλητές κι οι αγοραστές τους
Οι ιππότες ελαφρώς υπερφυσικοί,
Οι άνδρες που είναι ντυμένοι με βροντές και οι γυναίκες
Με αστροπελέκια
Οι ντελικάτοι, οι ευαίσθητοι, οι λεπτοί,
Οι αγαπημένοι, οι γλυκείς,τα βρώσιμα και τα ποτά.
Μακάρια τα πουλιά, η κοπριά, οι πέτρες.
Όμως δώστε το βήμα σ΄εκείνους που κάνουν τους κόσμους και τα όνειρα,
Τις ψευδαισθήσεις, τες συμφωνίες, τις λέξεις που μας διαταράζουν
Και μας χτίζουν, εκείνους που είναι πιο τρελοί απ΄τις
Μανάδες τους, πιο μέθυσοι απ΄τους πατεράδες τους
Και πιο αλήτες απ΄τους γιους τους
που τους κατασπάραξαν πιο πολύ αγάπες πυρωμένες.
Κι αφήστε τους στη θέση που είναι στην κόλαση, αυτό τους φτάνει.
Μτφ:ν.κ.
Roberto Fernández Retamar
Felices los normales
A Antonia Eiriz
Felices los normales, esos seres extraños.
Los que no tuvieron una madre loca, un padre borracho, un hijo delincuente,
Una casa en ninguna parte, una enfermedad desconocida,
Los que no han sido calcinados por un amor devorante,
Los que vivieron los diecisiete rostros de la sonrisa y un poco más,
Los llenos de zapatos, los arcángeles con sombreros,
Los satisfechos, los gordos, los lindos,
Los rintintín y sus secuaces, los que cómo no, por aquí,
Los que ganan, los que son queridos hasta la empuñadura,
Los flautistas acompañados por ratones,
Los vendedores y sus compradores,
Los caballeros ligeramente sobrehumanos,
Los hombres vestidos de truenos y las mujeres de relámpagos,
Los delicados, los sensatos, los finos,
Los amables, los dulces, los comestibles y los bebestibles.
Felices las aves, el estiércol, las piedras.
Pero que den paso a los que hacen los mundos y los sueños,
Las ilusiones, las sinfonías, las palabras que nos desbaratan
Y nos construyen, los más locos que sus madres, los más borrachos
Que sus padres y más delincuentes que sus hijos
Y más devorados por amores calcinantes.
Que les dejen su sitio en el infierno, y basta.